Το ήξερες ότι τα υπέροχα αρώματα του ούζου μπορούμε να τα γευτούμε και σε πλειάδα άλλων ποτών, από χώρες εξωτικές, όπως το Μεξικό, αλλά και ψυχρές, όπως η Ουγγαρία;
Αν υπάρχει μια αίσθηση ταυτισμένη με τον ήλιο, τη θάλασσα και το καλοκαίρι γενικότερα, αυτή προέρχεται αναμφισβήτητα από τα διεγερτικά αρώματα του ούζου, αρώματα που πηγάζουν από τους σπόρους του γλυκάνισου, τον άνηθο, τον μάραθο ή τον αστεροειδή γλυκάνισο. Είναι αναμφισβήτητα το εθνικό μας ποτό, άρρηκτα ταυτισμένο με τις γεύσεις, τις συνήθειες και τη γαστρονομία μας. Όμως, δεν κατέχει την αποκλειστικότητα για αυτά τα πικάντικα, ανισούχα, δροσιστικά και έντονα αρώματα που αναδίδει.
Παρόμοια αρώματα μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε μεγάλο αριθμό αποσταγμάτων από διαφορετικές χώρες και κουλτούρες, που παράγονται από διαφορετικές πρώτες ύλες και με διαφορετικούς τρόπους παρασκευής, όπου κυριαρχεί η παρουσία του γλυκάνισου.
Τι Είναι, Όμως, ο Γλυκάνισος;
Είναι οι σπόροι ενός φυτού που ονομάζεται Πιμπινέλλη το άνισον (Pimpinella anisum), γνωστό επίσης και ως γλυκάνισος ή γλυκάνισο (aniseed), ένα ανθοφόρο φυτό που συναντάμε σε αφθονία στην ανατολική Μεσόγειο και στη Νοτιοδυτική Ασία. Η γεύση του έχει ομοιότητες και με κάποια άλλα μπαχαρικά, όπως ο αστεροειδής γλυκάνισος, το μάραθο και η γλυκόριζα.
Είναι ένα από τα παλαιότερα γνωστά μαγειρικά βότανα και εικάζεται ότι προέρχεται από το Λεβάντε (εκεί όπου είναι σήμερα η Παλαιστίνη, το Ισραήλ, η Ιορδανία, ο Λίβανος και η Συρία). Παρόμοιο αρωματικό χαρακτήρα έχει και ο αστεροειδής γλυκάνισος, που είναι καρπός δέντρου από την οικογένεια της μανόλιας και προέρχεται από τη νοτιοανατολική Κίνα.
Η ομοιότητα των αρωμάτων στους δύο αυτούς αρωματικούς καρπούς οφείλεται στο αιθέριο έλαιο ανισόλη, που δίνει την ξεκάθαρη, πικάντικη και έντονη γεύση βοτάνων που μοιάζει με γλυκόριζα, ενώ μετατρέπει ένα υγρό από διαυγές σε αδιαφανές με την προσθήκη λίγων σταγόνων νερού ή πάγου.
Σε όλο τον κόσμο σήμερα μπορείς να ανακαλύψεις πληθώρα χωρών και περιοχών με τη δική τους, ξεχωριστή εκδοχή ποτού αρωματισμένου με γλυκάνισο.
Oύζο
Το ούζο, που ανήκει στην κατηγορία των «αποσταγμένων anis», έχει το δικαίωμα να ονομάζεται έτσι ως γεωγραφική ένδειξη της Ελλάδας και της Κύπρου, μια σφραγίδα αυθεντικότητας που αποκτήθηκε μόλις το 2006. Αυτό σημαίνει ότι ως ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη) μπορεί να παραχθεί μόνο στην Ελλάδα, με κύρια πηγή παραγωγής του το νησί της Λέσβου. Συνήθως το απόσταγμα βάσης είναι από σταφύλι, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απόσταγμα σιτηρών, όπως στη βότκα.
Τρόπος Παρασκευής
Για να ονομαστεί ούζο ένα αλκοολούχο ποτό με γλυκάνισο πρέπει να γίνει παραδοσιακά με ανάμειξη αλκοολών που έχουν αρωματιστεί, είτε με απόσταξη είτε με διαβροχή σπόρων γλυκάνισου και ενδεχομένως με την προσθήκη κάποιων άλλων υλικών, όπως το μάραθο, η μαστίχα Χίου και άλλοι αρωματικοί σπόροι, βότανα ή καρποί που θα προσδώσουν στο τελικό προϊόν πολυπλοκότητα και χαρακτήρα.
Η αλκοόλη που έχει αρωματιστεί με απόσταξη πρέπει να αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 20% του αλκοολικού βαθμού του τελικού προϊόντος και να προέρχεται από απόσταξη σε παραδοσιακούς χάλκινους άμβυκες, ασυνεχούς λειτουργίας, με χωρητικότητα μικρότερη των 1.000 λίτρων, και να έχει αλκοολικό βαθμό από 55% abv έως 80% abv πριν από την αραίωσή του. Στο τελικό προϊόν μπορούν να προστεθούν αρωματικές ουσίες (εσάνς), που προέρχονται επίσης από την εκχύλιση και απόσταξη αρωματικών σπόρων, φυτών και καρπών, αλλά και γλυκαντικών υλών, σε ποσότητα όμως μικρότερη από 50 γραμμάρια ανά λίτρο.
Η διαμόρφωση του τελικού αλκοολικού βαθμού κατανάλωσης γίνεται με αποσταγμένο νερό και δεν επιτρέπεται να είναι χαμηλότερος του 37,5 % νοΙ.
Raki (Ρακί)
Ρακί είναι ένας γενικότερος όρος για την περιγραφή των αλκοολούχων ποτών σε αρκετές χώρες των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου.
Η τουρκική ρακί, όμως, είναι ένα ανισούχο ποτό, με το παρατσούκλι «γάλα του λέοντος», και διακρίνεται τόσο για τον τυπικά υψηλό αλκοολικό του βαθμό, που πρέπει να είναι πάνω από 40% abv, όσο και για τη λευκή, σχεδόν αδιαφανή εμφάνιση του γαλακτώματος (louching) όταν προστίθεται σε αυτό κρύο νερό ή πάγος, λόγω των ελαίων του γλυκάνισου που είναι αδιάλυτα στο νερό. Άλλωστε, πέρα από το άρωμα, είναι το βασικό χαρακτηριστικό για τα περισσότερα ποτά αυτής της κατηγορίας. Το απόσταγμα βάσης προέρχεται από φρέσκα σταφύλια ή σταφίδες και είναι προϊόν διπλής απόσταξης σε άμβυκα. Λόγω της υψηλής φορολόγησης των οινοπνευματωδών ποτών στη συντηρητική Τουρκία σήμερα, η αγορά λαθραίων ποτών είναι ισχυρή, αλλά και αρκετά επικίνδυνη.
Σε πολλές χώρες της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων χρησιμοποιείται ως όρος το ρακί για να περιγράψει συνολικά παρόμοια αλκοολούχα ποτά. Αυτή η κοινή ορολογία χρονολογείται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου με τον όρο «ρακί» αναφέρονταν σε όλα τα αποσταγμένα ποτά. Σε πολλές από αυτές τις περιοχές ο όρος ρακί ή ρακιά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα απόσταγμα στέμφυλων (τσίπουρο) ή και άλλα οινοπνευματώδη ποτά.
Στα Βαλκάνια, ωστόσο, η ρακί (ή οι γλωσσικές παραλλαγές της) είναι ένας γενικός όρος για να περιγράψει κάθε μπράντι (οποιοδήποτε απόσταγμα από φρούτα), με τοπικές παραλλαγές ανάλογες της πρώτης ύλης (δαμάσκηνα, αχλάδια, μήλα, βερίκοκα κ.λπ.).
Στην Κρήτη, η τσικουδιά αναφέρεται επίσης μερικές φορές ως ρακί, ένας ανεπίσημος όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα ανατολικά μέρη του νησιού. Σε αντίθεση πάντως με την τουρκική ρακί, η κρητική ρακί, δηλαδή η τσικουδιά, δεν αρωματίζεται με γλυκάνισο, είναι συνήθως προϊόν μονής απόσταξης σε άμβυκα, χαμηλότερου αλκοολικού βαθμού, διατηρώντας έτσι πιο έντονη τη φυσική γεύση των στέμφυλων.
Absinthe (Αψέντι)
Με διαφορά το διασημότερο ανισούχο απόσταγμα στον κόσμο, αλλά και το πιο αμφιλεγόμενο. Για το αψέντι έχουν γραφτεί βιβλία και ποιήματα, έχουν εμπνευστεί πίνακες και χοροί. Θεωρήθηκε όμως υπεύθυνο για ασθένειες ψυχικής υγείας και παράνοιας, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί στις ΗΠΑ το 1912. Επέστρεψε πολύ διακριτικά, μόλις το 2007. Ο λόγος της απαγόρευσής του, όπως αποδείχθηκε τελικά, ήταν ο αλκοολισμός και όχι το ίδιο το αψέντι, που όμως λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε αλκοόλ (από 45% έως 74%abv) σίγουρα μπορεί να προκαλέσει παραισθήσεις.
Το αψέντι έχει φυσικό πράσινο χρώμα, αλλά μπορεί να είναι και άχρωμο. Συχνά αναφέρεται ως «πράσινη νεράιδα» – και είναι αλήθεια ότι η πράσινη νεράιδα ξέρει πώς να μεταμορφώνει μια απλή σύναξη ανθρώπων… σε πάρτι!
Η κυρίαρχη γεύση του είναι ο γλυκάνισος, αλλά αυτό δεν είναι το μοναδικό του στοιχείο, καθώς προέρχεται από την απόσταξη διαφόρων φυτών, όπως τα άνθη και τα φύλλα της αρτεμισίας (ή αψινθιάς), του γλυκάνισου, του μάραθου και άλλων βοτάνων. Είναι ένα ξηρό, πολύπλοκο αρωματικά απόσταγμα και ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθεί κάποιος τον περίπλοκο βοτανικό του χαρακτήρα είναι η παραδοσιακή μέθοδος, δηλαδή αραιωμένο ως εξής: ρίχνουμε λίγο αψέντι σε ένα ποτήρι και στάζουμε αργά νερό πάνω από έναν κύβο ζάχαρης μέσα σε ένα μικρό κουτάλι (ειδικό για αψέντι) με τρύπες στη βάση του.
Το αψέντι ιστορικά προέρχεται από το Νεσατέλ της Ελβετίας, όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αιώνα. Έγινε δημοφιλές ως αλκοολούχο ποτό στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα στη Γαλλία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους καλλιτέχνες και συγγραφείς που ζούσαν τότε στο Παρίσι. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί πιστεύουν ότι προέλευσή του είναι η Γαλλία.
Σήμερα μπορείς να το βρεις σε διάφορες παραλλαγές και brands από όλο τον κόσμο, πέρα από τις δεκάδες ντελικάτες, γαλλικές εκδοχές του.
Pastis (Παστίς)
Το εθνικό ποτό της Γαλλίας. Ένα λικέρ που σερβίρεται σε κάθε γαλλικό καφέ και μπιστρό. Ουσιαστικά ήταν το ποτό που αντικατέστησε το αψέντι μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας του.
Παρασκευάζεται με διαβροχή, για να εκχυλιστούν τα αρώματα του γλυκάνισου ή του αστεροειδούς γλυκάνισου, της γλυκόριζας, καθώς και άλλων βοτάνων, ανάλογα με τη συνταγή. Εδώ ο χρόνος εκχύλισης και η θερμοκρασία παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, για να αποκλειστούν –όσο είναι δυνατόν– τα πικρά στοιχεία των botanicals. Η περιεκτικότητά του σε ζάχαρη είναι αρκετά υψηλή, για να εξισορροπείται η πικρή γεύση των βοτάνων, που είναι αναπόφευκτη, χωρίς να ξεπερνά τα 100 g/L. Ο αλκοολικός του βαθμός κυμαίνεται από 40 έως 45% abv. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο Henri Barduin, χρησιμοποιούνται μέχρι και 65 διαφορετικά αρωματικά στοιχεία.
Η Ricard ήταν η πρώτη που το κυκλοφόρησε στην αγορά στις αρχές του 20ού αιώνα και ακολούθησε γρήγορα η Pernod. Και οι δύο εταιρείες παραμένουν αναμφισβήτητα οι πιο διάσημες για το παστίς τους, αν και βρίσκονται πλέον κάτω από την ίδια διοίκηση, καθώς έχουν συγχωνευτεί. Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί και άλλες εταιρείες που παράγουν παστίς, ακόμα και εκτός Γαλλίας, όπως το Tarquin’s Cornish Pastis, μια αγγλική εκδοχή που προσθέτει στη συνταγή του, εκτός από τον αστεροειδή γλυκάνισο και τη γλυκόριζα, άγρια λουλούδια της Κορνουάλης.
Aguardiente (Αγκουαρντιέντε)
Το συναντά κανείς στις περισσότερες ισπανόφωνες χώρες, αλλά και στην Πορτογαλία και στην Κολομβία. Είναι ένα ιδιαίτερα δημοφιλές ποτό, χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ (συνήθως δεν ξεπερνά το 29% abv), που αρωματίζεται με γλυκάνισο και συνήθως καταναλώνεται αναμεμειγμένο με χυμό φρούτων ή και σκέτο.
Anisette (Ανισέτ ή Άνις)
Το ανισέτ είναι λικέρ με γεύση γλυκάνισου, που καταναλώνεται στις περισσότερες μεσογειακές χώρες. Είναι άχρωμο και, επειδή περιέχει ζάχαρη, πιο γλυκό από τα ξηρά αποστάγματα με γεύση γλυκάνισου, όπως το αψέντι. Είναι πολύ πιο εύκολο όμως να το μπερδέψει κανείς με το παστίς ή και άλλα αλκοολούχα ποτά αρωματισμένα με γλυκάνισο.
Αντίθετα από το παστίς, το οποίο μπορεί να κυμαίνεται από 40% έως 45% abv, το ανισέτ έχει πιο ελαφριά γεύση και ο αλκοολικός του βαθμός δεν ξεπερνά το 25% abv. Είναι επίσης πιο γλυκό και χρησιμοποιεί γλυκάνισο κατά την απόσταξη, σε αντίθεση με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για το παστίς.
Arak (Άρακ)
Στον Λίβανο, το άρακ με γεύση γλυκάνισου είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα κοινωνικό ποτό. «Το άρακ κυλάει στις φλέβες κάθε Λιβανέζου», αναφέρει η May Matta-Aliah, Λιβανέζα educator στο International Wine Center, παράρτημα του WSET στη Νέα Υόρκη.
Το άρακ συνήθως σερβίρεται σε μεγάλες καράφες, στις μεγάλες κυριακάτικες οικογενειακές συγκεντρώσεις και, φυσικά, μπορεί να συνοδεύει πολλούς και διαφορετικούς μεζέδες, όπως το ούζο στη χώρα μας.
Οι σερβιτόροι θα αραιώσουν το άρακ ανάλογα με το γούστο του πελάτη, δηλαδή θα προσθέσουν δροσερό νερό συνήθως, ένα τρίτο άρακ σε δύο τρίτα νερού ή το πολύ μισό-μισό, επειδή είναι αρκετά δυνατό (πάνω από 50% abv). Μια ιδιαιτερότητα στο σερβίρισμά του είναι το να μη χρησιμοποιείται ποτέ το ίδιο ποτήρι πάνω από μία φορά.
Στον Λίβανο μπορεί να το συναντήσεις και σε μια παραλλαγή που λέγεται baladi. Είναι μια τοπική σπιτική εκδοχή και μπορείς να το βρεις χύμα ή εμφιαλωμένο. Και οι δύο εκδοχές, πάντως, χρησιμοποιούν για βάση απόσταγμα από σταφύλι, φτιαγμένο από την τοπική λευκή ποικιλία ομπεϊντί (obaideh)
Chinchón (Τσιντσόν)
Παίρνει το όνομά του από την ομώνυμη περιοχή της Ισπανίας κοντά στη Μαδρίτη όπου παρασκευάζεται ο πράσινος γλυκάνισος ή matalahuga, όπως λέγεται στην τοπική διάλεκτο.
Οι πράσινοι σπόροι γλυκάνισου αρχικά μουλιάζουν σε κρασί και στη συνέχεια το ήδη αρωματισμένο κρασί αποστάζεται στους 43 περίπου αλκοολικούς βαθμούς.
Το τσιντσόν, που μπορεί να παρασκευαστεί τόσο σε γλυκό όσο και σε ξηρό στιλ, είναι ένα αναγνωρισμένο και προστατευόμενο απόσταγμα, καθώς για την παραγωγή του μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ο γλυκάνισος με προέλευση από τη Σεβίλλη. Το τσιντσόν παράγεται με αυτό τον τρόπο από το 1912.
Μαστίχα (Masticha)
Ένα αμιγώς ελληνικό λικέρ. Μπορεί βέβαια να είναι περισσότερο γνωστό γι’ αυτό που υποδηλώνει το όνομά του, καθώς γίνεται από τη ρητίνη του μαστιχόδεντρου Πιστακία η Λεντίσκος, όμως ο γλυκάνισος είναι ένα εξίσου κυρίαρχο μέρος του γευστικού προφίλ που έχουν αρκετά λικέρ μαστίχας.
Η διαδικασία παραγωγής ρυθμίζεται από την ελληνική νομοθεσία και περιλαμβάνει την εκχύλιση ή την απόσταξη της μαστίχας με αιθυλική αλκοόλη. Το απόσταγμα εν συνεχεία αραιώνεται με νερό και προστίθεται ζάχαρη. Ο τελικός κατ’ όγκον αλκοολικός βαθμός της μαστίχας Χίου πρέπει να είναι τουλάχιστον 15%.
Είναι ένα γλυκό λικέρ, που συνήθως καταναλώνεται στο τέλος του γεύματος και θεωρείται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες που βοηθούν στην πέψη. Η μαστίχα καλλιεργείται παραδοσιακά στη Χίο και παράγεται μόνο εκεί σε «σταγόνες» ή «δάκρυα». Συλλέγεται σε μορφή ρητίνης από τα δέντρα και ξηραίνεται μέχρι που γίνεται ελαστική και κατάλληλη για μάσηση ή για απόσταξη.
Oghi (Ογκί)
Ένα ποτό με αλκοόλ μεγαλύτερο από 50% abv. Το έντονο θόλωμα (louching) είναι απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό το αρμένικο ποτό με γεύση γλυκάνισου.
Όπως το άρακ στον Λίβανο, οι σπιτικές εκδοχές του ογκί είναι αρκετά διαδεδομένες, καθώς όσοι έχουν την τεχνογνωσία συνήθως χρησιμοποιούν τοπικά μούρα και άλλα οπωροφόρα για να φτιάξουν ένα απόσταγμα βάσης από φρούτα που καλλιεργούνται στα σπίτια σε όλη την Αρμενία. Σερβίρεται ως ποτό καλωσορίσματος στους επισκέπτες, κυρίως όμως πίνεται κατά τη διάρκεια των γευμάτων.
Αναμφισβήτητα, το αρμενικό ογκί δεν είναι βότκα, απλώς θεωρήθηκε ως τέτοια κατά τη σοβιετική εποχή στην Αρμενία. Το ογκί από μούρα που παράγεται στην περιοχή Ασκεράν έχει τη διαφορετική ονομασία artsakh, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο προϊόν.
Patxaran (Πατσαράν)
Το ιδιόρρυθμο patxaran ή pacharán προέρχεται από τη Γαλικία στη βορειοδυτική Ισπανία. Ξεχωρίζει στην κατηγορία των ανισούχων για το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του. Πατσαράν στη βασκική γλώσσα σημαίνει «άγριο δαμάσκηνο» (τσάπουρνο), καθώς από αυτά παίρνει το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα και το βασικό του άρωμα.
Τα τσάπουρνα της περιοχής εμβαπτίζονται στην αιθυλική αλκοόλη, μαζί με μερικούς κόκκους καφέ, ξυλάκια κανέλας και γλυκάνισο, για 1 έως 8 μήνες, ώστε να προσδώσουν τα γευστικά και αρωματικά τους χαρακτηριστικά. Ένα τυπικό πατσαράν έχει ελαφρύ κοκκινωπό χρώμα, είναι ελαφρώς γλυκό και η περιεκτικότητά του σε αλκοόλ κυμαίνεται από 25-30% κατ’ όγκο.
Νομοθετικά, η ποσότητα των αγριοδαμάσκηνων που χρησιμοποιείται για κάθε παρτίδα είναι συγκεκριμένη, ενώ δεν επιτρέπεται η προσθήκη τεχνητών χρωμάτων ή αρωμάτων.
Sambuca (Σαμπούκα)
Αν και υπάρχουν αρκετά ιταλικά λικέρ με τη χαρακτηριστική γεύση του γλυκάνισου, όπως ηanicione, το sassolino, η anisette και η mistra, η σαμπούκα είναι μακράν το πιο γνωστό ανισούχο ιταλικό ποτό εκτός Ιταλίας.
Η σαμπούκα είναι προϊόν απόσταξης. Η πρώτη συνταγή της χρονολογείται το 1851 από τον επιχειρηματία Luigi Manzi στην Ίσκια, την οποία τελειοποίησε ο Angelo Molinari το 1936 και συνέβαλε τα μέγιστα στο να γίνει γνωστή στην παγκόσμια αγορά των αλκοολούχων ποτών.
Σύμφωνα με την αρχική συνταγή, περιείχε αιθέρια έλαια προερχόμενα από την απόσταξη γλυκάνισου και μάραθου, που της προσέδιδαν το έντονο ανισούχο της άρωμα. Μετά την απόσταξη, συνέθλιβαν και πρόσθεταν στο αλκοόλ εκχυλίσματα ανθών κουφοξυλιάς, μάραθου, θυμαριού, μέντας κ.ά.
Έχει εξαιρετικά γλυκιά, βοτανική γεύση και η περιεκτικότητά της σε αλκοόλ κυμαίνεται από 38% ως 42% abv. Οι Ιταλοί συνηθίζουν να προσθέτουν μια μικρή δόση σαμπούκα στον εσπρέσο τους έπειτα από ένα απολαυστικό γεύμα. Κυρίως, όμως, το προτιμούν ως χωνευτικό στα ιταλικά εστιατόρια, όπου σερβίρεται με τρεις κόκκους καφέ, που συμβολίζουν την υγεία, την ευτυχία και την ευημερία.
Τσίπουρο (Tsipouro)
Ο αδιαμφισβήτητος πρόδρομος του ούζου. Το ελληνικό μπράντι υψηλού αλκοολικού βαθμού (έως 45% abv), που προέρχεται από την απόσταξη των στέμφυλων και άλλων υποπροϊόντων των σταφυλιών μετά την οινοποίηση.
Έχει πολλά κοινά στοιχεία με την ιταλική γκράπα και το γαλλικό marc, ωστόσο όλο και πιο συχνά το συναντάμε με γεύση γλυκάνισου –και όχι με τον καθαρό αρωματικό χαρακτήρα των σταφυλιών–, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και άλλα αρώματα, όπως γαρίφαλο, μάραθο ή μοσχοκάρυδο, ανάλογα με τη συνταγή του αρωματισμού.
Το τσίπουρο ξεκίνησε την πορεία του πιθανόν πριν από επτά περίπου αιώνες στα μοναστήριατου Αγίου Όρους, συνηθίζεται να είναι διπλής απόσταξης και να προστίθεται κάποιο αρωματικό βότανο, τις περισσότερες φορές γλυκάνισο. Οι πρώτες αναφορές στο αρωματισμένο με γλυκάνισο τσίπουρο ανάγονται στα τέλη του 19ου αιώνα, στην περιοχή του Τυρνάβου. Μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η παραγωγή του γινόταν αποκλειστικά «κατ’ οίκον», δεν υπήρχε δηλαδή μαζική βιομηχανική παραγωγή.
Το τσίπουρο σερβίρεται συνήθως σε μικρά ποτήρια και καταναλώνεται ή σκέτο ή, συχνά, με μεζέδες. Πολλές φορές προστίθεται στο ποτό νερό ή πάγος. Στα μοναστήρια του Αγίου Όρους συνηθίζεται να καλωσορίζουν τους επισκέπτες με ένα ποτηράκι τσίπουρο και ένα λουκούμι.
Unicum (Ούνικουμ)
Το μαύρης απόχρωσης λικέρ της Ουγγαρίας με έντονα τα βοτανικά αρώματα είναι μια συνταγή 40 διαφορετικών botanicals, αλλά το άρωμα του γλυκάνισου είναι σίγουρα αυτό που κυριαρχεί ανάμεσα στο μείγμα των άλλων μυστικών και αρκετά πικρών συστατικών.
Η ιστορία λέει ότι η συνταγή δημιουργήθηκε στην Ουγγαρία από την οικογένεια Zwack, ενώ θρυλείται ότι το 1790 ο δρ Zwack, γιατρός της αυτοκρατορικής Αυλής, πρόσφερε για πρώτη φορά μια γουλιά από το φυτικό χωνευτικό στον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’, ο οποίος, μόλις το δοκίμασε, αναφώνησε (στα γερμανικά): «Das ist ein Unikum!» («Αυτό είναι μοναδικό!»).
Η οικογένεια Zwack διέφυγε από τη χώρα κατά την περίοδο της σοβιετικής κυριαρχίας, καθώς η τότε κυβέρνηση έκανε κατάληψη του εργοστασίου τους και, ενώ οικογένεια ζούσε εξόριστη στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια στο Σικάγο, η παραγωγή και η διανομή του ούνικουμ συνεχίστηκε στην Ουγγαρία, με άλλη, όμως, συνταγή.
Μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, ο Péter Zwack επέστρεψε στην Ουγγαρία και επανέλαβε την παραγωγή της αρχικής συνταγής, ένα μαύρο ποτό με πηχτή και κολλώδη υφή, εξαιρετικά πικρό, με αλκοόλ 40% abv. Σήμερα κυκλοφορεί και σε μια πιο light εκδοχή, το Unocum Szliva, που είναι λιγότερο πικρό, περισσότερο φρουτώδες και με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ (34,5% abv).
Xtabentún (Ισταβεντούν)
Το ισταβεντούν είναι ένα λικέρ με σπόρους γλυκάνισου και μέλι που παρασκευάζεται στην περιοχή Γιουκατάν του Μεξικού. Το μέλι, από το νέκταρ των λουλουδιών xtabentún, υπόκειται σε ζύμωση και αναμειγνύεται με γλυκάνισο και ρούμι.
Αν και ως ισταβεντούν αναφέρεται μερικές φορές το ποτό «του αποσταγμένου μελιού», αυτό είναι εντελώς παραπλανητικό, καθώς η αλκοόλη του μελιού προέρχεται από ζύμωση και όχι από απόσταξη. Ωστόσο είναι αλκοολούχο ποτό, καθώς το ρούμι που προστίθεται είναι προϊόν απόσταξης.
Το ισταβεντούν μπορεί να έχει την προέλευσή του στο balché, ένα ποτό που παρήγαν οι Μάγια για τις τελετουργίες τους. Η έντονη γεύση του δεν άρεσε στους Ισπανούς κατακτητές, κι έτσι αφαίρεσαν τον φλοιό του δέντρου που προσέδιδε σε αυτό πικρή γεύση και πρόσθεσαν γλυκάνισο.
Η λέξη xtabentún σημαίνει «αμπέλια που φυτρώνουν στην πέτρα» στη γλώσσα των Μάγια.Αναφέρεται στο αμπέλι Turbina corymbosa, ένα φυτό του οποίου οι σπόροι περιέχουν εργίνη, μια ένωση με παραισθησιογόνες ιδιότητες. Από τα άνθη αυτού του φυτού οι μέλισσες αντλούν το νέκταρ για το μέλι που λειτουργεί ως ζυμώσιμο σακχαρούχο διάλυμα για το αρχικό αλκοολούχο προϊόν.
Υπάρχει όμως και ένας πολύ ρομαντικός θρύλος που λέει ότι Xtabay είναι το όνομα μιας γυναίκας των Μάγια που θάφτηκε κάτω από έναν βράχο, ο οποίος, την επόμενη μέρα του θανάτου της, ήταν καλυμμένος με όμορφα λευκά λουλούδια.
Το xtabentún είναι εξαιρετικά γλυκό, γι’ αυτό και η ανάμειξή του είναι απαραίτητη, καθώς είναι δύσκολο να το πιει κανείς σκέτο. Μπορεί να σερβιριστεί με καφέ, ενώ μια μεζούρα τεκίλα με ένα ίσο μέρος xtabentún δημιουργούν το ποτό που ονομάζεται «καφές των Μάγια».Επίσης, αν προσθέσεις στο xtabentún μισό λάιμ και πάγο μπορείς να απολαύσεις τη «μαργαρίτα των Μάγια».
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Νέος Πρόεδρος του ΣΕΟ ο Στέλλιος Μπουτάρης