Υπηρέτριες, οικιακές βοηθοί, ψυχοκόρες. Οι τόσο πολύτιμες, οι τόσο αόρατες. Χωρίς φωνή, απομονωμένες στα άδυτα του σπιτιού. Χωρίς συλλογική φωνή, αθέατες στα άδυτα της κοινωνίας. Χωρίς συμβάσεις εργασίας, χωρίς κατώτατους μισθούς, ανασφάλιστες, στο έλεος της προσφοράς και της ζήτησης και παλιότερα στο έλεος της φιλευσπλαχνίας.
Λένε πως, επί αιώνες, η κοινωνική θέση της γυναίκας ήταν ξεκάθαρη: ή είχε υπηρέτρια ή ήταν. Πικρή αλήθεια, όσο και η ιστορία εκατομμυρίων γυναικών που πολλές φορές αφιέρωναν την ίδια τους τη ζωή στη φροντίδα των άλλων, με μοναδικό αντάλλαγμα την επιβίωση.
Σε αυτή την ιστορία θα σταθούμε, στα καθ’ ημάς, στην Ελλάδα, όπου κάποτε οι υπηρέτριες λέγονταν και ψυχοκόρες.
Στο Περιθώριο της Ιστορίας
Ο ρόλος των οικιακών βοηθών υπήρξε περιθωριακός ακόμα και στην ιστορική έρευνα, στις κοινωνιολογικές μελέτες, στα αφηγήματα της κοινωνικής τους τάξης. Η εργασία των γυναικών, αλλά και των παιδιών, ήταν «άτυπη» ακόμη και στην επίσημη εργατική νομοθεσία έως τουλάχιστον τη δεκαετία των αρχών του ’70.
Και αν στα παλιότερα χρόνια ήταν οι σπαρακτικές ιστορίες τους που κάποιες φορές έφταναν στα πρωτοσέλιδα του Τύπου για να αφυπνίσουν και να προβληματίσουν, αργότερα ήταν η κοινωνιολογία της εργασίας, η κοινωνική ανθρωπολογία, οι σπουδές του φύλου, η πολιτική επιστήμη και οι σπουδές των μειονοτικών ομάδων που πρόσφεραν νέες οπτικές και εργαλεία στην έρευνα, που φώτισαν διαστάσεις της έμμισθης οικιακής εργασίας, προσφέροντας πλούσιο υλικό στην ιστοριογραφία, αλλά και όσους ψάχνουν τα νήματα που συνδέουν κοινωνικές πρακτικές και αντιλήψεις.
Στο Περιθώριο της Ιστορίας του Κινηματογράφου
Η φιγούρα της ψυχοκόρης ή υπηρέτριας στον ελληνικό κινηματογράφο βρίσκεται μεν στο περιθώριο της αφήγησης, αλλά είναι ταυτόχρονα και εμβληματική. Μια μορφή απαραίτητη για τη γείωση της ιστορίας, την καθημερινότητα των ηρώων του σπιτιού, αλλά και ένας ρόλος που εξελίσσει την πλοκή, φωτίζει αλλιώς τους ήρωες και τις πράξεις τους.
Στον ρόλο της υπηρέτριας παρήλασαν σπουδαίες ηθοποιοί, σε δεύτερους ρόλους που έγραψαν κυριολεκτικά ιστορία στον κινηματογράφο και στη μνήμη μας. Επιπόλαιες, καπάτσες, αφελείς, αυθεντικές, αδικημένες, αλλά και τραγικές φιγούρες, όπως η Ελένη Ζαφειρίου, η Κατερίνα στο «Τελευταίο Ψέμα», που χάνει τη ζωή της εξαιτίας των κυριών του σπιτιού, μάνας και κόρης (Αθηνά Μιχαηλίδου και Έλλη Λαμπέτη). Στην ταινία, μέσα από τις χαραμάδες της αφήγησης, αντικρίζουμε την απόλυτη ένδεια των ανθρώπων που αποτελούν τα «χέρια» μιας Ελλάδας που πασχίζει να σταθεί στα πόδια της, αλλά και την υποκρισία μιας υποτιθέμενης αστικής τάξης που, στην πραγματικότητα, παρασιτεί.
Στις περισσότερες ταινίες, ωστόσο, κερδίζει ο χαρακτήρας της επιπόλαιης, της αφελούς, εκείνης επίσης που, ό,τι κι αν κάνει, ακόμα κι αν φορέσει τα ρούχα της κυρίας της, ακόμα κι αν την αναγκάσουν να την υποδυθεί, όπως η Μαρία Κωνσταντάρου, η Ασημίνα στην ταινία «Αχ! Αυτή η Γυναίκα μου», ποτέ δεν θα καταφέρει να μας πείσει ως «κυρία», πάντα θα της λείπουν οι τρόποι, ο ενδεδειγμένος λόγος, η καλλιέργεια, ακόμα και η ομορφιά. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη!
Όμως, η πραγματικότητα των υπηρετριών στα σπίτια της εποχής μάλλον δεν έμοιαζε και πολύ με αυτή στην οθόνη.
Συνήθως, τα μικρά αυτά κορίτσια συμμετέχουν στις οικιακές δουλειές όχι ως εργαζόμενες αλλά ως ψυχοκόρες, μέσω μιας άτυπης υιοθεσίας, που, για τις κυρίες τους, αποτελούσε και μια εγγύηση για τη φροντίδα των γηρατειών τους.
Σε Έναν Κόσμο που Αλλάζει
Από τα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει η μεγάλη μετανάστευση από τις αγροτικές περιοχές στα μεγάλα αστικά κέντρα των γυναικών που προορίζονταν ως οικιακοί βοηθοί. Το κίνητρο ήταν –τι άλλο;– η επιβίωση, η δική τους και πολλές φορές της οικογένειας που άφηναν πίσω, στην οποία πήγαινε ενίοτε απευθείας η πενιχρή τους αποζημίωση. Αλλά και η δημιουργία μιας μικρής προίκας, ώστε να καταφέρουν κάποτε να «αποκατασταθούν». Στα αστικά σπίτια, από την άλλη, η οικιακή βοηθός πρόσφερε, εκτός από τις υπηρεσίες της, και αίγλη, ήταν ένα σημάδι κοινωνικής ανέλιξης.
Οι ιδιωτικοί και δημόσιοι θεσμοί αντιμετώπιζαν την έμμισθη οικιακή εργασία και ως προνοιακή πολιτική. Οργανώσεις όπως η Near East Relief και το Πατριωτικό Ίδρυμα, που είχαν αναλάβει την αποκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού, μεριμνούσαν ώστε οι γυναίκες και τα παιδιά να τοποθετηθούν ως οικιακές εργάτριες. Το Πατριωτικό Ίδρυμα, μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου έστελνε πολύ φτωχά παιδιά ως υπηρέτριες χωρίς μισθό.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 1928 η πλειονότητα των οικιακών βοηθών είναι 10-19 ετών. Πιθανόν, όμως, να άγγιζαν ακόμα μικρότερες ηλικίες, καθώς τότε είχε ήδη απαγορευτεί η εργασία για παιδιά κάτω των 14, ενώ οι στατιστικές δεν κατέγραφαν εργαζόμενες κάτω των 10 ετών.
Η πολύ μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας αυτή την περίοδο (από το 1920 έως το 1928 κατά 77%) δεν οφείλεται μόνο στους πρόσφυγες αλλά και την εσωτερική μετανάστευση. Οι υπηρέτριες, συνήθως 14-15 χρόνων, έρχονταν κυρίως από τα νησιά των Κυκλάδων.
Οι γυναίκες της Φολεγάνδρου –τι ειρωνεία (!), ενός από τους τουριστικούς παραδείσους σήμερα της χώρας μας– πήγαν στην πλειονότητά τους υπηρέτριες, όπως και οι μητέρες τους τα προηγούμενα χρόνια και οι κόρες τους τα επόμενα, μια τάση που συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του ’70. Αυτές ήταν σε καλύτερη µοίρα από τις ψυχοκόρες, συνήθως τις συνόδευαν οι µητέρες τους και στην πόλη είχαν ένα δίχτυ ασφαλείας, ανθρώπους της κοινότητάς τους, ένα αποκούµπι στα δύσκολα.
Παράλληλα, την περίοδο αυτή, αυξάνονται και οι γυναίκες εργάτριες. Το 1920, το ποσοστό του γυναικείου εργατικού δυναμικού στην οικιακή εργασία είναι 27% ενώ το 1928 μειώνεται στο 21%, καθώς οι νέες γυναίκες απορροφούνται ως εργάτριες από τα εργοστάσια. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, εκείνη τη χρονιά η πλειονότητα των οικιακών βοηθών είναι 10-19 ετών. Πιθανόν, όμως, να άγγιζαν ακόμα μικρότερες ηλικίες, καθώς τότε έχει ήδη απαγορευτεί η εργασία για παιδιά κάτω των 14, ενώ οι στατιστικές δεν καταγράφουν εργαζόμενες κάτω των 10 ετών.
Απουσία Νόμου Επαγρυπνούν οι Φεμινίστριες της Εποχής
Όταν απαγορεύτηκε αρχικά η παιδική εργασία, το 1912, ο νόμος δεν συμπεριλάμβανε και την οικιακή παιδική εργασία, καθώς θεωρούνταν ότι το παιδί βρισκόταν υπό την προστασία μιας οικογένειας – υπό συνθήκες που μάλλον δεν ενδιέφεραν κανέναν. Την περίοδο του Μεσοπολέµου εµφανίστηκαν και µεσιτικά γραφεία που προωθούσαν την έμμισθη οικιακή εργασία, ωστόσο οι φεµινίστριες της εποχής, µε πρωτοπόρο τη Μαρία Σβώλου, είχαν καταγγείλει ότι ουσιαστικά επρόκειτο για προκάλυµµα πορνείας, διεκδικώντας να λειτουργούν τα γραφεία από µορφωµένες γυναίκες του κινήµατος.
Τα μικρά κορίτσια που αναγκάζονταν να πάρουν τον δρόμο της «ξενιτιάς» στην πόλη και στο ξένο σπίτι κατανοούσαν την ανάγκη της οικογένειάς τους, ήξεραν από τα γεννοφάσκια τους ότι ήταν ο αδύναμος κρίκος της οικογένειας, ωστόσο υπέφεραν από συναισθήματα απόρριψης και αποξένωσης.
Aπόλυτη Εξουσία
Τα μικρά κορίτσια που πήγαιναν σε μια οικογένεια ως ψυχοκόρες, μέσω μιας άτυπης υιοθεσίας, αποτελούσαν, εκτός από πολύ φτηνό εργατικό δυναμικό, και μια εγγύηση για τη φροντίδα των γηρατειών των εργοδοτών τους. Τα κορίτσια ζούσαν με την ελπίδα ότι θα τις προικίσουν, δηλαδή ότι θα τους εξασφάλιζαν τα χρήματα για τα απαραίτητα που θα χρειαζόταν στο μέλλον το σπιτικό τους, ωστόσο αυτό δεν συνέβαινε πάντα, καθώς τίποτα δεν εγγυόνταν την αμοιβή τους.
Οι ψυχοκόρες –αλλά και οι υπηρέτριες– εξαρτώνταν αποκλειστικά από τη φιλευσπλαχνία των εργοδοτών τους, οι οποίοι ασκούσαν πλήρη έλεγχο στη ζωή τους 24 ώρες το 24ωρο καθημερινά. Η εξουσία πάνω τους ήταν απόλυτη. Τις εξόντωναν με ατελείωστες δουλειές, τις παρενοχλούσαν ή κακοποιούσαν σεξουαλικά, τους ασκούσαν βία, τους ανέθεταν εργασίες πολύ πάνω από τις δυνάμεις τους. Ήταν τυχερές όταν είχαν το δικό τους δωμάτιο, έστω εκείνα τα μικρά, που τώρα γίνονται αποθήκες στα παλιά μικροαστικά διαμερίσματα, και ακόμα πιο τυχερές όταν κοιμούνταν σε κρεβάτι και όχι στο πάτωμα.
Από τη σχέση αυτή, στο ξένο σπίτι, δεν διαμορφώνονταν μόνο ο κόσμος των φτωχών κοριτσιών αλλά και των εργοδοτριών τους, που επίσης εκείνη την εποχή έψαχναν να δημιουργήσουν μια γυναικεία ταυτότητα και να ξεπεράσουν τα σύνορα του ιδιωτικού κόσμου τους, κυριαρχώντας πρώτα σε αυτόν.
Τα κορίτσια, από την άλλη, απλώς επιβίωναν μέσα σε μια ρευστή πραγματικότητα, που τις ήθελε άλλοτε ψυχοκόρες, δηλαδή μέλη της οικογένειας –έστω με χαλαρή σύνδεση– και άλλοτε υπηρέτριες, συμβιβασμένες με το status quo που όριζε η οικογένεια, μην αναγνωρίζοντας πολλές φορές στον εαυτό τους το προνόμιο της γνώσης πως επρόκειτο για μέλη της εργατικής τάξης, η οποία είχε –έστω λίγα– δικαιώματα. Η μαρτυρία που ακολουθεί είναι χαρακτηριστική:
«Ήμασταν εννέα άτομα στο σπίτι της οικογένειάς μου (τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια, η μητέρα και ο πατέρας). Λίγα άγονα χωράφια και λίγα ζώα που φρόντιζαν τα μεγαλύτερα παιδιά, αυτή ήταν η μόνη μας περιουσία. Γεννήθηκα το 1929 και το 1938 (σε ηλικία εννέα ετών) με πήγαν στην Άρτα ως υπηρέτρια, σε έναν γαιοκτήμονα, που είχε ελιές και εσπεριδοειδή… Η μητέρα μου κανόνισε να δουλεύω εκεί για 25 δραχμές το μήνα, αλλά ο πατέρας μου τους είπε να μη μου δώσουν χρήματα στο χέρι, αλλά να τα φυλάξουν. Έτσι, στα τέσσερα χρόνια που έμεινα, δεν πήρα “δεκάρα” στα χέρια μου, ας πούμε…»*.
[* «Family Strategies, Work, and Welfare Policies toward Waged Domestic Labor in Twentieth-Century Greece» (Konstantina Bada and Pothiti Hantzaroula, Journal of Modern Greek Studies, 2017, σελ. 17-41). Το απόσπασμα στο άρθρο παραπέμπει στο Τζουμερκιώτικα Λαογραφικά του Δημητρίου Παππά (Δήμος Αγναντών Άρτας, 2008)]
Οι Ψυχοκόρες Αποκτούν Όνομα
Η τραγική ιστορία ενός 12χρονου κοριτσιού που πήγε το 1953 ως ψυχοκόρη σε ένα σπίτι στον Πειραιά βοήθησε ώστε να αφυπνιστεί ο κόσμος που αδιαφορούσε για τις συνθήκες ζωής αυτών των παιδιών. Η Σπυριδούλα, κόρη μιας φτωχής οικογένειας από τη Ματαράγκα Αιτωλοακαρνανίας, υπέφερε τα πάντα στο σπίτι του ζεύγους Βεϊζαδέ. Οι εργοδότες της, που είχαν συστηθεί ως τραπεζικοί υπάλληλοι, είχαν υποσχεθεί στους γονείς της ότι θα την προσέχουν και εκείνοι την ξεπροβόδισαν με αυτή την ελπίδα.
Αναλάμβανε όλη τη λάτρα του σπιτιού, χωρίς ξεκούραση, υποσιτισμένη, φορώντας κουρέλια, καταπονημένη από εκδηλώσεις ψυχολογικής και σωματικής βίας. Τον Ιούλιο του 1955, ο Γιώργος Βεϊζαδές, που στην πραγματικότητα ήταν ιδιοκτήτης μπαρ στην Τρούμπα και είχε καταδικαστεί για τοκογλυφία, διαπίστωσε πως του έλειπαν 50 δολάρια. Υποψιάστηκε ότι τα έκλεψε η Σπυριδούλα η οποία, βέβαια, το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Οι Βεϊζαδέ άρχισαν να την χτυπούν και, για να τη φοβίσουν, την έκλεισαν όλη τη νύχτα στο φωταγωγό. Αλλά αυτά δεν ήταν αρκετά…
Το άλλο πρωί, την έγδυσαν και την έδεσαν ανάσκελα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και άρχισαν να την καίνε με το σίδερο, ακόμα και στο πρόσωπο. Τη βασάνιζαν επί ώρες, με διαλείμματα, όταν εκείνη λιποθυμούσε από τους πόνους. Όταν αργότερα είδαν πως ψηνόταν στον πυρετό, αποφάσισαν να την πάνε στο νοσοκομείο.
Η Σπυριδούλα, στην αρχή, υπό τον φόβο των απειλών τους, είπε πως έπεσε πάνω της καυτό νερό, ωστόσο μπόρεσε στη συνέχεια να αποκαλύψει τις φρικτές τους πράξεις. Τα εγκαύματα κάλυπταν το 60-65% του σώματός της…
Το ζευγάρι προφυλακίστηκε, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων πήραν φωτιά, η οργή του κόσμου ήταν μεγάλη. Στη δίκη των Βεϊζαδέ, τον Ιανουάριο του 1956 στο Κακουργιοδικείο Λαμίας, οι αρχές έλαβαν αυξημένα μέτρα για την προστασία τους, καθώς το πλήθος του κόσμου έξω από το δικαστήριο απειλούσε να τους λιντσάρει. Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 5 ετών και ο Γιώργος Βεϊζαδές σε 4,5 χρόνια, καθώς του αναγνώρισαν το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας (!), ενώ τους επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο 20.000 δραχμών.
Η ιστορία της Σπυριδούλας προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση. Ο κόσμος προσφέρθηκε να τη βοηθήσει με κάθε τρόπο, οι γιατροί αναλάμβαναν δωρεάν την περίθαλψή της και τα αλλεπάλληλα χειρουργεία της, άλλοι πρόσφεραν χρήματα. Δέχτηκε προτάσεις να παίξει έως και στον κινηματογράφο, καθώς και προτάσεις γάμου.
Το 1977 βαφτίστηκε με το όνομά της το συγκρότημα του Παύλου Σιδηρόπουλου, η θρυλική Σπυριδούλα. Ο κιθαρίστας του συγκροτήματος, ο Βασίλης Σπυρόπουλος, είχε πει πως θεώρησαν «ανατρεπτικό πέντε μαντράχαλοι να έχουν ένα γυναικείο όνομα που δεν έχει σχέση με τη ροκ κουλτούρα. Σκεφτήκαμε ότι με αυτό τον τρόπο θα φέρναμε τη ροκ κουλτούρα στους δικούς μας μύθους. Γιατί για εμάς η Σπυριδούλα ήταν ένας αστικός μύθος».
Και, όπως όλοι οι μύθοι, έκρυβε στην καρδιά του τόσο μεγάλη αλήθεια ώστε να διατρέχει τον χρόνο χωρίς να παλιώνει, ακονίζοντας πάντα τη μνήμη μας.
***
Για το άρθρο άντλησα στοιχεία από το βιβλίο «Σμιλεύοντας την Υποταγή – Οι Έμμισθες Οικιακές Εργάτριες στην Ελλάδα το Πρώτο Μισό του 20ού Αιώνα» της Ποθητής Χαντζαρούλα (Εκδόσεις Παπαζήση, 2012). Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
«Πώς παράγεται η ταξική υποτέλεια; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο, ξετυλίγοντας το νήμα της έμμισθης οικιακής εργασίας στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και εξετάζοντάς τη μέσα από το πρίσμα της σχέσης εργοδότριας και οικιακής εργάτριας. Πρόκειται για μια ιστορία της οικιακής εργασίας, η οποία θέτει στο επίκεντρο τη φωνή και τις αφηγήσεις των οικιακών εργατριών και επομένως είναι μια ιστορία η οποία θα ειπωθεί από τη δική τους οπτική γωνία. Η μελέτη χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία της προφορικής ιστορίας και βασίζεται σε συνεντεύξεις με εσωτερικές μετανάστριες από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας και πρόσφυγες.
Το βιβλίο έρχεται αντιμέτωπο με τη σιωπή – τη σιωπή της ιστοριογραφίας για την οικιακή εργασία αλλά και των ίδιων των υποκειμένων που είχαν αυτή την εμπειρία».
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ.
Lexicon: Το Γλωσσάρι της Έμφυλης Ισότητας | Ηδονή
Δανάη Λιοδάκη: «Το #MeToo Ήταν Κίνημα, όχι Μόδα»
Υπόθεση DATAWO: Προστασία Δικαιωμάτων Γυναικών και Θηλυκοτήτων στο Διαδίκτυο