Η εξαγορά του Twitter από τον Elon Musk, σε συνδυασμό με τις δημόσιες δηλώσεις του –μέσω Twitter φυσικά– υπέρ μιας μινιμαλιστικής προσέγγισης στον έλεγχο περιεχομένου των social media έχει επαναφέρει στο προσκήνιο θεμελιώδη ερωτήματα για την αξία και τα όρια της ελευθερίας του λόγου.
Ο Musk προκαλεί τους αντιπάλους του με μια απλή ερώτηση: μα πώς μπορούν πια να είναι ενάντια στην ελευθερία του λόγου; Μήπως είναι και κατά της ζεστής σοκολάτας, των xριστουγεννιάτικων γιορτών και των κουταβιών του YouTube;
Η δική του προσέγγιση είναι εξίσου απλή. Ο Musk πιστεύει ότι οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι πλατφόρμες στους χρήστες τους θα πρέπει να κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα με τους περιορισμούς που θέτει ο νόμος στους πολίτες. Το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών απαγορεύει σχεδόν ολοκληρωτικά τις κρατικές παρεμβάσεις στην ελευθερία του λόγου. Η άποψη ότι οι πλατφόρμες θα έπρεπε να περιορίζουν τους χρήστες τους στον ίδιο βαθμό που το κράτος περιορίζει τους πολίτες του έχει κατατάξει τον Musk στο πλευρό των «απολυταρχικών του λόγου», αυτών δηλαδή που πιστεύουν ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να περιορίζεται σχεδόν ποτέ και σχεδόν καθόλου.
Ο Musk σφάλλει σε δύο επίπεδα. Πρώτον, το ερώτημα που θέτει είναι παραπλανητικά απλοϊκό. Η ελευθερία του λόγου δεν είναι πάντα επιθυμητή, ούτε οι διάφορες εκφάνσεις της ισάξιες. Δεύτερον, η απάντησή του εξισώνει εσφαλμένα τους περιορισμούς στη λογοκριτική ισχύ του κράτους με αυτούς που μπορεί να επιβάλλει μια ιδιωτική εταιρεία που ανήκει σε μια ανταγωνιστική αγορά.
Πίσω από το ερώτημα του Musk κρύβεται μια καθόλου αυτονόητη υπόθεση: ότι η ελευθερία του λόγου έχει σε κάθε περίπτωση ηθική προτεραιότητα. Στην πραγματικότητα, αποδεχόμαστε άπειρους περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση. Πολλοί είναι περιστασιακοί: απαγορεύουν δηλαδή τον λόγο σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο ανεξάρτητα από το περιεχόμενο, όπως π.χ. τη διακοπή μιας συνεδρίας της Βουλής από διαδηλωτές ή μιας ταινίας από φλύαρους θαμώνες. Άλλοι είναι καθολικοί: απαγορεύουν δηλαδή την έκφραση κάποιον ιδεών στη δημόσια σφαίρα λόγω του περιεχομένου τους. Εδώ ανήκουν οι ρατσιστικές πεποιθήσεις, οι εκφράσεις μίσους και οι ναζιστικές ιδεολογίες.
Αν η ελευθερία του λόγου δεν είναι απόλυτη, τότε πώς μπορούμε να ξέρουμε πότε περιορίζεται σωστά και πότε όχι; Η απάντηση έχει να κάνει με ποιες αξίες και δικαιώματα εμπλέκονται σε κάθε περίπτωση και ποιος είναι ο θεσμός που τα περιορίζει.
Η αποδοχή περιορισμών έχει να κάνει με την αναγνώριση ότι η ελευθερία του λόγου δεν είναι απόλυτη, αλλά ένα ακόμα δικαίωμα μεταξύ άλλων που οφείλει να προστατεύσει το κράτος. Όταν αυτή έρχεται σε σύγκρουση με άλλα δικαιώματα των πολιτών, συχνά και αναγκαστικά περιορίζεται.
Αν η ελευθερία του λόγου δεν είναι απόλυτη, τότε πώς μπορούμε να ξέρουμε πότε περιορίζεται σωστά και πότε όχι; Η απάντηση έχει να κάνει με ποιες αξίες και δικαιώματα εμπλέκονται σε κάθε περίπτωση και ποιος είναι ο θεσμός που τα περιορίζει.
H αξία της ελεύθερης έκφρασης δεν είναι αυτονόητη και ισάξια σε όλες τις μορφές της, αλλά εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο προωθεί βαθύτερες αξίες αυτοπραγμάτωσης, κοινωνικότητας και δημοκρατίας.
Η κατανόηση ότι η αξία του λόγου πηγάζει από τον ζωτικό ρόλο που παίζει στη σύσταση της ανθρώπινης συνείδησης, της κοινωνίας, και της δημοκρατίας μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε μια πρώτη κατάταξη διάφορων μορφών έκφρασης ανάλογα με το πόσο προωθούν αυτούς τους βαθύτερους σκοπούς.
Η δυνατότητα ελεύθερης πολιτικής κριτικής στη δημόσια σφαίρα έχει μεγαλύτερη αξία από το να κουτσομπολεύει κανείς ελεύθερα τους γείτονές του· η δυνατότητα να εκδώσει κανείς μια ποιητική συλλογή χωρίς λογοκρισία είναι πιο σημαντική από την ελευθερία να μουτζουρώσει ελεύθερα έναν τοίχο. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα δεύτερα παραδείγματα είναι εντελώς ασήμαντα και ότι μπορούν να αγνοηθούν χωρίς λόγο.
Σημαίνει ότι ο πήχης που αφορά τον περιορισμό τους είναι χαμηλότερος: οι σύγχρονες κοινωνίες συχνά περιορίζουν τι μπορεί να ειπωθεί δημοσίως από έναν πολίτη για έναν άλλο μέσω νόμων κατά της συκοφαντικής δυσφήμησης και απαγορεύουν τα γκράφιτι σε δημόσιους χώρους χωρίς να τίθεται θέμα κατάλυσης της ελευθερίας του λόγου – εν μέρει γιατί ο λόγος για τον οποίο περιορίζεται είναι μικρής αξίας.
Από τη μία λοιπόν η αξία της ελεύθερης έκφρασης δεν είναι αυτονόητη και ισάξια σε όλες τις μορφές της, αλλά εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο προωθεί βαθύτερες αξίες αυτοπραγμάτωσης, κοινωνικότητας και δημοκρατίας. Από την άλλη, οι λόγοι για τους οποίους μπορούμε να περιορίσουμε τον ελεύθερο λόγο ποικίλλουν.
Στην περιστασιακή μορφή τους έχουν να κάνουν με την ομαλή κοινωνική λειτουργία: π.χ. επιβάλλουμε την ησυχία στην τάξη και στο σινεμά για να εξασφαλίσουμε ότι το μάθημα και η προβολή μιας ταινίας θα πετύχουν τον σκοπό τους. Στην κανονιστική τους μορφή εμπεριέχουν δικαιώματα ή αξιώσεις πιο σημαντικές από την ελευθερία του λόγου: π.χ. το δικαίωμα να ζει κανείς ελεύθερος και απρόσβλητος από την έκφραση μίσους και ρατσισμού από τρίτους.
Στις δημοκρατικές κοινωνίες υπάρχει ακόμα ένας σημαντικός λόγος ρύθμισης της υγείας του δημόσιου λόγου: οι πολίτες πρέπει να ξέρουν τι συμβαίνει και γιατί συμβαίνει, καθώς και πώς εμπλέκονται με τα γεγονότα οι πολιτικοί τους αντιπρόσωποι, ώστε να μπορέσουν να εξασκήσουν σωστά το πολιτικό τους καθήκον. Σε ένα αποπροσανατολισμένο γνωστικό περιβάλλον όπου κυριαρχεί η παραπληροφόρηση, η δημοκρατία χάνει το νόημά της και καταλήγει πρώτα στην οχλαγωγία και εν τέλει στον απολυταρχισμό.
Η ύπαρξη σημαντικών επιχειρημάτων για την προστασία του λόγου από τη μία, αλλά και για τον περιορισμό αυτής της ελευθερίας στο όνομα άλλων αξιών, από την άλλη, σημαίνει ότι ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος πρέπει να διατηρήσει μια πολύ λεπτή ισορροπία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η συζήτηση γίνεται σε μεγάλο βαθμό μέσω αναφοράς στην Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος, η οποία δηλώνει ότι «Το Κογκρέσο δεν θα περάσει κανένα νόμο… που περικόπτει την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου».
Οι εταιρείες που ελέγχουν τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όμως δεν είναι το κράτος. Δεν είναι παντοδύναμες, εμπίπτουν στη ρυθμιστική σφαίρα του ίδιου του κράτους.
Η απάντηση βρίσκεται στην αναγνώριση εκ μέρους των Αμερικανών νομοθετών του ιδιαίτερου χαρακτήρα του κράτους ως σχεδόν παντοδύναμου νομοθετικού μονοπωλίου. Ακριβώς επειδή το κράτος έχει τόσο μεγάλη ισχύ, ο κίνδυνος, αν πέσει στα λάθος χέρια, να χρησιμοποιηθεί για την κατάλυση τις ισότητας και της ελευθερίας είναι μεγάλος. Και επειδή ο έλεγχος του λόγου είναι βασικός για τον ευρύτερο έλεγχο του πολίτη και για τη διατήρηση της κρατικής εξουσίας, η δύναμη να νομοθετεί τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται να ειπωθεί είναι από τα ισχυρότερα και πιο επικίνδυνα όπλα που διαθέτει ένα κράτος.
Αναγνωρίζοντας αυτό τον κίνδυνο, οι νομοθέτες του αμερικανικού Συντάγματος περιόρισαν σημαντικά την ικανότητα του κράτους να ρυθμίζει την έκφραση. Θυσιάζοντας τη δυνατότητα τακτικής παρέμβασης υπέρ άλλων αξιών, όπως η προστασία των μειονοτήτων από το μίσος και η διαφύλαξη της υγείας του δημόσιου λόγου, αγόρασαν μια «πολιτική ασφάλειας» ενάντια στην κατάχρηση της κρατικής εξουσίας από διεφθαρμένους ηγέτες για να σωπάσουν πολιτικούς τους αντιπάλους ή να παραπλανήσουν το κοινό, καταλύοντας έτσι τη δημοκρατία.
Οι εταιρείες που ελέγχουν τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όμως δεν είναι το κράτος. Δεν είναι παντοδύναμες, εμπίπτουν στη ρυθμιστική σφαίρα του ίδιου του κράτους. Δεν έχουν ρυθμιστικό μονοπώλιο: αν κάποιος χρήστης είναι ενάντια τους κανόνες κάποιας πλατφόρμας, μπορεί να πάει σε κάποια άλλη με λιγότερους περιορισμούς, όπως το Gab, το Parler και, πιο πρόσφατα, το Truth Social. Οι λόγοι για τους οποίους είμαστε επιφυλακτικοί με τη δυνατότητα του κράτους να ρυθμίζει την ελευθερία της έκφρασης δεν ισχύουν με τον ίδιο τρόπο για τις πλατφόρμες.
Ο Musk, λοιπόν, κάνει λάθος. Υπάρχουν αρκετοί καλοί λόγοι για να περιορίζουμε την παντελώς ελεύθερη έκφραση, και οι πλατφόρμες είναι με μία έννοια σε ευνοϊκότερη θέση να το κάνουν απ’ ό,τι το κράτος. (Το αν θα έπρεπε οι πλατφόρμες και οι κανόνες που τις διέπουν να ελέγχονται σε τέτοιο βαθμό από λιγοστούς πλούσιους άντρες είναι ένα άλλο ερώτημα.)
Πόσο παραπάνω λοιπόν μπορούν και οφείλουν να ρυθμίζουν το περιεχόμενό τους οι πλατφόρμες σε σχέση με το τι προβλέπει ο (αμερικανικός) νόμος; Η πλήρης απάντηση εξαρτάται πάντα από την περίσταση, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον τρεις γενικοί κανόνες:
Πρώτον, οι πλατφόρμες οφείλουν να διαφυλάσσουν την ασφάλεια των χρηστών τους. Η διαφύλαξη της ασφάλειας του χρήστη χρειάζεται ποικιλία ρυθμίσεων, από κανόνες ενάντια στο μπούλινγκ και στην υποκίνηση βίας μέχρι την προστασία από επιθέσεις που στοχεύουν στην υποκλοπή προσωπικών δεδομένων.
Δεύτερον, οι πλατφόρμες οφείλουν να διατηρούν μια ισορροπία ως προς την εμβέλεια των διαφορετικών απόψεων σε σχέση με τη βαρύτητα που έχουν αυτές οι απόψεις εκτός πλατφόρμας. Δηλαδή, δεν επιτρέπεται τα ίδια τα εργαλεία που παρέχει μια πλατφόρμα να χρησιμοποιούνται για τη διαστρέβλωση της δημοτικότητας μιας γνώμης, μέσω π.χ. της χρήσης bot (διαδικτυακών ρομπότ) για την αναπαραγωγή της.
Τρίτον, οι πλατφόρμες πρέπει όσο μπορούν (με βοήθεια από την ευρύτερη κοινωνία, δεδομένου το πόσο δύσκολο είναι το εγχείρημα) να διατηρούν μια ασπίδα κατά της παραπληροφόρησης, ιδιαίτερα της οργανωμένης παραπληροφόρησης.
Το τελευταίο επιχείρημα είναι και το πιο αμφιλεγόμενο. Η προσπάθεια να περιοριστεί η παραπληροφόρηση, έστω και η οργανωμένη, θεωρείται συχνά αδύνατη χωρίς τον περιορισμό αυθεντικών φωνών που εμμένουν να διαδίδουν αναλήθειες. Ο στόχος όμως δεν είναι να εξαλειφθεί η παραπληροφόρηση από το διαδίκτυο: αυτό δεν θα ήταν εφικτό, και ενδεχομένως ούτε καν επιθυμητό. Το νόημα είναι να διατηρηθεί η δυνατότητα κάθε πολίτη να έχει πρόσβαση σε ποιοτική ενημέρωση, ακόμα και αν ο/η ίδιος/α τείνει προς την παραπληροφόρηση.
Παρά το κόστος για τις πλατφόρμες, το φλερτ με τον πατερναλισμό και τον κίνδυνο υπεραστυνόμευσης του λόγου απλών πολιτών, το εγχείρημα είναι απαραίτητο για τη διαφύλαξη των βασικών προϋποθέσεων της δημοκρατίας.
Η Άρτεμις Σίφορντ είναι μάνατζερ πολιτικής ασφάλειας στο Μeta και διδάκτωρ Νομικής και Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Οι απόψεις που εκφράζει στο άρθρο είναι καθαρά προσωπικές.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Ποια Είναι η Αλήθεια του Elon Musk;