Μου άρεσε από παλιά το κρασί, αλλά ποτέ δεν ήμουν επιλεκτικός, καθώς δεν ήξερα από ποικιλίες, μικροκλίματα, τανίνες, αρώματα, χρονιές, πόσο μάλλον τι εννοούμε όταν λέμε κάθετη δοκιμή. Όμως ήταν γραφτό να ασχοληθώ λίγο παραπάνω με το κρασί, και ειδικά με το Ξινόμαυρο, και αυτή η ασχολία έφτασε να γίνει το χόμπι μου. Βέβαια, μάλλον έπαιξε μεγάλο ρόλο και η καλή παρέα με την οποία «έμπλεξα», όπως και οι πολύ καλές χρονιές που φιλοξενούσαν στα ράφια τους οι κάβες.
Όταν αρχίσαμε να δοκιμάζουμε και να ψάχνουμε τι μας αρέσει, η ποικιλία που μου «μίλησε» ήταν το Ξινόμαυρο.
Από τότε άρχισα κάθε χρόνο να αγοράζω και να κρατάω κάποιες φιάλες, με το όνειρο κάποια στιγμή να πραγματοποιήσω μια κάθετη δοκιμή.
Σε μια από τις επισκέψεις μου στο Oινοποιείο Τάτση είχα τη χαρά να πάρω μέρος σε μια κάθετη δοκιμή Γουμένισσας, από όπου έφυγα εντυπωσιασμένος. Σκεφτόμουν πόσο υπομονή πρέπει να έχεις για να περιμένεις να ολοκληρώσεις κάτι τέτοιο, μια κάθετη δοκιμή. Η ιδέα, όμως, ρίζωσε μέσα μου κι έμενε να περάσει ο χρόνος για να την υλοποιήσω.
Το επόμενο κομμάτι του παζλ συμπληρώθηκε στην προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, στην αγαπημένη εκδήλωση «Βοροινά». Η δίψα για Ξινόμαυρο με έκανε να πλησιάσω το περίπτερο ενός οινοποιείου που δεν γνώριζα. Ήταν το κτήμα Φουντή. Εκεί είχα τη χαρά να γνωρίσω τον κύριο Νίκο, ο οποίος μου εξήγησε ότι θα έπρεπε να περιμένω λίγο προκειμένου το κρασί να «αναπνεύσει», καθώς εκείνη την ώρα μπορούσε να προσφέρει για δοκιμή μόνο παλιές χρονιές. Επανήλθα λίγο αργότερα και για ακόμα μία φορά η υπομονή αποδείχθηκε αρετή.
Αυτό ήταν. Από τότε άρχισα κάθε χρόνο να αγοράζω και να κρατάω κάποιες φιάλες, με το όνειρο κάποια στιγμή να πραγματοποιήσω μια κάθετη δοκιμή. Τα χρόνια πέρασαν, η παρέα των xinomavristas μεγάλωσε, ο στόχος συνέχισε να υπάρχει και κάπως έτσι φτάσαμε να διοργανώσω μια κάθετη δοκιμή του Κτήματος Φουντή.
Οι φιάλες υπήρχαν, οι xinomavristas ήταν ετοιμοπόλεμοι και τα δύο μέλη του μικρού μας σκληροπυρηνικού club, ο Ανέστης Χαϊτίδης και ο Νίκος Νυφούδης, ιδιοκτήτες της κάβας The WineHouse, προσφέρθηκαν να μας φιλοξενήσουν με τον δικό τους, μοναδικό τρόπο.
Σε μια κάθετη δοκιμή μπορείς να δεις πόσο διαφορετικό είναι ένα κρασί από χρονιά σε χρονιά, αλλά και πόσο αλλάζει στην πάροδο των ετών.
Έτσι, το μόνο που έμενε να ορίσουμε ήταν η μέρα και η ώρα. Κάτι που μερικές φορές αποδεικνύεται δύσκολο στην πράξη, όταν θέλεις να παρευρεθούν όλα τα μέλη – αλλά, ως γνωστόν, με καλή διάθεση όλα ξεπερνιούνται.
Εννέα ήταν οι χρονιές που θα δοκιμάζαμε: 1999, 2007, 2011, 2012, 2013, 2015, 2017, 2018, 2019 – και ακόμα ψάχνω τι έγινε η φιάλη του 2016, που ήμουν σίγουρος πως είχα κρατημένη στην κάβα, όμως ευτυχώς οι συνδαιτημόνες έδειξαν κατανόηση.
Ο Ανέστης Χαϊτίδης έδωσε το σύνθημα να ανοίξουν οι φιάλες και η δοκιμή πήρε μπρος, με τον κλασικό τρόπο – από το πιο νέο στο πιο παλιό. Όταν έχεις να κάνεις με τόσα μπουκάλια, πάντα φοβάσαι μήπως έχει πάει κάτι στραβά με τους φελλούς. Ευτυχώς μόνο ένας μας δυσκόλεψε και μάλιστα νέος, αυτός του 2018.
Σε μια κάθετη δοκιμή μπορείς να δεις πόσο διαφορετικό είναι ένα κρασί από χρονιά σε χρονιά, αλλά και πόσο αλλάζει στην πάροδο των ετών. Αυτό μας βοήθησε να το κατανοήσουμε καλύτερα ο Χριστόφορος Γεωργιάδης, Ναουσαίος οινοποιός από το Oινοποιείο «Αργατιά» και πνευματικό τέκνο του Νίκου Φουντή. Όσο εμείς δοκιμάζαμε μια χρονιά, εκείνος μας εξηγούσε τι καιρό είχε τότε και πόσο αυτό επηρέασε την εξέλιξη του κρασιού σε βάθος χρόνου.
Πάμε τώρα και στην ουσία…
Το 2019 ήταν αρκετά φρέσκο και πολλά υποσχόμενο.
Το 2018 αποδείχτηκε στρογγυλό και ήρεμο.
Το 2017 με έκανε να σκεφτώ πόσες φιάλες έχω στην άκρη και πόσο κρίμα είναι που δεν έχω άλλες τόσες.
Το 2015 μας έδειξε σε ποιο βαθμό μπορεί να επηρεαστεί ένα κρασί από την κλιματική αλλαγή, τόσο διαφορετικό αλλά και τόσο καλό, με εξαιρετική μύτη.
Το 2013 επιβεβαίωσε πόσο μεγάλη χρονιά ήταν για τον ελληνικό αμπελώνα, με τις τανίνες του να είναι ακόμα αχαλίνωτες.
Το 2012 πήρε το βραβείο της ήρεμης δύναμης.
Το 2011 αποτέλεσε ένα μάθημα για μένα. Όταν αποθηκεύεις ένα κρασί για παλαίωση, πρέπει να φροντίζεις να γίνεται με ιδανικές συνθήκες, αλλιώς μπορεί να μην αποδώσει τα αναμενόμενα. Κάτι τέτοιο μας συνέβη, αφού δεν πήραμε αυτό που περιμέναμε από μια μεγάλη χρονιά για τη Νάουσα.
Ευτυχώς, οι δύο τελευταίες και οι παλιές χρονιές της δοκιμής στάθηκαν στο ύψος τους. Το 2007, τόσο ζωντανό, με αρώματα και τανίνες που ήρθαν να μας θυμίσουν για ποιο λόγο είμαστε λάτρεις του Ξινόμαυρου.
Από πολύ κοντά όμως και το 1999, που έδωσε άλλη διάσταση στη δοκιμή και μας έδειξε πως όταν η παλαίωση γίνεται κάτω από τις ιδανικές συνθήκες, ένα κρασί μένει τόσο ζωντανό που δεν θες να αδειάσει το ποτήρι.
Πραγματικά, ήταν μια υπέροχη βραδιά. Κάθε χρονιά διαφορετική, χρώμα, άρωμα, τανίνες, καθένας μας είχε τη προσωπική του προτίμηση, για τους δικούς του λόγους. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι το Κτήμα Φουντή στάθηκε η αιτία να αγαπήσω ακόμα περισσότερο το Ξινόμαυρο και τη Νάουσα.
Να έχουμε την υγειά μας και με τη βοήθεια του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελουργών, θα το ξανακάνουμε.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Η Επανάσταση του Ελληνικού Αμπελώνα