Αναρωτιόμασταν αν ο Jordan Peele, μετά το αριστουργηματικό Get Out, θα μπορούσε με τη δεύτερή του ταινία να ξεπεράσει τον πήχη που ο ίδιος είχε ήδη ανεβάσει στα ύψη, και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του διψασμένου για περισσότερα φανατικού κοινού του. Με μεγάλη χαρά, λοιπόν, σας ανακοινώνουμε ότι όχι μόνο ανταποκρίθηκε, αλλά τις ξεπέρασε κιόλας.
Στο Get Out καταπιανόταν με τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Στο Us, ωστόσο, δεν βρίσκεται στο επίκεντρο ο φυλετικός διαχωρισμός. Ο Peele επιλέγει να διεισδύσει σε ένα ζήτημα εξίσου επίκαιρο, που πονάει: στη μάχη ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες, αντανακλώντας έτσι την εικόνα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και δη της Αμερικής.
Ο Peele έχει παραδεχτεί ότι εμπνεύστηκε την ιστορία του από τις ταινίες του ’80 του Spielberg, όπου στο επίκεντρο ήταν πάντα μια λευκή οικογένεια. Και επειδή, όπως έχει δηλώσει, ποτέ δεν είχε δει μια αντίστοιχη ταινία με πρωταγωνίστρια μια μαύρη οικογένεια, το Us του έδωσε αυτή την ευκαιρία.
Μια ευκατάστατη, λοιπόν, μαύρη οικογένεια με τα δύο της παιδιά πάει για διακοπές στο παραθαλάσσιο εξοχικό της, όταν η μητέρα σε μια βόλτα της στην παραλία αναβιώνει ένα περιστατικό που είχε σημαδέψει την παιδική της ηλικία και για το οποίο κανείς δεν γνωρίζει τίποτα.
Τις ήρεμες διακοπές τους θα ταράξει η επίθεση που δέχονται από μια επίσης τετραμελή οικογένεια, με τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνους. Ίσως γιατί πάντα, στο τέλος, ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού μας είμαστε εμείς οι ίδιοι… Το σίγουρο πάντως είναι ότι τόσο η ταυτότητα, όσο και ο σκοπός της επίθεσης της “συμμορίας των τεσσάρων” δεν είναι αυτός που θα περίμενε κανείς.
Σε κάθε περίπτωση, το Us είναι μια ταινία που θα χρειαστεί να τη δει κανείς περισσότερες της μίας φοράς για να αντιληφθεί όλα τα κρυμμένα νοήματα, τις αλληγορίες και τις εσωτερικές συνδέσεις. Κι αυτό γιατί αφενός έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που “τρέχει” με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αφετέρου γιατί μπροστά μας ξετυλίγεται ένα πολύ πυκνό και καλογραμμένο σενάριο, φροντισμένο στη λεπτομέρεια. Στην ταινία τίποτα δεν εμφανίζεται τυχαία -τα περίφημα easter eggs (σ.σ. τα κρυμμένα σημάδια) πάνε κι έρχονται, με συνεχείς αναφορές στην 80’s ποπ κουλτούρα- κι αυτό το καταλαβαίνει κανείς στην πορεία, όταν συνδέσει όλα τα κομμάτια του παζλ.
Ο Peele επιλέγει να διεισδύσει σε ένα ζήτημα εξίσου επίκαιρο, που πονάει: στη μάχη ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες, αντανακλώντας έτσι την εικόνα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών και δη της Αμερικής.
Έχοντας γίνει μάρτυρας των twists and turns που σου προσφέρει ο Peele στο φινάλε, είναι παραπάνω από σίγουρο ότι μετά τη δεύτερη ανάγνωση ο θεατής θα έρθει αντιμέτωπος με μια… άλλη ταινία και θα καταλάβει όσα ενδεχομένως του είχαν μείνει ανεξήγητα. Όπως άλλωστε συνέβη και στο Get Out.
Έντονα προβληματισμένος για την κοινωνία του σήμερα, τις ανισότητες, τις αδικίες, την υπερίσχυση των πλούσιων και δυνατών έναντι των αδυνάτων και λιγότερο προνομιούχων, υπαινισσόμενος με σαφήνεια ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα καλοκουρδισμένο πιόνι μιας κρατικής μηχανής που εκτελεί εντολές, ο Peele επιστρέφει δυναμικά, βάζοντας αυτή τη φορά στο επίκεντρο τη γυναίκα.
Όπως και στο Get Out, έτσι κι εδώ, ο Peele παίζει έντονα με το χιούμορ και τον σαρκασμό, σε μια ταινία άκρως τρομακτική, επιβλητική, διεισδυτική, σοκαριστική, βασισμένη σε μια ιστορία που δυστυχώς θα μπορούσε να αποτελεί σκηνή από τα προσεχώς.
Εξαιρετική στον διπλό της ρόλο -αλλά κυρίως ως “Κόκκινη”- η Lupita Nyong’o. Ο Peele δημιουργεί, μέσα από τον ρόλο της Red, ένα νέο κινηματογραφικό “τέρας”, το οποίο κατακτά επάξια μια θέση στο ίδιο τρομακτικό πάνθεον με τον Freddy Krueger και τον Jason Voorhees.