Αντλώ μεν την έμπνευση του τίτλου από το πασίγνωστο –και αγαπημένο– μυθιστόρημα του Henry James (πλην όμως και από το υψηλής αρωματοποιίας ομώνυμο γαλλικό άρωμα “Portrait of a Lady”), αλλά εδώ θα επιχειρήσω να συνθέσω το πορτρέτο μιας συγκεκριμένης κυρίας, της Ντένης Θεοχαράκη, η οποία τις τελευταίες εβδομάδες απασχολεί τις στήλες των εικαστικών –και όχι μόνο– με τις δύο σχεδόν διαδοχικές εκθέσεις της.
Παρουσία σε Δύο Εκθέσεις
Η πρώτη είναι στην ομαδική “START Art Fair 2021”, στην περίφημη Saatchi Gallery στο Λονδίνο, και η δεύτερη είναι μια ατομική έκθεση ζωγραφικής και φωτογραφίας στην Evripides Art Gallery, με τίτλο “Η Σιωπή της Ματιάς”. Το περιεχόμενο κάθε έκθεσης είναι τελείως διαφορετικό, με τη “Σιωπή της Ματιάς” να έχει εντυπωσιακό πλούτο και όγκο εκθεμάτων, καθώς “μιλάει” για ένα πολυσύνθετο ταλέντο που αρνείται να μπει σε καλούπια και να κατηγοριοποιηθεί με έναν μόνο κώδικα ύφους.
Δεν είμαι ειδικός ή κριτικός τέχνης. Την τέχνη την “καταναλώνω” άπληστα με τις αισθήσεις μου ως θεατής και τη “μετράω” με τη συγκίνηση, το ρίγος, την ευφορία και την ανάταση που (μου αρέσει να) μου προκαλεί. Όπως στην περίπτωση αυτών των εκθέσεων, που επισκέφτηκα διά ζώσης.
Την περίπτωση “Ντένη Θεοχαράκη” την προσεγγίζω ακόμα πιο συγκινησιακά, γιατί τυχαίνει να την έχω γνωρίσει, πολύ βαθιά θεωρώ, και να έχω συγχρωτιστεί μαζί της σε διάφορες φάσεις της ζωής της, και της δικής μου, επαγγελματικά αρχικά και αργότερα απολύτως πιο προσωπικά μαζί της. Έτσι υποκύπτω σήμερα στον πειρασμό να αναλύσω δημόσια το παζλ ενός πολυσύνθετου πορτρέτου, με τα πολλά και εντελώς διαφορετικά ταλέντα που εφαρμόζει σε διαφορετικά πεδία δραστηριότητας, με αφορμή τις εκθέσεις της και τη συνολική της “έκθεση” στη δημοσιότητα.
Η Αγάπη για το Αυτοκίνητο
Όπως θα μου πει η ίδια: “Ήταν σχετικά προδιαγεγραμμένη η πορεία μου, ως τρίτη γενιά στον χώρο των οικογενειακών επιχειρήσεων, με έμφαση στο αυτοκίνητο και τα λοιπά μηχανήματα αυτοκίνησης. Κάτι που με οδήγησε μετά το σχολείο στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής και αργότερα για ΜΒΑ στο NYU. Πρέπει να πω ότι, από τις σπουδές μου, τα χρηματοοικονομικά των επιχειρήσεων μου άρεσαν περισσότερο”.
Τη θυμάμαι ωστόσο έφηβη της Β’ Λυκείου να τη φέρνει ο πατέρας της μετά το σχολείο στις συνεδριάσεις όλων των τμημάτων των εταιρειών του ομίλου, και μάλιστα να την ενθαρρύνει να εκφέρει γνώμη, κάτι που την έκανε να κοκκινίζει από συστολή και να επικαλείται την άγνοιά της για να παραμένει σιωπηλή.
Όταν την ξανασυνάντησα στα ίδια γραφεία, 15 χρόνια και “τρία παιδιά αργότερα”, είχε πια αποκτήσει όχι μόνο γνώση αλλά και γνώμη, που πάντα τεκμηρίωνε με πολύ ήρεμο, αλλά ακλόνητα σταθερό τρόπο. Κάτι που πρόδιδε πολύ “διάβασμα” και προετοιμασία.
“Σε ό,τι καταπιάνομαι του αφοσιώνομαι, του δίνομαι απόλυτα. Μόνο έτσι θεωρώ ότι μπορείς να έχεις αποτέλεσμα”. Αν αυτό ενέχει και μια παγίδα, αυτή του εγκλωβισμού, ίσως εμμονικά, σε ένα μόνο αντικείμενο, η Ντένη την αποφεύγει συστηματικά. “Δεν μου αρέσει, ούτε μπορώ να περιορίζομαι σε ένα πεδίο μόνο. Μου αρέσουν πολλά και διαφορετικά πράγματα και ό,τι νιώθω πως μπορώ να το κάνω καλά και να το απολαύσω στη διαδρομή, θα το κάνω. Γιατί μόνο όταν κάνεις κάτι επειδή το αγαπάς πολύ θα το κάνεις καλά, όπως επίσης αξίζει να το κάνεις απλώς επειδή το αγαπάς”.
Φορώντας τα Αθλητικά της
Κάπως έτσι άρχισε να αναπτύσσει και το άλλο σημαντικό προφίλ της, αυτό της αθλήτριας. “Από μαθήτρια έτρεχα, όπως και η αδελφή μου, σε σχολικούς αγώνες στίβου, ειδικά στο 100άρι. Αργότερα άρχισα να αγαπώ τον δρόμο μακρών αποστάσεων και έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ συστηματικά, με οργάνωση και στόχο”. Έτσι λοιπόν, με αναζήτηση προγραμμάτων προπόνησης που θα ταίριαζαν στην ήδη φορτωμένη καθημερινότητά της, έφτασε έπειτα από πολύμηνες προετοιμασίες να συμμετέχει σε Μαραθώνιους της Αθήνας, αλλά και της Βοστώνης.
“Στον Μαραθώνιο για μένα δεν υπάρχει ανταγωνισμός, με την έννοια ότι, εφόσον έχω προετοιμαστεί σωστά, κάπως θα τερματίσω. Ο κύριος ανταγωνιστής μου όμως είναι ο εαυτός μου, δηλαδή να ξεπεράσω την προηγούμενη επίδοσή μου, με καλύτερο χρόνο”. Τη θυμάμαι και πάλι καλά να φεύγει απόγευμα από το γραφείο της έπειτα από 8ωρο δουλειάς για να πάει να τρέξει, να κάνει προπόνηση, καμιά φορά τον χειμώνα στα σκοτάδια. “Εκτός από μαραθώνιους απολαμβάνω το τρέξιμο και στους αγώνες ανάβασης σε βουνά, για παράδειγμα στον Όλυμπο, στο Παρανέστι, αλλά και στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Είναι απόλυτη και υπέροχη η επαφή με τη φύση σε αυτές τις διαδρομές”.
Και ερχόμαστε στο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της, την τέχνη. Ξεκάθαρα επηρεασμένη από το οικογενειακό περιβάλλον και βέβαια το πατρικό πρότυπο, αυτό του επιχειρηματία πατέρα της Βασίλη Θεοχαράκη, ο οποίος είναι και καταξιωμένος ζωγράφος, αρχίζει και δοκιμάζει το χέρι της, ενώ ξυπνάει μέσα της ξανά η επιθυμία για σπουδές στη ζωγραφική που είχε βάλει στην άκρη όταν αποφάσισε να αφοσιωθεί στις επιχειρήσεις για λόγους διαδοχής, αλλά και επειδή της άρεσε πολύ ο κόσμος του αυτοκινήτου. Γρήγορα καταλαβαίνει, με την προτροπή του δασκάλου της Παναγιώτη Μπελντέκου, ότι αν θέλει να έχει πιθανότητες αποδοχής και αναγνώρισης στον χώρο, είναι απαραίτητο να φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών.
“Περισσότερη ελευθερία, λιγότερη καταπίεση από στόχους/πρέπει/πλάνα. Περισσότερη αγάπη, περισσότερη αλήθεια. Θέλω να πιστεύω ότι είναι αυτό που έρχεται”.
Στην Καλών Τεχνών
Πείθεται – άλλωστε είναι και οπαδός της διά βίου μάθησης. Παρά το φορτωμένο της πρόγραμμα ως μητέρας τριών παιδιών και διευθύνουσας συμβούλου επιχειρήσεων, μελετάει ατελείωτα, εισάγεται στη Σχολή με τη δεύτερη προσπάθεια και ολοκληρώνει τον κύκλο των σπουδών της με επιτυχία. Είναι τότε που τη θυμάμαι να έρχεται στις επαγγελματικές συναντήσεις εμφανώς κουρασμένη από το ξενύχτι στο εργαστήρι της, αλλά με έκδηλο το πάθος όταν σου μιλούσε για τα μαθήματα και θαυμασμό για τους καθηγητές δίπλα στους οποίους θήτευσε.
“Πέρα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη φωτογραφία και τις πολλαπλές τεχνικές που διδάχτηκα, οι σπουδές μου στην ΑΣΚΤ και προπαντός οι καθηγητές μου (Ψυχοπαίδης, Τρανός, Μπαμπούσης) με βοήθησαν να ξεκαθαρίσω πού θέλω να προχωρήσω καλλιτεχνικά. Πώς να διδαχτώ από τους μεγάλους της τέχνης, αλλά και πώς να ξεκαθαρίσω το προσωπικό μου στίγμα. Που δεν θέλω να μοιάζει και να θυμίζει κανένα άλλο, γιατί απλώς τα έργα μου θέλω να είναι ο εαυτός μου. Θέλω να αντικατοπτρίζουν το ποια είμαι, πώς είμαι. Αυτό για μένα είναι ειλικρίνεια στη τέχνη. Δεν σκέφτομαι ποτέ όταν ζωγραφίζω ή φωτογραφίζω αν θα αρέσω, αλλά αν ‘εκφράζω’ με ειλικρίνεια το μήνυμά μου”.
Η έννοια της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας έρχεται πολλές φορές στην κουβέντα μας. Έτσι απλά ειλικρινής, και χωρίς μπερδεμένο λόγο, είναι και στις σχέσεις της – τις επαγγελματικές, τις οικογενειακές, τις φιλικές και προσωπικές. Θα πρόσθετα ότι με έναν φαινομενικά απλό τρόπο, αυτόν της αλήθειας, καταφέρνει να προσπερνάει και να υπερπηδά τα εμπόδια και τις δυσκολίες της ζωής.
Τα Ταξίδια ως Έμπνευση
“Τα περισσότερα έργα μου έχουν προκύψει από τα ταξίδια μου στα βάθη του κόσμου. Στους μακρινούς προορισμούς που έχω ταξιδέψει τα τελευταία χρόνια δεν πηγαίνω ως τουρίστας, ξεφεύγω πάντα από το ασφαλές τουριστικό πλάνο. Είναι νομίζω σαφέστερος ο επηρεασμός μου από τους ανατολικούς πολιτισμούς –Ασία, Ινδία–, όπως και της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής, παρά από τον δυτικο-ευρωπαϊκό. Από τη φιλοσοφία ζωής και τον τρόπο σκέψης των πληθυσμών αυτών των χωρών, τόσο διαφορετικό από τον δικό μας. Σε όλα μου τα έργα μού αρέσει να βλέπω τη διέξοδο, τη λύτρωση. Πιστεύω ότι σε αυτά τα μέρη που αναφέρω, παρά τις υποβαθμισμένες, για μας τους Δυτικούς, αλλά και αντικειμενικά, συνθήκες ζωής, οι άνθρωποι έχουν κατακτήσει μια ψυχική γαλήνη και μια απλή χαρά της ζωής που λείπει πολύ από εμάς”.
Αυτή ακριβώς τη στάση ζωής επιχειρεί να αποδώσει με την τωρινή της έκθεση ζωγραφικής και φωτογραφίας μέσα από τη “σιωπή της ματιάς” των πορτρέτων της – και της δικής της. Σιωπή εύγλωττη, αν όχι εκκωφαντική, όπου τα μάτια και το βλέμμα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
“Δεν πίστεψα ποτέ το μοντέλο του υπεράνθρωπου ή της ‘βιονικής’ γυναίκας που τα καταφέρνει όλα τέλεια – μοντέλο που απλώς δεν υπάρχει. Είναι θέμα ιεράρχησης. Να επιλέξεις σωστά πού θα δώσεις έμφαση, με την ενέργεια και τον χρόνο σου, τη δεδομένη χρονική στιγμή”.
Δυό Ερωτήσεις Ακόμα
Πλησιάζοντας στην ολοκλήρωση αυτού του πορτρέτου δεν μπορώ να αποφύγω τις δύο ερωτήσεις-κλισέ: η σχέση της με τον χρόνο και πώς καταφέρνει όλα αυτά, σχεδόν ταυτόχρονα, όπως και το μυστικό της επιτυχίας της.
“Δεν πίστεψα ποτέ το μοντέλο του υπεράνθρωπου ή της ‘βιονικής’ γυναίκας που τα καταφέρνει όλα τέλεια – μοντέλο που απλώς δεν υπάρχει. Είναι θέμα ιεράρχησης. Να επιλέξεις σωστά πού θα δώσεις έμφαση, με την ενέργεια και τον χρόνο σου, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι θα ξεχάσεις όλα τα άλλα εκτός από το θέμα στο οποίο θα εστιάσεις περισσότερο άμεσα. Παράδειγμα, δεν υπήρξε στιγμή ποτέ να που ‘έβαλα στην άκρη’ τα παιδιά. Όταν ήταν πολύ μικρά, φρόντισα να κρατήσω τις απαιτήσεις της προσωπικής μου δουλειάς χαμηλότερες. Αργότερα, όταν διάβαζαν τα μαθήματά τους, μελετούσα κι εγώ για τη Σχολή (Καλών Τεχνών). Επίσης δεν πρέπει να είμαστε προσκολλημένοι σε ένα χρονικό πλάνο, αν οι συνθήκες και οι απαιτήσεις αλλάξουν έκτακτα. Προσωπικά, είμαι πάντα ανοιχτή σε αναθεωρήσεις και ελιγμούς όσον αφορά στους χρονικούς στόχους. Και κατ’ επέκταση στους ευρύτερους στόχους. Στις δύσκολες στιγμές πολλές φορές ανοίγονται νέοι δρόμοι. Μην κολλάς σε έναν μόνο ρόλο. Δεν είναι κακό να αλλάζεις μονοπάτι, αρκεί να μην παρεκκλίνεις από τις αρχές και το ήθος σου”.
Αυτό το τελευταίο είναι και η αρχή της απάντησης στην επόμενη ερώτηση περί επιτυχίας.
“Δεν θεωρώ μοναδικό κριτήριο επιτυχίας την επίτευξη των σχεδιασμένων στόχων. Σίγουρα είναι ένα. Αλλά, αν για παράδειγμα ο στόχος μου είναι μόνο η οικονομική επιτυχία, πιστεύω ότι θα χάσω πολλά από τη ζωή μέχρι να τον επιτύχω – ακόμα κι αν τον επιτύχω. Η όποια μου λοιπόν συμβουλή, αλλά κυρίως το προσωπικό μου μότο, είναι: ζήσε το ό,τι κάνεις. Προσπάθησέ το, πάλεψέ το, αλλά δεν πειράζει αν δεν το φτάσεις στο τέλειο σημείο (αλήθεια, ποιο είναι αυτό;). Φτάσε το κάπου μακρύτερα, ψηλότερα από εκεί που το ξεκίνησες. Αρκεί να ζήσεις την εμπειρία της διαδρομής, με τα πάνω και τα κάτω της. Αλλά ζήσε την, τώρα! Μη ζεις μόνο στο μέλλον ή στο παρελθόν. Να είσαι ανοιχτός στο τώρα και μην παραβλέπεις ό,τι μπορεί να σου φέρει”.
Αυτές οι απόψεις –που, με την ευκαιρία, με εκφράζουν απόλυτα– με διευκολύνουν στο να επεκτείνω τη συζήτηση σε μια γενικότερη ερώτηση: είναι άραγε αυτό ένα νέο μοντέλο ζωής που ανταποκρίνεται καλύτερα στη μεταβατική και δύσκολη ως εκ τούτου εποχή μας;
“Ναι, νομίζω εκεί πάει το όλο θέμα. Περισσότερη ελευθερία, λιγότερη καταπίεση από στόχους/πρέπει/πλάνα. Περισσότερη αγάπη, περισσότερη αλήθεια. Θέλω να πιστεύω ότι είναι αυτό που έρχεται”.
Κι εγώ το ίδιο πιστεύω, Ντένη. Πες με υπεραισιόδοξη, αλλά νομίζω ότι έχει ήδη έρθει σε κάποιο βαθμό. Και όταν σκέφτομαι “μοντέλα” σαν κι εσένα, νιώθω πολύ σίγουρη γι’ αυτή μου τη διαπίστωση.
* Η έκθεση της Ντένης Θεοχαράκη “Η Σιωπή της Ματιάς” στην Evripides Art Gallery (Ηρακλείτου 10 και Σκουφά, Κολωνάκι) θα παραμείνει ανοιχτή έως τις 4 Δεκεμβρίου.