Μετά τη νύχτα της αποφοίτησης, οι δρόμοι της Έμα και του Ντέξτερ χωρίζουν. Και έτσι αρχίζουν όλα… Και αυτό είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της σειράς του Netflix «One Day», που είναι βασισμένη στο ομότιτλο best seller του David Nicholls. Τίποτα δεν τελειώνει εάν το θέλουμε πραγματικά. Μόνο που οι αποφάσεις δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινη δικαιοδοσία…
Η πρώτη παρουσίαση όπως αυτή –εάν φυσικά δεν είστε από εκείνους που την έχουν δει καθηλώνοντάς την στην πρώτη θέση των πιο δημοφιλών από τη στιγμή που άρχισε να προβάλλεται στη δημοφιλή πλατφόρμα– αρμόζει να είναι σύντομη, χωρίς φλυαρία, εύληπτη και όσο γίνεται υπό συναισθηματικό πρίσμα. Ό,τι ακριβώς, δηλαδή, είναι και η ίδια η σειρά.
Τα 4 Συστατικά της Επιτυχίας
Το «One Day» διακρίνεται για 4 χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Χωρίς να είναι η must σειρά όλων των εποχών, καταφέρνει να καταχωριστεί σε μια γωνίτσα του μυαλού και, επιπλέον, έχει όλα τα φόντα να τη δει κανείς απνευστί.
Γιατί είναι:
Περιεκτική. Ολοκληρώνεται σε έναν κύκλο –εκτός και εάν λόγω της επιτυχίας αποφασιστεί και season 2, με κίνδυνο να μετατραπεί σε γλυκανάλατο ρομάντζο– 14 ημίωρων επεισοδίων.
Χωρίς φλυαρία. Η Έμα και ο Ντέξτερ, μετά την πρώτη τους επαφή στο πάρτι αποφοίτησής τους, το οποίο παραλίγο να μετατραπεί σε καυτή ερωτική νύχτα, παίρνουν διαφορετικούς δρόμους, αποκτούν διαφορετικούς συντρόφους, αλληλογραφούν, τηλεφωνιούνται, αλλά συναντιούνται μια φορά τον χρόνο για να πουν ότι τους βασανίζει και ό,τι τους ευχαριστεί, για να μιλήσουν για τα χαμένα όνειρα και τις απατηλές αγάπες. Χωρίς ακατάσχετη φλυαρία, ούτε βαρύγδουπες δηλώσεις. Με βαθιά αγάπη και ακόμη βαθύτερο αυτοσαρκασμό.
Εύληπτη. H Ambika Mod, η Βρετανίδα ηθοποιός –και συγγραφέας–, γνωστή από τη σειρά του BBC «This is Going to Hurt», και ο επίσης Βρετανός ηθοποιός Leo Woodall, γνωστός από τη σειρά του ΗΒΟ «The White Lotus», υποδύονται, αξιοσημείωτα είναι η αλήθεια, δύο νέους που απεχθάνονται τις συμβάσεις και τα στερεότυπα παρότι είναι περιτριγυρισμένοι από αυτά.
Ευαίσθητη. Το «One Day» διαθέτει την ευαισθησία που σου δημιουργεί κόμπο στον λαιμό γιατί –εκτός από το αναπάντεχα δραματικό τέλος του– αποτυπώνει σε κάθε σκηνή, σοβαρή ή αστεία, μελαγχολική ή σαρκαστική, ό,τι θα ήθελε σε αντίστοιχες περιπτώσεις να πει η ψυχή δύο νέων ανθρώπων που θέλουν να φτιάξουν το μέλλον που τους ταιριάζει αλλά σκοντάφτουν κάθε τρεις και λίγο.
Info: Το βιβλίο του Nicholls μεταφράστηκε σε 40 γλώσσες και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα το 2009, όταν κυκλοφόρησε. Μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη για πρώτη φορά το 2011 χωρίς επιτυχία.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Βραβεία Όσκαρ: Καθόλου Γυναικεία Υπόθεση
«Poor Things» | Μια Κινηματογραφική Έκσταση Εικόνων και Νοημάτων
«Ο Πατέρας», Ένας Ρόλος Ζωής που Δεν ξεχνιέται