Τι είδε στην Αθήνα του 1841 ο Hans Christian Andersen

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

«Το να ταξιδεύεις σημαίνει να ζεις», έλεγε ο μεγάλος παραμυθάς, ο Δανός συγγραφέας και ποιητής Hans Christian Andersen. Και ο ίδιος ταξίδεψε πολύ. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, επισκέφθηκε τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ανατολή (Τουρκία) και, όταν γύρισε στην πατρίδα του, έγραψε τις εντυπώσεις του στο έργο του «Το Παζάρι ενός Ποιητή».

Όταν πάτησε στα ελληνικά χώματα, στις 21 Μαρτίου 1841, είχαν περάσει 20 χρόνια από την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης και 9 χρόνια από τη Συνθήκη του Λονδίνου, το 1832, με την οποία η Ελλάδα απέκτησε μοναρχία και ονομάστηκε Βασίλειον της Ελλάδος. Η συνθήκη ήταν η κατάληξη μιας σειράς από πρωτόκολλα με τα οποία η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία επιδίωξαν να δώσουν τέλος στην ελληνική επανάσταση. Και ήταν οι τρεις αυτές δυνάμεις που πρόσφεραν το στέμμα στον 17χρονο Όθωνα, γιο του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’.

Το ελληνικό κράτος δεν έλαβε μέρος στην υπογραφή της συνθήκης, ούτε πήρε μέρος στις συνομιλίες, ενώ δεν είχε ούτε το δικαίωμα διαπραγμάτευσης των όρων της. Μέχρι δε την ενηλικίωση του Όθωνα, όριζε για την άσκηση της εξουσίας τριμελή αντιβασιλεία, την οποία θα επέλεγε ο Λουδοβίκος.

Είκοσι χρόνια μετά, το 1841, όταν ο Andersen έκανε πραγματικότητα το όνειρό του και πάτησε στα χώματα του Σωκράτη και του Πλάτωνα, ο Όθωνας βρίσκεται ακόμη στον θρόνο, ωστόσο η κατάσταση στη χώρα συνεχίζει να είναι έκρυθμη, με τα πολιτικά κόμματα να αυξάνουν παρά να μειώνουν τη δύναμή τους, όπως επιθυμούσε ο βασιλιάς. Αντίθετα, σταθεροποιούσαν τις δομές και τις λειτουργίες τους, ενώ ρίζωνε στις συνειδήσεις του κόσμου η ιδέα πως είναι αυτά που θα αποτελέσουν εγγύηση σταθερότητας και προκοπής στο μέλλον.

Πρωτεύουσα του Βασιλείου της Ελλάδας ήταν η Αθήνα ήδη από το 1834. Η πόλη που αντίκρισε ο Andersen δεν ήταν τόσο φοβερή όσο την περιέγραφαν. «Βέβαια», έλεγε, «πιστεύω πως πριν έξη εφτά χρόνια υπήρχε μια φοβερή αθλιότητα, μα δεν πρέπει να ξεχνούμε τι σημαίνει κι ένας μόνο χρόνος για μια χώρα σαν την Ελλάδα, που βρίσκεται σε μια περίοδο εξέλιξης περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης».

Στην απογραφή εκείνης της χρονιάς, του 1841, ο συνολικός πληθυσμός της χώρας, που περιλάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες, ανερχόταν στους 861.019 κατοίκους.

Ο Andersen επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Λεωνίδας» στις 15 Μαρτίου και ύστερα από 6 μέρες έφτασε στη Σύρα, απ’ όπου συνέχισε με άλλο πλοίο το ταξίδι του προς τον Πειραιά. Η παροικία των Δανών στην Αθήνα ήταν ήδη προετοιμασμένη για την άφιξή του. Έμεινε περίπου έναν μήνα, στις 20 Απριλίου θα πάρει πάλι το πλοίο της επιστροφής. Στο οδοιπορικό του, ένα ρεπορτάζ της εποχής, θα γράψει για όσα είδε και έζησε, όμως χρησιμοποίησε κι άλλες πηγές και, σίγουρα, τα γραφόμενά του απηχούν σε μεγάλο βαθμό την άποψη που είχαν οι ξένοι φίλοι του που ζούσαν στην Ελλάδα.

Μέσα από τα μάτια του Andersen βλέπουμε κι εμείς όψεις εκείνης της πόλης, εκείνης της εποχής, «γιορτάζουμε» μαζί του τα γενέθλιά του και παίρνουμε μέρος, νοερά, στη γιορτή της απελευθέρωσης των Ελλήνων εκείνης της χρονιάς.

«Είχα φανταστεί όλες τις ελληνικές πόλεις ερειπωμένες, με πήλινες καλύβες, μα η πόλη της Σύρας φάνταζε γραφική, μαγευτική στα μάτια μου».

Πλέοντας προς τα Ελληνικά Παράλια

Ο Andersen, ερχόμενος από τη Μάλτα, αντίκρισε πρώτα τις ακτές της Πελοποννήσου. Όλα παρέμεναν ίδια, γράφει, από την εποχή της αρχαίας Σπάρτης και του Αγαμέμνονα. Πρώτος σταθμός η Σύρα, εκεί όπου άκουσε την πρώτη «καλημέρα».

«Η μέρα απλώθηκε στη γαληνεμένη θάλασσα και μπροστά μας διαγράφονταν μακρινές οι ακτές του Μοριά. Ήταν η αρχαία Λακεδαιμονία αυτή που φαινόταν. Μια απόκρημνη βουνοπλαγιά κατακόρυφα στη θάλασσα και πέρα στη στεριά χιονόσκεπα, γραφικά βουνά. Πόσο η καρδιά μου αναγάλλιασε!  […] Εκεί που τρέχει ο Ευρώτας, εκεί που βρισκόταν η αρχαία Σπάρτη, εκεί που υπάρχει ο τάφος του Αγαμέμνονα. Οι ίδιοι αυτοί βράχινοι όγκοι, οι ίδιες σκιερές και φωτεινές επιφάνειες παρουσιάστηκαν κάποτε στους Φοίνικες και στους Πελασγούς. Τα κύματα κυλούσαν και τότε με τον ίδιο τρόπο. Όλα απομένουν απαράλλακτα.

[…] Στα βορειοδυτικά ανέβαινε απ’ την ταραγμένη θάλασσα ένας όμοιος με κράνος γιγάντιος βράχος, που ο ήλιος του δειλινού έβαφε κατακόκκινο. Σκέφτηκα πως ήταν ίσως το πρώτο σημάδι απ’ τις Κυκλάδες, αλλά μόνο αργά τη νύχτα τις πλησιάσαμε. Την αυγή ήμουν κιόλα στο κατάστρωμα. […]

Γυμνοί πέτρινοι όγκοι ορθώνονταν πάνω απ’ τη θάλασσα προς τον ουρανό: Ήταν η Μήλος, σκαμμένη από φωτιά και θάλασσα, ήταν η Σίφαντος, η Σέρφος κι η Θερμιά [σ.σ. η Σίφνος, η Σέριφος και η Κύθνος], κι ανάμεσα στα δυο τελευταία νησιά πλέαμε σα να ‘τανε κανάλι. […]

Στα σχολικά μας χρόνια λέγαμε τους κλασικούς συγγραφείς «στεγνούς»∙ τα κλασικά νησιά φαίνονται ακόμα πιο στεγνά. Ωστόσο συμβαίνει το ίδιο με αυτά όπως και με τους συγγραφείς. Όταν τα γνωρίσεις, θα δεις κληματαριές να απλώνουν τα χυμώδη κλαριά τους κάτω στις ηλιόλουστες κοιλάδες, θα δεις αρχαία μνημεία, ωραία σαν μεγαλόπρεπες σκέψεις σ’ έργο ποιητή. […]

«Ένα γεροντάκι μου έδωσε το χέρι και μου ‘πε “Καλή ημέρα σας!”»

Το πλοίο άνοιγε δρόμο ολόισια σ’ ένα μικρό νησάκι μ’ έναν άσπρο λυγερό φάρο και τη στιγμή που το περνούσαμε φανερώθηκε μπροστά μας το λιμάνι της Σύρας. Η πόλη απλωνόταν σαν πέταλο ολόγυρα στον κόλπο και τ’ άσπρα λαμπερά της σπίτια σαν κατασκήνωση στην γκρίζα βουνοπλαγιά. Ήταν αλήθεια μια μικρή Νάπολη. Το δεσποτικό μέγαρο απάνω στο βουνό μου θύμιζε πολύ το Sant Elmo. Είχα φανταστεί όλες τις ελληνικές πόλεις ερειπωμένες, με πήλινες καλύβες, μα η πόλη της Σύρας φάνταζε γραφική, μαγευτική στα μάτια μου. […]

Ολόκληρη η προκυμαία ήταν γεμάτη Έλληνες με στενές μπλούζες, άσπρες φουστανέλες και το κόκκινο καπέλο στο κεφάλι. Ένα γεροντάκι μου έδωσε το χέρι και μου ‘πε «Καλή ημέρα σας!» Κι έτσι πάτησα το ελληνικό χώμα. Ένα «ευχαριστώ» στο Θεό, μια χαρά γιατί βρέθηκα εδώ και κάποια μοναξιά με πλημμύρισαν εκείνη τη στιγμή».

Άποψη του Ελαίου και του Πειραιά από τον Kuhn JB - 1841 - Ιστορική & Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, Ελλάδα - CC BY.

Στον Πειραιά

Επόμενος σταθμός ο Πειραιάς. Οι εικόνες που περιγράφει πολύτιμες, αν και δυσκολευόμαστε να δούμε ακόμα και με τη φαντασία μας τις ελιές και τους λόφους.

«Τα χαράματα άκουσα την άγκυρα να πέφτει. Ανέβηκα στο κατάστρωμα∙ βρισκόμουν στον κόλπο του Πειραιά∙ έμοιαζε τόσο με λίμνη! Πίσω απ’ τα βουνά της Αίγινας διαγράφονταν ακόμα ψηλότερα τα βουνά του Μοριά, το ‘να πιο επιβλητικό απ’ το άλλο. Το νησί έμοιαζε να κλείνει την είσοδο του κόλπου, που ήταν κάπως στεγνή.

[…] Στον Πειραιά μέτρησα 130 σπίτια. Πίσω απ’ αυτά και πίσω απ’ τα κίτρινα κατσάβραχα και τις γκριζοπράσινες ελιές ορθώνονταν ο Λυκαβηττός και πιο χαμηλά ο λόφος της Ακρόπολης. Ο Υμηττός και το Πεντελικό έκλειναν το τοπίο με την πέτρινη τραχιά όψη. Πέτρινη Αττική την λέγανε οι αρχαίοι».

Στον Δρόμο προς την Αθήνα

Στο πίσω μέρος παλιού αμαξιού που μετέφερε μετέφερε τον Andersen και άλλους ταξιδιώτες στην Αθήνα, καθόταν ένας Έλληνας υπάλληλος του Hôtel du Munich, του ξενοδοχείου όπου θα έμενε ο Δανός επισκέπτης της πόλης. Περνούσαν, γράφει, ανάμεσα σε απομεινάρια αρχαίων τειχών.

«Εδώ και λίγα χρόνια, ανάμεσα στον Πειραιά και την Αθήνα απλωνόταν ένας βάλτος, που έπρεπε να κάνουν τον γύρο του οι φορτωμένες εμπορεύματα καμήλες. Σήμερα υπάρχει ένας περίφημος δημόσιος δρόμος κι ένα χάνι, όπου προσφέρουν ποτά. Με μια πεντάρα μπορείς να κάνεις όλο αυτό το διάστημα, που είναι σχεδόν ένα δανέζικο μίλι. […]

Μπροστά μου φάνηκε η Ακρόπολη. Την είχα δει τόσες φορές σε πίνακες, μα τώρα ήταν πραγματικότητα! Ο απότομος Λυκαβηττός με το φωτεινό άσπρο σπίτι κάποιου ερημίτη φάνηκε πιο καθαρά. Είδα την Αθήνα! Κοντά στην πόλη, στα δεξιά του δρόμου, είναι ο ναός του Θησέα, ολόκληρος και μεγάλος, με τις περίφημες μαρμάρινες κολόνες του, που έγιναν με τον καιρό κιτρινοπράσινες. Τον είδα!»

Andersen

Άποψη τμήματος της πόλης της Αθήνας από την Οικία Boccari (κατοικία του κ. Στρατηγού von Heideck, 1835) του Kuhn JB – 1841 – Ιστορική & Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, Ελλάδα – CC BY.

«Το πιο πυκνοκατοικημένο μέρος της Αθήνας απλώνεται κάτω από την Ακρόπολη και γύρω χτίζεται καινούργια πόλη. Ο ξένος μπορεί να δει την Αθήνα να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα».

Στην Αθήνα

Η Αθήνα του φάνηκε μικρή, σαν μια κωμόπολη της Δανίας, αλλά δεν μπορεί να μην καταγράψει πως είναι μια πόλη που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Συγκρινόμενη με την Ευρώπη είναι σαν να βλέπεις να εξελίσσεται ένα μικρό παιδί σε σχέση με την πρόοδο ενός μεγάλου ανθρώπου.

«Η οδός Ερμού, η μεγαλύτερη της Αθήνας, είναι η πρώτη που βλέπει ένας ταξιδιώτης που έρχεται απ’ τον Πειραιά. Στην αρχή του δρόμου είναι μια σειρά σπίτια, που σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά μέτρα φαίνονται μίζερα και φτωχικά. Όσο προχωρείς όμως, αντικρίζεις καλύτερα και μεγαλύτερα σπίτια με δυο πατώματα, όπως στην πόλη της Σύρας. […]

Το πιο πυκνοκατοικημένο μέρος της Αθήνας απλώνεται κάτω από την Ακρόπολη και γύρω χτίζεται καινούργια πόλη. Ο ξένος μπορεί να δει την Αθήνα να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Το καινούργιο παλάτι του βασιλιά χτίζεται ανάμεσα στην πόλη και στον Υμηττό. Είναι ένα μαρμάρινο κτίριο που κάθε του πέτρα είναι ένα κομμάτι πεντελικό μάρμαρο. Ο προθάλαμος είναι κιόλας στολισμένος με τρόπαια των Ελλήνων ηρώων της Επανάστασης. Το Πανεπιστήμιο χτίζεται τώρα και μάλιστα από έναν Δανό».

Andersen

Άποψη της Αθήνας προς την Πλάκα και τον Λυκαβηττό από τον Kuhn JB – 1841 – Ιστορική & Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος, Ελλάδα – CC BY.

Στην Ακρόπολη

Γράφοντας για τον ληστή Elgin και τις βαρβαρικές οβίδες που πλήγωσαν τον «ναό των ναών».

«Μπήκα στα Προπύλαια και βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα χώρο τόσο καταστραμμένο, τόσο αναστατωμένο, που δεν έχω ξαναδεί, λες κι ένας σεισμός είναι ανακατέψει τις γιγάντιες κολόνες και τα γείσα. Δεν υπήρχε πια ούτε δρόμος ούτε μονοπάτι. Πέρασα από σωρούς καλυβιών καταστραμμένων απ’ τον καιρό των Τούρκων ακόμα. Εδώ φύτρωναν πλούσια χορτάρια και γαϊδουράγκαθα […] Κι αριστερά, σαν μες σε νταμάρι, ήταν ο ναός του Ερεχθέα με τις Καρυάτιδες. Μια ετοιμόρροπη στήλη, χτισμένη από πέτρες, έχει πάρει τη θέση εκείνης της Καρυάτιδας που λήστεψε ο Elgin και την πήγε στο Βρετανικό Μουσείο. […]

Λίγο προς τα δεξιά ξεπρόβαλλε ο Παρθενώνας, εκείνα τα λαμπρά ερείπια της Ακρόπολης, που ακόμα και σήμερα ξαφνιάζουν με το μεγαλείο, το ρυθμό και τα ανάγλυφά τους. Είναι ο ναός των ναών, μα η κάθε μια στήλη είναι καταστραμμένη από βαρβαρικές οβίδες, το κάθε ανάγλυφο στις μετόπες και στο διάζωμα σακατεμένο».

Εικόνες της Πόλης…

Ο Andersen εκπλήσσεται με τον… «τεμπέλη» Έλληνα. Μια εικόνα, ωστόσο, που δεν θα ξενίζει στα καθ’ ημάς επί πολλές ακόμη δεκαετίες.

«Όλο το διάστημα απ’ το τελευταίο σπίτι του δρόμου ως το Πεντελικό και την Πάρνηθα φαινόταν άγριο, χωρίς κανένα δρόμο ή μονοπάτι. Ένας άντρας, ντυμένος με προβιά και μ’ ένα τσιμπούκι στο στόμα, πήγαινε καβάλα στην ερημιά. Η γυναίκα κι η μεγάλη του κόρη έτρεχαν πίσω του. Η γυναίκα κουβαλούσε στην πλάτη της ένα παιδάκι μέσα σε μια σακούλα. Στο ’να της μπράτσο είχε ένα σιδερένιο τσουκάλι και στ’ άλλο ένα ασκί κρασί. Το κορίτσι ήταν φορτωμένο μ’ ένα μεγάλο δέμα. Οι φωνές τους ακούγονταν δυνατές και χαρούμενες. Ο άντρας κοίταξε αυστηρά πίσω του κουνώντας το κεφάλι, κέντρισε τ’ άλογό του κι αμέσως η γυναίκα κι η κόρη το ’πιασαν απ’ την ουρά, για να μην ξεμακρύνουν. Όλα ήταν πια εντάξει∙ ο καθένας είχε βρει τη θέση του σύμφωνα με τις συνήθειες».

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Martinus-Christian-Wesseltoft Rørbye (1803–1848), «Η Περιοχή γύρω από τον Πύργο των Ανέμων»,1839

Τα Γενέθλια του Andersen στην Αθήνα

Στα γενέθλια του Andersen στις 2 Απριλίου (με το νέο ημερολόγιο), έχει οριστεί να γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Εκείνη τη χρονιά, στην Αθήνα, ο Andersen θα γιορτάσει τα 36 του χρόνια.

«Στην Αθήνα έτυχε να βρίσκονται δυο πλανόδιοι ραψωδοί, νεαροί Έλληνες απ’ τη Σμύρνη, που θα μου τραγουδούσαν τα καλύτερα δημοτικά τραγούδια. […] Οι ραψωδοί κάθησαν με το ‘να πόδι πάνω στ’ άλλο. Ο ένας απ’ αυτούς ακούμπησε το βενετσιάνικο μαντολίνο του στο γόνατο κι ο άλλος έπαιζε βιολί, ένα όργανο που τώρα τελευταία άρχισαν να παίζουν οι πλανόδιοι τραγουδιστές. Κι οι δυο ήταν ντυμένοι με γαλάζια ελληνική φορεσιά κι είχαν στο κεφάλι τους από ένα κόκκινο φέσι. Τα πρόσωπά τους ήταν όμορφα, γεμάτα ζωντάνια, με μαύρα μάτια και καλογραμμένα φρύδια.

Μπορεί να ήταν τυχαίο μα πολύ χαρακτηριστικό, που ολόκληρη η σειρά των τραγουδιών σχημάτιζε την ιστορία του νεοελληνισμού. Άρχισαν με ένα ελληνικό μοιρολόγι βγαλμένο απ’ τον ίδιο το λαό, όταν ήταν ακόμα κάτω απ’ τον τουρκικό ζυγό. […] Μετά ακολούθησε ένα τραγούδι του Ρήγα. […] Ακούσαμε ένα ακόμα θούριο, που η μελωδία του είχε μια περίεργη ομοιότητα με την Μασσαλιώτιδα, κι όμως, όπως μου έλεγαν, ήταν γνήσιο ελληνικό θούριο κι ιστορούσε τον αγώνα των Ελλήνων. Κι οι ραψωδοί συνέχισαν με ένα σκοπό που τραγουδούσε ο λαός κατά τον ερχομό του Όθωνα στο Ναύπλιο. Ένιωθα βαθιά συγκινημένος∙ η ιστορία ενός λαού γραμμένη με νότες φτάνει πιο βαθιά στην καρδιά από κείνη που γράφεται με γράμματα.

Ξαφνικά, ο πιο μικρός απ’ τους ραψωδούς άρπαξε τις χορδές και στο βιολί αντήχησε μια επιλογή απ’ το «Fra Diavolo», το «Robert» κι άλλες γαλλικές όπερες. Ήταν απαίσιο! Μου φάνηκε σαν ένα προμήνυμα, πως όλοι αυτοί οι λαϊκοί σκοποί θα σιγάσουν και ξένα τραγούδια θα εισβάλλουν στο λαό».

Xανς Κρίστιαν Άντερσεν

«Πανηγύρι», Θεόφιλος Χατζημιχαήλ

Η Γιορτή της Λευτεριάς

Γράφει πως αυτή την τόσο γιορτινή μέρα ακούγονταν τουφεκιές και τραγούδια μέχρι τις πέτρινες καλύβες πάνω στα άγρια βουνά.

«Στις έξη Απριλίου [σ.σ. με το παλιό ημερολόγιο] είναι η γιορτή της Απελευθέρωσης των Ελλήνων. […] Σ’ ολόκληρη τη χώρα μέχρι το πιο φτωχό χωριό κυματίζει σήμερα η σημαία της λευτεριάς. […]

Απ’ το παράθυρό μου έβλεπα στρατιωτικούς σχηματισμούς από όμορφους νεαρούς Έλληνες με μελαχρινά πρόσωπα και μαύρα μάτια και μια μικρή σημαία να κυματίζει σε κάθε λόγχη. Χαιρόσουν αλήθεια να τους βλέπεις, μα θα ’ταν ακόμα πιο όμορφα, αν ήταν ντυμένοι ελληνικά. Μ’ αυτές τις φράγκικες στολές μου φαίνονταν σαν ξένοι στρατιώτες. Στο δρόμο έτρεχαν όμορφα Ελληνόπουλα, φορώντας άσπρες φουστανέλες και κόκκινα γιλέκα.

Στα μπαλκόνια στέκονταν οι Έλληνες άρχοντες με πλούσια χτυπητά ρούχα, κεντημένα με ασήμι και χρυσάφι. Στη μέση τους είχαν κρεμασμένο ένα μαχαίρι κι ένα σπαθί. Οι γυναίκες είχαν τις μεγάλες τους πλεξίδες γύρω από ένα μικρό κόκκινο φέσι. Το βελουδένιο γιλέκο ήταν ανοιχτό μπροστά κι έδειχνε ένα χρυσό μπουστάκι, που κρατούσε το στρογγυλό, φουσκωτό στήθος. Οι περισσότεροι άντρες και γυναίκες κρατούσαν στο χέρι τους ένα κλαρί μυρτιάς ή ένα μπουκέτο άσπρες βιολέτες.

«Τραγούδια και μαντολίνα αντηχούσαν απ’ τα ανοιχτά καταστήματα και στο φράγκικο καφενείο σπρωχνόταν ο κόσμος γύρω απ’ τις καινούριες εφημερίδες, για να δουν τι λένε σ’ όλη την Ευρώπη για την Επανάσταση στην Candia».

Χωρικοί απ’ τα βουνά με κάπες από προβιά και ψηλά σκουφιά ακουμπούσαν με περηφάνεια στις χαμηλές πέτρινες κολόνες της εκκλησιάς και κοίταζαν τους στρατιώτες στ’ άλογά τους. Εκατοντάδες καντήλια έκαιγαν μέσα στην εκκλησιά∙ απ’ το παράθυρό μου μύριζα το λιβάνι που ξεχυνόταν απ’ τις ανοιχτές πόρτες της. Ένα βενετσιάνικο μαντολίνο ακουγόταν κι ένα γεροντάκι με ασπρισμένα τα γένια του τραγουδούσε το Θούριο του Ρήγα.

Δεύτε, παίδες των Ελλήνων!

Η πιο μεγάλη εκκλησιά της Αθήνας βρίσκεται στην οδό Αιόλου. […] Ο αξιωματικός της υπηρεσίας με άφησε να μπω μέσα, μια κι ήμουν ξένος. […] Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, κι οι δυο ντυμένοι με ελληνικές στολές, κάθονταν σ’ ένα βελουδένιο θρόνο στολισμένο με κορόνα και σκήπτρο […]. Ενώ οι παπάδες έψαλλαν, η στρατιωτική μουσική έπαιζε έξω ζωηρά. Ηχούσε άγρια, πολεμικά, σα να βρισκόμασταν σε ώρα μάχης, τότε που ο παπάς προσεύχεται κι ο πολεμιστής τραγουδάει και το τουφέκι βροντά τα βόλια του. Έξω βρόντηξε ένα τουφέκι. «Ζήτω ο βασιλιάς!» ακούστηκε στην εκκλησιά, όταν αυτός κι η βασίλισσα έφευγαν.

[…] Τραγούδια και μαντολίνα αντηχούσαν απ’ τα ανοιχτά καταστήματα και στο φράγκικο καφενείο σπρωχνόταν ο κόσμος γύρω απ’ τις καινούριες εφημερίδες, για να δουν τι λένε σ’ όλη την Ευρώπη για την Επανάσταση στην Candia [σ.σ. το Ηράκλειο]

Οι προφορικές ειδήσεις απ’ την Κρήτη δε συμφωνούσαν μ’ αυτές που έδιναν οι εφημερίδες. Κι ήταν αναμφισβήτητο, πως τελευταία είχαν στείλει κρυφά απ’ την αποθήκη της Πάτρας όπλα και μπαρούτι»…

***

Ο Andersen, στο διάστημα του ενός μήνα που θα μείνει στην Ελλάδα, θα επισκεφθεί πολλά σπουδαία τοπόσημα, θα περιηγηθεί σε όλη την Αττική και στα βουνά της, θα προλάβει να γιορτάσει το ελληνικό Πάσχα, θα συναντηθεί με τους βασιλείς και πολλούς ξένους επιφανείς της πόλης. Η ανάχωρησή του ήταν μια δύσκολη στιγμή «”Θα γυρίσω πάλι στην Ελλάδα!”, είπα, σα να ήθελα να παρηγορήσω τον ίδιο μου τον εαυτό. Μακάρι να ήταν προφητικά τα λόγια μου αυτά!»

• Τα αποσπάσματα αντιγράφηκαν από το «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», μτφρ. από τα δανικά, εισαγ. και σχόλια Allan Lund (συνεργάτης για την απόδοση στα ελληνικά Λουκία Θεοδώρου). Εκδόσεις Εστία, 1974.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

20 Στάσεις στην Ελλάδα και στον Κόσμο του 19ου Αιώνα

Πού Πήγαν οι Μπλε Πινακίδες Ονοματοθεσίας Οδών;

Μα τι Εζησαν Αυτές οι Γυναίκες;

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

H Δέσποινα Ράμμου διορθώνει και επιμελείται τα κείμενα της αθηΝΕΑς. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως διευθύντρια σύνταξης στην παιδική έκδοση της Καθημερινής, «Οι Ερευνητές Πάνε Παντού», και ως αρχισυντάκτρια στο περιοδικό GEO. Έχει συνεργαστεί ως επιμελήτρια κειμένων με περιοδικά και εκδοτικούς οίκους. Θεωρεί πως οι ωραίες ιστορίες αξίζει να ειπωθούν τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+