Αληθεύει ότι πρέπει να προγραμματίζουμε την επίσκεψή μας σε ένα οινοποιείο νωρίτερα απ’ ό,τι θα σπεύδαμε να κλείσουμε εισιτήριο για μια υποτιθέμενη συναυλία των Rolling Stones στη χώρα μας;
Πράγματι, όπως μαθαίνουμε, στις τουριστικές περιοχές πρέπει να κλείνεις από την προηγούμενη χρονιά την επίσκεψή σου σε κάποιο οινοποιείο. Υπερβολή; Όχι αν μιλάμε για την Πάρο ή για τη Σαντορίνη στο διάστημα του καλοκαιριού.
Τα επισκέψιμα οινοποιεία στην Ελλάδα δεν είναι πολλά, αλλά με βάση αυτά που έχουν την άδεια του ΕΟΤ και σε όσα γίνονται καταγραφές οι αριθμοί δείχνουν πως ναι, είναι μεγάλη τάση στην εποχή μας οι επισκέψεις στα οινοποιεία.
Στην Πάρο, τη Σαντορίνη, την Κω και την Κρήτη (ιδίως τα τελευταία χρόνια), η επισκεψιμότητα έχει αυξηθεί τόσο ώστε πολλοί οινοποιοί έχουν δημιουργήσει χώρους που μπορούν να εξυπηρετούν πάνω από 200 άτομα ταυτόχρονα – όλη μέρα, κάθε μέρα, για μήνες.
Στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν τα εμβληματικά οινοποιεία του Γεροβασιλείου στην Επανομή, του Κυρ-Γιάννη στη Νάουσα –εδώ και λίγους μήνες και στο Αμύνταιο–, του Νίκου Λαζαρίδη στη Δράμα, το Κτήμα Άλφα επίσης στο Αμύνταιο. Τα μεγαλύτερα σε όγκο, σε δημοφιλία, σε εξαγωγές οινοποιεία έχουν επενδύσει τα τελευταία χρόνια (μετά την οινική επανάσταση του 2019-2020) στο επισκέψιμο κομμάτι και δικαιώνονται. Συνδέονται με τους καταναλωτές, αυξάνουν τους πιστούς πελάτες τους, διαθέτουν περισσότερες φιάλες (χωρίς μεσάζοντες) και, το βασικό, προσφέρουν στους επισκέπτες μια εμπειρία που θα τους ακολουθεί παντού.
Αυτά συμβαίνουν στη Βόρεια Ελλάδα, όπου οι περισσότεροι επισκέπτες είναι Έλληνες –χωρίς, βέβαια, να λείπουν και οι ξένοι– καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, κυρίως τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Στην Πελοπόννησο και στην Αττική, οι ξένοι επισκέπτες επισκέπτονται τα οινοποιεία οποιαδήποτε μέρα του χρόνου, ενώ οι Έλληνες προτιμούν να επισκέπτονται τις περιοχές αυτές περιοδικά, με αφορμή κάποια γιορτή, τις «Ανοιχτές Πόρτες» ή τα τριήμερα.
Στα νησιά η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Στην Πάρο, τη Σαντορίνη, την Κω και την Κρήτη (ιδίως τα τελευταία χρόνια), η επισκεψιμότητα έχει αυξηθεί τόσο ώστε πολλοί οινοποιοί έχουν δημιουργήσει χώρους που μπορούν να εξυπηρετούν πάνω από 200 άτομα ταυτόχρονα – όλη μέρα, κάθε μέρα, για μήνες. Οι θέσεις εργασίας πολλαπλασιάζονται και η ανάγκη για εξειδικευμένο προσωπικό είναι μεγάλη: για ανθρώπους που γνωρίζουν από κρασί, μιλούν ξένες γλώσσες και αντέχουν τους έντονους ρυθμούς. Φεύγοντας, οι ξένοι επισκέπτες επιλέγουν κρασιά από ελληνικές ποικιλίες, επιθυμώντας να πάρουν μαζί τους ένα κομμάτι της χώρας.
Αυτός ο συνδυασμός εμπειρίας, γεύσης και πολιτισμού ενισχύει και τις εξαγωγές σε ορισμένες χώρες. Όλα λειτουργούν συμπληρωματικά, δίνοντας στον χώρο του οινοτουρισμού ακόμη μεγαλύτερη δυναμική.
Υπάρχουν και πολλά οινοποιεία που λειτουργούν ως επισκέψιμα, χωρίς όμως να διαθέτουν το επίσημο σήμα του ΕΟΤ και χωρίς καταγεγραμμένη επισκεψιμότητα. Συνήθως πρόκειται για μικρότερα οινοποιεία σε τουριστικές περιοχές, τα οποία δεν κατάφεραν να αποκτήσουν δίκτυο διανομής εκτός του τόπου τους. Μέσα από την επισκεψιμότητα, ωστόσο, καταφέρνουν να επιβιώσουν. Άλλα ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται οργάνωση και στρατηγικός σχεδιασμός.
Σύντομα αναμένεται να γίνουν επισκέψιμα και τα αποσταγματοποιεία. Παρότι το ζήτημα έχει καθυστερήσει σημαντικά λόγω υπερβολικής –και εν πολλοίς ανούσιας– γραφειοκρατίας, η εξέλιξη αυτή αναμένεται να δώσει σημαντική ώθηση στο τσίπουρο, που επιδιώκει να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο έναντι του ούζου.
Το ούζο είχε «μπρανταριστεί» πολύ νωρίς και για τους τουρίστες αποτελούσε σουβενίρ, μια γεύση και ανάμνηση από την Ελλάδα. Έτσι, η επιτυχία του στις εξαγωγές ξεκίνησε πριν από πολλές δεκαετίες, όταν εμφιαλώθηκε και καθιερώθηκε ως ποτό-σύμβολο του ελληνικού καλοκαιριού ήδη από τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Από τότε, πάνω από το 65% της παραγωγής εξάγεται. Όταν, όμως, άρχισε να γίνεται μόδα το εμφιαλωμένο τσίπουρο –η φράση «πάμε για τσίπουρο» έχει σχεδόν αντικαταστήσει ή περιορίσει σημαντικά το παλιό «πάμε για ούζα»– τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ.
Μόλις γίνουν και τα αποσταγματοποιεία επισκέψιμα, αναμένεται ακόμη μεγαλύτερη άνοδος του θεματικού τουρισμού που συνδυάζει γαστρονομία και κρασί. Το τσίπουρο, άλλωστε, «διψάει» για μεζέ – για συνοδεία. Και οι παραγωγοί βρίσκονται συνήθως σε περιοχές όπου υπάρχουν και τυροκόμοι, φάρμες με αλλαντικά και κρέατα, ελαιόλαδο, αρτοποιήματα.
Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στον οινικό τουρισμό, γιατί πέρα από τα οφέλη για τους αμπελουργούς, τους οινοποιούς και τον ευρύτερο κύκλο επαγγελματιών γύρω από το κρασί και τα αποστάγματα, αυτό που ήδη συντελείται –ή πρόκειται να συμβεί– αφορά όλους μας: η ανάδειξη μιας άλλης, πιο αυθεντικής Ελλάδας.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Η Ήπειρος Στήνει Τραπέζι στη Βρετανική Εξοχή
Το Σουφλί Ετοιμάζεται να Γίνει… Πεταλούδα
Messinia Terroirs: Η Αναβίωση του Θρυλικού Αμπελώνα Συνεχίζεται