Σεπτέμβριος του 2003 στο Παρίσι. Στον απόηχο του φονικότερου καύσωνα στην ιστορία της Ευρώπης, με περίπου 70.000 νεκρούς, ταρακουνώντας δραματικά τις κυβερνήσεις ώστε να προετοιμαστούν για την κλιματική αλλαγή που ερχόταν. Ανάμεσα στα ασθενοφόρα που ηχούν στην καυτή γαλλική πρωτεύουσα, ένα λεωφορείο που μεταφέρει μαθητές λυκείου κινείται ήσυχα. Θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές σε πενταήμερη εκδρομή. Μόνο που δεν είναι. Πρόκειται για παιδιά από διάφορα μέρη της Ελλάδας, τα περισσότερα από τα οποία γνωρίστηκαν για πρώτη φορά εκείνες τις μέρες στο Παρίσι – και πολλά είναι πιθανό να μη συναντηθούν ποτέ ξανά μετά το τέλος αυτής της εκδρομής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι γονείς μου συμμετείχαν, ως εκπαιδευτικοί, σε μια σχολική εκδρομή στη Γαλλία. Εγώ, επειδή ήμουν πολύ μικρός, έμεινα πίσω, περνώντας –κατά γενική ομολογία καλύτερα για την ηλικία μου– με παππούδες και θείους που με είχαν στα όπα όπα. Μεγαλώνοντας, όταν κοίταζα τις παλιές φωτογραφίες, ένιωθα «εκτός» από αυτή την κοινή ανάμνηση και λίγο μελαγχολούσα. Παρότι κάναμε πολλές οικογενειακές εκδρομές, όλες οι άλλες ήταν εντός συνόρων.
Όμως, όπως λένε και στο χωριό μου, karma is a bitch. Αρκετά χρόνια αργότερα έφτασε στο σπίτι το γράμμα: στο πλαίσιο ενός προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας, οι πρώτοι αριστούχοι της Β′ Λυκείου θα ταξίδευαν σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ήμασταν λίγο πριν από την εκπνοή των χρυσών εποχών του ΠΑΣΟΚ. Πέντε ημέρες στο Παρίσι, όλα πληρωμένα, την εποχή που η Ολυμπιακή πετούσε ακόμα περήφανα με Boeing 747 προς τις μεγάλες πόλεις του κόσμου.
Και έτσι απρόσμενα, ανήλικος, έζησα μια φευγαλέα φοιτητική στιγμή: να είσαι μακριά από το σπίτι σου, με άλλα «φυτά» των πρώτων θρανίων, που διάβαζαν νυχθημερόν για να μπουν σε μια «καλή σχολή». Άνθρωποι από άλλα μέρη, με τους οποίους ίσως μοιράζεσαι περισσότερα κοινά απ’ ό,τι με τους ανθρώπους της καθημερινότητάς σου. Μέσα σε αυτές τις πέντε μέρες γεννήθηκαν γνωριμίες, φιλίες, έρωτες. Κάποιοι ταίριαξαν περισσότερο, κάποιοι λιγότερο. Και μια πόλη αχανής. Θυμάμαι, ξυπνώντας στα σκοτάδια κάθε πρωί, τα φώτα των αυτοκινήτων στον περιφερειακό δακτύλιο της πόλης από τον 12ο όροφο του ξενοδοχείου.
Ήταν ένα καθαρά εκπαιδευτικό πρόγραμμα – πολύ διαφορετικό από την πενταήμερη σχολική εκδρομή στην οποία είχα συμμετάσχει την ίδια χρονιά, με κύρια δραστηριότητα την επίσκεψη στα μπουζούκια. Είδαμε όλα όσα γνωρίζαμε από την ποπ κουλτούρα: την Αψίδα του Θριάμβου, τα Ηλύσια Πεδία, την Παναγία των Παρισίων, τον Σηκουάνα, τη Μονμάρτρη. Στο Λούβρο, πέρα από τα ελληνικά αγάλματα και τη «Μόνα Λίζα», μας εντυπωσίασε «Η Ελευθερία Οδηγώντας τον Λαό» του Delacroix, επειδή ήταν στο εξώφυλλο του σχολικού βιβλίου Ιστορίας που παπαγαλίζαμε. Το Μουσείο Ορσέ, με τους «ακατάλληλους για ανηλίκους» πίνακες και τη μητέρα του Whistler, που είχαμε δει όλοι στην ταινία με τον Mr Bean. Η Disneyland, που έκλεινε μόλις 10 χρόνια ζωής και την είχαμε φάει στη μάπα τόσα χρόνια στο Disney Club του Mega.
Οι σοβινιστές Γάλλοι. Τα μπιστρό με τα περίεργα για μας quiche Lorraine, που ανάγκαζαν κάποιους να ψάχνουν τουρκικά doner. Η δυσκολία να προφέρουμε τη λέξη «νερό» (eau), που τελικά μας έκανε να παραγγέλνουμε Coca-Cola. Ο Πύργος του Άιφελ, υπερπροβεβλημένος σε μπλουζάκια, αγαλματάκια και κάθε είδους σουβενίρ. Ήταν οι εποχές που οι περισσότερες φωτογραφικές μηχανές είχαν ακόμη φιλμ και η λέξη «υπερτουρισμός» ήταν ακόμα άγνωστη.
Τα περισσότερα παιδιά που γνώρισα πέρασαν σε ιατρικές και πολυτεχνεία. Παρότι υπήρξαν κάποιες προσπάθειες για επικοινωνία και επαφή, ο χρόνος, η απόσταση, αλλά κυρίως η ενηλικίωση, πήραν προτεραιότητα, αφήνοντας οριστικά στο παρελθόν οποιεσδήποτε μαθητικές περιπέτειες. Έτσι κι αλλιώς, τα κινητά τηλέφωνα μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους και τα social media δεν υπήρχαν καν ως έννοια.
Όταν μετακόμισα στην Ολλανδία, ξεκίνησα να ταξιδεύω σε διάφορες πόλεις. Αρχικά απέφευγα το Παρίσι, κι ας ήταν κοντά. Ένιωθα πως ήταν μια ανάμνηση που, αν την πείραζα, θα κατέρρεε, θα απομυθοποιούνταν. Κι όταν τελικά το έκανα, ύστερα από δέκα χρόνια, προσπάθησα να επαναλάβω εκείνο το πρώτο ταξίδι. Πήγα στα ίδια μέρη, έκανα τα ίδια πράγματα. Η πόλη δεν είχε αλλάξει τόσο πολύ – ίσως ούτε κι εγώ. Οι Γάλλοι συνέχιζαν να είναι σοβινιστές, να καπνίζουν ασύστολα, τα πεζοδρόμια συνέχιζαν να είναι βρόμικα, γεμάτα ποντίκια και άστεγους. Οι πίνακες στα μουσεία και ο Πύργος του Άιφελ εξακολουθούσαν να είναι εκεί.
Άρχισα να πηγαίνω πιο συχνά. Άλλοτε με παρέα, άλλοτε με σύντροφο, άλλοτε μόνος.
Σιγά σιγά, τα πράγματα άλλαζαν – και όχι πάντα προς το καλύτερο. Τα τρομοκρατικά χτυπήματα του 2015 και το περιστατικό στο Thalys, το τρένο που χρησιμοποιούσα συχνά, δεν βοηθούσαν. Ο Πύργος του Άιφελ πλέον περιφράχτηκε με αλεξίσφαιρα τζάμια, η Παναγία των Παρισίων κάηκε, η πόλη γέμισε με Κινέζους που έκαναν προτάσεις γάμου, η γέφυρα με τα λουκέτα κατέρρευσε, υπερτουρισμός και ουρές παντού, οι μεγάλες κινητοποιήσεις από τα «κίτρινα γιλέκα». Ένας γνωστός μου που δούλευε στα κεντρικά της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος (ESA), απέναντι από τον Πύργο του Άιφελ, δεν άντεξε την πόλη και μετακόμισε στο παράρτημα της Ολλανδίας, όπου –όπως έλεγε– «ήταν πιο ήσυχα και ανθρώπινα».
Ο Jean-Pierre Jeunet, σκηνοθέτης της «Αμελί», δήλωσε πως «δεν θα μπορούσε να γυρίσει την ταινία στο σημερινό άσχημο Παρίσι». Η έξαρση των κοριών έναν χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς έδειχνε πως η πόλη είχε φτάσει σε τέλμα από το οποίο έμοιαζε απίθανο να ξεφύγει. Το μόνο αισιόδoξο μήνυμα το περνούσε η Έμιλυ, από την ομώνυμη σειρά, αλλά κι αυτή οδηγούσε εν τέλει σε συγκέντρωση Αμερικανών τουριστών στα μονοπάτια του Netflix.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που Άλλαξαν το Παρίσι
Όντας από την επαρχία και λόγω συνθηκών, δεν είχα την τύχη να δω από κοντά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, αλλά ούτε και του Λονδίνου, μια και η Αγγλία, παρότι «Ευρώπη», αποτελούσε –ίσως από πάντα– κάτι «ξένο» στη συνείδησή μου. Για κάποιο λόγο, που επιβεβαιώθηκε και εκ των υστέρων, οι Ολυμπιακοί στο Παρίσι συμβόλιζαν την επιστροφή στη «γειτονιά μας», σε κάτι πολύ οικείο. Για πρώτη φορά, έστω και για 2 μέρες μόνο, έζησα τη διοργάνωση από κοντά, η οποία, μπορώ να πω, ξεπέρασε τις αρχικές προσδοκίες πολλών.
Με έναν Σηκουάνα που καθαρίστηκε όσο δεν πάει, με την –αμφιλεγόμενη– απομάκρυνση των αστέγων σε άλλες περιοχές, με τη δημιουργία 60 χιλιομέτρων ποδηλατοδρόμων, τις καινούργιες αυτοκαθαριζόμενες τουαλέτες και με πόσιμο νερό παντού, τη μείωση των αυτοκινήτων και των καυσαερίων, αλλά και την αρκετά καλή οργάνωση, οι Γάλλοι κατάφεραν να αντιστρέψουν την πτώση. Αν μου έχει μείνει μια στιγμή, ήταν ο μαραθώνιος για όλους. Για πρώτη φορά στα χρονικά της διοργάνωσης, το βράδυ, μετά τον κανονικό μαραθώνιο, μπόρεσαν απλοί άνθρωποι να ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή, βιώνοντάς τον σαν ολυμπιακοί αθλητές. Παρότι δεν συμμετείχα, η εικόνα 20 χιλιάδων ανθρώπων να τρέχουν μεταμεσονύχτια κάτω από τον φωτισμένο με τους ολυμπιακούς κύκλους Πύργο του Άιφελ και τη φλόγα να αιωρείται στο αερόστατο πάνω από την πόλη προσέδιδε μια εικόνα μαγική, αναδεικνύοντας αυτό που ήταν το Παρίσι εκείνη τη στιγμή: το κέντρο του κόσμου.
Έναν χρόνο μετά και στον απόηχο της διοργάνωσης, αναρωτιέμαι τι έχει αλλάξει. Για πρώτη φορά, ενώ μέχρι πρότινος μετακινιόμουν με λεωφορείο ή μετρό, τώρα μετακινούμαι με ποδήλατο. Ένα δίκτυο 1.500 σταθμών με 20.000 ποδήλατα στο κέντρο δίνουν τη δυνατότητα εύκολης, γρήγορης και καθαρής μετακίνησης 24 ώρες το 24ωρο. Σε συνδυασμό με τη μείωση των αυτοκινήτων και τον καλλωπισμό του πρασίνου, η πόλη μοιάζει ήσυχη, καθαρή, φιλική. Το google maps διασπείρει τον κόσμο σε μέρη εκτός κέντρου, πιο ψαγμένα, ενώ ταυτόχρονα οδήγησε στο μαράζωμα των καθαρά τουριστικών επιχειρήσεων (βλ. σουβενίρ) και την αντικατάστασή τους από καλαίσθητα μπιστρό.
Η Βουλή, η Εθνική Βιβλιοθήκη, η θέα από το Bellview ή από τον πύργο Montparnasse, που λατρεύουν να μισούν οι Παριζιάνοι, το σημείο όπου σκοτώθηκε η Diana στην Pont d ’Αlma, το Κανάλι Saint-Martin όπου πετούσε βοτσαλάκια η Αμελί, η Βιλέτ με τις πολιτιστικές δραστηριότητες και το θερινό σινεμά, αλλά και το κοιμητήριο όπου βρίσκονται οι τελευταίες κατοικίες του Chopin και του Jim Morrison, αποτελούν ιδιαίτερες εναλλακτικές επιλογές που περνούσαν απαρατήρητες στα ταξίδια των προηγούμενων χρόνων και που τώρα μπορούν να σε φέρουν πιο κοντά στο αυθεντικό Παρίσι, αυτό που ζουν οι ντόπιοι, μακριά από τα μαζικά τουριστικά hotspots.
Η πόλη περνάει από μια ενδιαφέρουσα φάση, κατά την οποία οι Γάλλοι προσπαθούν να την πάρουν πίσω, εναρμονιζόμενοι με νέες καταστάσεις που στο παρελθόν θεωρούνταν ξένες. Κάθονται στα μπιστρό ή περπατάνε διαβάζοντας ακόμα βιβλία ή εφημερίδες, αλλά πλέον έχουν μειώσει δραματικά το τσιγάρο. Πηγαίνουν σε βιβλιοπωλεία και σινεμά, μόνο που οι ταινίες και τα βιβλία είναι και στα αγγλικά. Η τοπική κουζίνα εξακολουθεί να επικρατεί, αλλά πλέον η παρουσία ιταλικών και ελληνικών εστιατορίων είναι υπερβολικά έντονη. Οι φοιτητές εξακολουθούν να είναι ως επί το πλείστον Γάλλοι, αλλά υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό αγγλικών μεταπτυχιακών. Η πόλη δείχνει διστακτικά να ανοίγεται προς τα έξω.
Έχοντας ολοκληρώσει 30 χιλιόμετρα διαδρομών με το ποδήλατο, αποφασίζω να τρέξω άλλα 10 δίπλα στο ποτάμι. Κάποιοι θαρραλέοι κάνουν μπάνιο, ενώ πολύς κόσμος τρέχει σαν εμένα, φανερώνοντας τη στροφή της πόλης και του κόσμου της σε έναν πιο υγιή και βιώσιμο τρόπο ζωής. Αισθάνομαι κι εγώ, έστω για λίγο, ντόπιος και χαζεύω τα ζευγαράκια που κάθονται ρομαντικά στις όχθες της πόλης του έρωτα, κοιτάζοντας ένα «δραματικό» ηλιοβασίλεμα.
Συνειδητοποιώ πόσο βαρύ συναισθηματικό φορτίο κουβαλάει αυτή η πόλη, τόσο για μένα όσο και για τον κόσμο ολόκληρο. Από τα μέρη που δεν έχω ζήσει ποτέ μόνιμα, το Παρίσι είναι αυτό με το οποίο έχω τη μακροβιότερη και ισχυρότερη σύνδεση.
Αναρωτιέμαι τι να κάνουν τα παιδιά που είχα γνωρίσει εδώ πριν από 20 και πλέον χρόνια. Κάποιους τους παρατηρώ από μακριά στα κοινωνικά δίκτυα: Άλλαξαν δουλειές, μετακόμισαν σε διάφορα μέρη, έκαναν οικογένειες, χώρισαν, ξαναπαντρεύτηκαν. Μια σειρά από διαφορετικά μονοπάτια, προς διαφορετικές κατευθύνσεις που, όπως και το δικό μου, όπως και της ίδιας της πόλης, έχουν μετασχηματιστεί στην πορεία των χρόνων.
Μου έρχεται στο μυαλό η «Καζαμπλάνκα» και μια από τις πιο εμβληματικές εκφράσεις στην ιστορία του κινηματογράφου: «We’ll always have Paris» (=Θα έχουμε πάντα το Παρίσι): οι πρώην εραστές χωρίζονται οριστικά, αλλά οι αναμνήσεις από τις όμορφες στιγμές τους στο Παρίσι θα τους συνδέουν για πάντα. Η φράση έχει αποκτήσει συμβολική σημασία και εκτός ταινίας, εκφράζοντας μια αιώνια νοσταλγία για ένα ευτυχισμένο παρελθόντα χρόνο, μια αξέχαστη εμπειρία που κανείς δεν μπορεί να μας την πάρει, γιατί την έχουμε πάντα μέσα μας, μαζί μας. Κι όσο κι αν είμαστε διαφορετικοί, όσο κι αν βρισκόμαστε σε διαφορετικές τροχιές με τα παιδιά σε εκείνο το λεωφορείο, τόσο συμβολικά όσο και κυριολεκτικά, θα έχουμε πάντα το Παρίσι.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Μπαλί: Πίσω από το Φίλτρο του Instagram