Ήταν Αύγουστος του 2021 όταν η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στο διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ, πρωτεύουσας του Αφγανιστάν. Χιλιάδες απελπισμένοι πολίτες κρέμονταν από τα τελευταία δυτικά αεροπλάνα που αναχωρούσαν μεταφέροντας διπλωμάτες και στρατιώτες. Πολλοί δεν άντεχαν, έπεφταν και έχαναν τη ζωή τους.
Μια μάνα έξω από την περίφραξη του αεροδρομίου έδινε το μωρό της σε έναν Αμερικανό στρατιώτη, ελπίζοντας ότι μακριά από την πατρίδα του το παιδί της θα είχε καλύτερο μέλλον. Οι Ταλιμπάν, που είχαν απομακρυνθεί από την εξουσία με αμερικανική παρέμβαση το 2001, επανήλθαν λίγες εβδομάδες πριν από την 20ή επέτειο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου που οδήγησαν στον πόλεμο.
Παρά τις υποσχέσεις της οργάνωσης για αμνηστία, εξασφάλιση των δικαιωμάτων των γυναικών και ενός ασφαλούς περάσματος των πολιτών προς το αεροδρόμιο της Καμπούλ, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Γυναίκες και παιδιά ξυλοκοπήθηκαν και μαστιγώθηκαν στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο αεροδρόμιο, τη μοναδική ίσως διέξοδο προς την ελευθερία τους.
Συμφωνία στα Χαρτιά
Οι Ταλιμπάν ξεκίνησαν απευθείας διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ το 2018 και το 2020 κατέληξαν σε συμφωνία με την κυβέρνηση του τότε προέδρου Donald Trump. Η λεγόμενη Συμφωνία της Ντόχα προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρούσαν από το Αφγανιστάν και ότι οι Ταλιμπάν θα σταματούσαν τις επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων. Θα εμπόδιζαν επίσης την Αλ Κάιντα ή άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις να επιστρέψουν στη χώρα και θα ξεκινούσαν εθνικές ειρηνευτικές συνομιλίες.
Η συμφωνία όμως έμεινε στα χαρτιά. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την υπογραφή της, οι Ταλιμπάν επεκτείνονταν ταχύτατα σε όλη τη χώρα, συνεχίζοντας τις επιθέσεις εναντίον των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, αλλά και πολιτών. Οι Ταλιμπάν –ή «σπουδαστές» στη γλώσσα της αφγανικής εθνότητας των Παστούν– πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο βόρειο Πακιστάν, λίγο μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν.
Ήταν ένα κίνημα των Παστούν που πιστεύεται ότι ξεκίνησε από θρησκευτικά σεμινάρια, με χρήματα από τη Σαουδική Αραβία, τα οποία δίδασκαν μια σκληροπυρηνική εκδοχή του σουνιτικού ισλαμισμού. Από τα εδάφη όπου ξεκίνησαν στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν υπόσχονταν ειρήνη και ασφάλεια και δεσμεύονταν να επιβάλουν μια αυστηρή εκδοχή του θρησκευτικού νόμου της σαρίας όταν θα καταλάμβαναν την εξουσία.
Υπό τους Ταλιμπάν ήταν έγκλημα να γεννηθείς κορίτσι. Το σχολείο απαγορευόταν στα κορίτσια άνω των 10 ετών, στις γυναίκες απαγορευόταν να εργάζονται, να βγαίνουν από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία ενός άνδρα συγγενή, να έχουν ακάλυπτα δημοσίως μέρη του σώματός τους.
Η οργάνωση γρήγορα επέκτεινε την επιρροή της σε μεγάλο μέρος της χώρας. Τον Σεπτέμβριο του 1995 κατέλαβαν την επαρχία της Χεράτ, στα σύνορα με το Ιράν, και έναν χρόνο αργότερα κατέλαβαν την Καμπούλ και ανέτρεψαν την κυβέρνηση του προέδρου Burhānuddīn Rabbānī, ενός από τους «πατέρες» των Aφγανών μουτζαχεντίν που αντιστάθηκαν στους Σοβιετικούς. Το 1998, οι Ταλιμπάν ήλεγχαν πλέον το 90% της χώρας.
Έγκλημα να Γεννηθεί Κορίτσι
Για μεγάλο μέρος του αφγανικού πληθυσμού, οι Ταλιμπάν ήταν ευπρόσδεκτοι, κυρίως χάρη στην επιτυχή αντιμετώπιση της διαφθοράς και τη βελτίωση των συνθηκών ασφάλειας. Όμως οι Ταλιμπάν επέβαλαν απάνθρωπες ποινές, σύμφωνα με τη δική τους ερμηνεία της σαρίας, όπως δημόσιες εκτελέσεις για όσους είχαν καταδικαστεί για φόνο ή μοιχεία και ακρωτηριασμό για όσους κρίνονταν ένοχοι για κλοπή. Απαγόρευσαν επίσης την τηλεόραση, τη μουσική και τον κινηματογράφο, ενώ οι άνδρες ήταν υποχρεωμένοι να αφήνουν μούσι.
Ο βιασμός και η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών ήταν κοινή πρακτική. Οι τιμωρίες για όσες παραβίαζαν τον άγραφο νόμο των Ταλιμπάν ήταν απάνθρωπες: το 1996 έκοψαν το δάχτυλο μιας γυναίκας στην Καμπούλ επειδή είχε βαμμένα νύχια.
Υπό τους Ταλιμπάν ήταν έγκλημα να γεννηθείς κορίτσι. Το σχολείο απαγορευόταν στα κορίτσια άνω των 10 ετών, στις γυναίκες απαγορευόταν να εργάζονται, να βγαίνουν από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία ενός άνδρα συγγενή, να έχουν ακάλυπτα δημοσίως μέρη του σώματός τους –και για τον λόγο αυτό υποχρεώθηκαν να φοράνε μπούρκα– ή να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας που παρέχονταν από άνδρες. Επιπλέον, στις γυναίκες απαγορευόταν να ασχολούνται με την πολιτική ή να μιλάνε δημοσίως.
Ουσιαστικά, ήταν έγκλειστες στο σπίτι τους. Στην πρωτεύουσα Καμπούλ οι κάτοικοι υποχρεούνταν να καλύπτουν τα παράθυρα στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο των σπιτιών τους ώστε οι γυναίκες που βρίσκονταν μέσα σε αυτά να μην είναι ορατές από τον δρόμο.
Ο βιασμός και η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών ήταν κοινή πρακτική. Οι τιμωρίες για όσες παραβίαζαν τον άγραφο νόμο των Ταλιμπάν ήταν απάνθρωπες: το 1996 έκοψαν το δάχτυλο μιας γυναίκας στην Καμπούλ επειδή είχε βαμμένα νύχια.
Από τα Μίνι στην Μπούρκα
Κατά τη διάρκεια των αλλαγών του πολιτικού σκηνικού στο Αφγανιστάν τα τελευταία 50 χρόνια, τα δικαιώματα των γυναικών έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από διαφορετικές ομάδες με στόχο τα πολιτικά οφέλη – κάποιες φορές βελτιώνονταν, αλλά τις περισσότερες καταπατούνταν. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 που ξέσπασε ο σοβιετικο-αφγανικός πόλεμος, ο 20ός αιώνας είχε καταγράψει μια σχετικά σταθερή πρόοδο στον τομέα των δικαιωμάτων των γυναικών στη χώρα.
Οι Αφγανές απέκτησαν δικαίωμα ψήφου το 1919 – μόλις έναν χρόνο αργότερα σε σχέση με τις γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο και έναν χρόνο πριν από τις γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τη δεκαετία του ’50 καταργήθηκε η «purdah» (στα ιρανικά σημαίνει «κουρτίνα» και αναφέρεται στο έθιμο που υπάρχει σε κάποιες μουσουλμανικές και ινδουιστικές κοινωνίες για τον διαχωρισμό των πολιτών με βάση το φύλο. Με βάση το έθιμο αυτό, οι γυναίκες έμεναν σε ξεχωριστά δωμάτια ή πίσω από μια κουρτίνα, φορούσαν μπούρκα και περιορίζονταν όλες οι προσωπικές, οικονομικές και κοινωνικές τους δραστηριότητες εκτός του σπιτιού).
Τη δεκαετία του ’60 ένα νέο Σύνταγμα έφερε την ισότητα σε πολλούς τομείς της ζωής, ανάμεσά τους και στη συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Οι γυναίκες ήταν μορφωμένες και εργάζονταν, ειδικά στην πρωτεύουσα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Ενδεικτικό είναι ότι το 50% των φοιτητών και το 60% των καθηγητών στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ ήταν γυναίκες. Επίσης, γυναίκες ήταν το 70% των εκπαιδευτικών στα σχολεία, το 50% των δημοσίων υπαλλήλων και το 40% των γιατρών στην Καμπούλ.
Η ζωή τότε αποτυπώνεται με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο μέσα από μια σειρά φωτογραφιών που είχε τραβήξει ο Αμερικανός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, William Podlich, ο οποίος έζησε με την οικογένειά του στην Καμπούλ το 1967 και το 1968. Η οικογένειά του έδωσε τις φωτογραφίες αυτές στη δημοσιότητα έπειτα από 33 χρόνια. Ο φακός του ερασιτέχνη φωτογράφου Podlich έχει απαθανατίσει γυναίκες να κυκλοφορούν με μίνι φούστες, να ψωνίζουν ελεύθερες στις υπαίθριες αγορές και κατοίκους να δείχνουν ευτυχισμένοι, να πηγαίνουν εκδρομές και να διασκεδάζουν, εικόνες που παρέπεμπαν στα πρότυπα της Δύσης.
Όλα αυτά άλλαξαν με την έλευση των Ταλιμπάν στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ωστόσο, το 2001, με την ήττα των Ταλιμπάν, οι γυναίκες μπόρεσαν να ελπίσουν: πέταξαν την μπούρκα και άρχισαν και πάλι να κυκλοφορούν χωρίς τη συνοδεία ανδρών. Περίπου το 38% επέστρεψαν στις δουλειές τους, το 35% των μαθητών στα σχολεία ήταν κορίτσια και τα πανεπιστήμια άνοιξαν και πάλι τις πόρτες τους στις φοιτήτριες.
Στο Ίδιο Έργο Θεατές
Οι Ταλιμπάν είχαν δώσει δείγματα γραφής και τον περασμένο Αύγουστο που κατέλαβαν και πάλι την εξουσία τίποτα δεν προμήνυε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Οι συνθήκες ζωής για τις γυναίκες θα θύμιζαν και πάλι μεσαίωνα, κάτι που δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει ένας κάτοικος της Δύσης. Η νέα ντε φάκτο προσωρινή κυβέρνηση, στην οποία δεν συμμετέχει καμία γυναίκα, υποσχέθηκε ότι οι γυναίκες θα έχουν δικαίωμα στην εργασία και στην εκπαίδευση εντός ενός ισλαμικού πλαισίου και δεσμεύτηκε για μια προσέγγιση διακυβέρνησης με συμπερίληψη.
Ωστόσο, οι Ταλιμπάν απαγόρευσαν στις γυναίκες να συνεχίσουν να εργάζονται. Οι οδηγοί ταξί έλαβαν εντολή να μην παραλαμβάνουν γυναίκες αν δεν φορούν συγκεκριμένο είδος χιτζάμπ, ήραν την υπόσχεση παροχής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στα κορίτσια (μέχρι νεωτέρας), διέταξαν όλα τα πάρκα ψυχαγωγίας να διαχωρίζουν τους επισκέπτες με βάση το φύλο και έδωσαν εντολή στις αεροπορικές εταιρείες να μη δίνουν εισιτήρια στις γυναίκες που δεν συνοδεύονται στο ταξίδι τους από έναν άνδρα της οικογένειάς τους.
Μόνο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια έχουν λάβει μέχρι στιγμής άδεια να λειτουργήσουν, όμως με ξεχωριστά μαθήματα για άνδρες και γυναίκες και με τους Ταλιμπάν να φρουρούν τα κτίρια απέξω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των πραγματικών προθέσεων του φονταμενταλιστικού σουνιτικού κινήματος είναι η κατάργηση του Υπουργείου Γυναικείων Υποθέσεων και η αντικατάστασή του με το Υπουργείο Προώθησης της Αρετής και Πρόληψης της Διαφθοράς.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι 250 Αφγανές δικαστές εξέφρασαν φόβους για τη ζωή τους, καθώς άνδρες που είχαν κάποτε στείλει στη φυλακή απελευθερώθηκαν από τους Ταλιμπάν και τις καταδίωκαν.
Το Υπουργείο Γυναικείων Υποθέσεων ιδρύθηκε το 2011 (την ίδια χρονιά που το Αφγανιστάν χαρακτηρίστηκε «η πιο επικίνδυνη χώρα για μια γυναίκα») με στόχο να «εφαρμόσει την κυβερνητική πολιτική για την εξασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων των γυναικών της χώρας». Στην πορεία του αντιμετώπισε πολλά προβλήματα λόγω ελλείψεων πόρων και αδυναμίας άσκησης επιρροής, αλλά και μόνο η ύπαρξή του συνιστούσε μια σημαντική υπενθύμιση προς την κυβέρνηση για την υποχρέωσή της, βάσει του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να διασφαλίσει την έμφυλη ισότητα.
Το Αφγανιστάν επικύρωσε τη Συνθήκη για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διάκρισης Σε Βάρος των Γυναικών το 2003. Από την άλλη, το Υπουργείο Προώθησης της Αρετής και Πρόληψης της Διαφθοράς διατηρήθηκε στη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης των Ταλιμπάν (1996-2001) και έγινε σύμβολο της κακοποίησης εις βάρος των γυναικών και των ανδρών μέσω δημόσιων ξυλοδαρμών ή φυλακίσεων: οι γυναίκες υφίσταντο δημόσιο ξυλοδαρμό, για παράδειγμα, επειδή φορούσαν κάλτσες που δεν ήταν αρκούντως αδιαφανείς ή επειδή έδειξαν δημοσίως τους αστραγάλους ή τους καρπούς των χεριών τους, ενώ οι άνδρες επειδή κούρεψαν το μούσι τους.
«Ακόμα και ο προφήτης Μωάμεθ είπε ότι όλοι έχουν το δικαίωμα στη μόρφωση, αλλά οι Ταλιμπάν άρπαξαν από εμάς αυτό το δικαίωμα», λέει μια νεαρή διαδηλώτρια, η Nauesha.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, οι 250 Αφγανές δικαστές εξέφρασαν φόβους για τη ζωή τους καθώς άνδρες που είχαν κάποτε στείλει στη φυλακή απελευθερώθηκαν από τους Ταλιμπάν και τις καταδίωκαν. Κάποιες πρόλαβαν και εγκατέλειψαν τη χώρα, άλλες ζήτησαν βοήθεια από δικαστές και ακτιβιστές για να μπορέσουν να φύγουν. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζουν και γυναίκες αξιωματικοί της αστυνομίας, οι οποίες δέχονται απειλητικά τηλεφωνήματα.
Στους Δρόμους
Οι γυναίκες όμως δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια. Από τότε που επανήλθαν οι Ταλιμπάν στην εξουσία διαδηλώνουν διεκδικώντας το δικαίωμα στη μόρφωση, αλλά και μια καλύτερη ζωή, και αξιώνουν να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά τους στην εκπαίδευση, στην εργασία και στην ελευθερία. Διαμαρτύρονται με πλακάτ που γράφουν «Η εκπαίδευση είναι θεμελιώδες δικαίωμά μας, όχι ένα πολιτικό σχέδιο» και συνθήματα όπως «Ανοίξτε τα σχολεία! Δικαιοσύνη, δικαιοσύνη».
Σε πολλές περιπτώσεις οι δυνάμεις ασφαλείας διαλύουν βίαια τις διαδηλώσεις ή εμποδίζουν τους ξένους δημοσιογράφους να βγάλουν φωτογραφίες ή να τραβήξουν βίντεο. Άνδρες του κινήματος ξυλοκοπούν, απειλούν ή θέτουν υπό κράτηση όσες συμμετέχουν σε τέτοιες κινητοποιήσεις.
«Ακόμα και ο προφήτης Μωάμεθ είπε ότι όλοι έχουν το δικαίωμα στην μόρφωση, αλλά οι Ταλιμπάν άρπαξαν από εμάς αυτό το δικαίωμα», λέει μια νεαρή διαδηλώτρια, η Nauesha. «Οι Ταλιμπάν πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία για τα κορίτσια. Οι γυναίκες είναι το ήμισυ της κοινωνίας, δεν μπορούν έτσι απλά να εξαφανίσουν τη μισή κοινωνία. Οι γυναίκες πρέπει να συνεργαστούν με τους άνδρες για το καλό της χώρας, για το καλό όλων μας», προτρέπει από την πλευρά της η ακτιβίστρια Leyla Wasim.
Μέχρι στιγμής όμως όλα αυτά φαντάζουν ευχολόγια.
Διαβάστε ακόμη στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land:
Γιατί οι Γυναίκες Αποσιωπώνται από την Ιστορία;