Ένα μνημειώδες και σπάνιο έργο ζωγραφικής συγκαταλέγεται στην επερχόμενη δημοπρασία του Οίκου Βέργος που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 1 Ιουνίου στο Ζάππειο. Πρόκειται για τον πίνακα «Μάχη Ελλήνων και Τούρκων», ο οποίος φέρει την υπογραφή του Barend Cornelis Koekkoek. Η ελαιογραφία προέρχεται από τη συλλογή του Αλέξανδρου Ιόλα και έχει εκτεθεί στη Βουλή των Ελλήνων και στο Πολεμικό Μουσείο. Το μέγεθός της είναι εντυπωσιακό (205×160 εκ.), προσκαλώντας άμεσα το κοινό να περιεργαστεί τη μάχη που εκτυλίσσεται σε ένα τοπίο μεγαλοπρεπές.
Στο πρώτο επίπεδο, σε βραχώδη τόπο δίπλα σε ερείπια, Έλληνες αγωνιστές κραδαίνουν όπλα και σπαθιά με χαρακτήρα ηρωικό απέναντι στους Τούρκους που καταφθάνουν έφιπποι στο σημείο της μάχης μέσα από ορεινό δύσβατο πέρασμα. Ανάμεσα στους ξαφνιασμένους Οθωμανούς, άλογα και πολεμιστές κείτονται νεκροί, γύρω από την κεντρική φιγούρα ενός έκπληκτου στρατηγού που καβαλάει το λευκό του άλογο. Μοιάζει να ακούγεται ο πάταγος και οι φωνές των ζώων και των ανθρώπων που αντηχούν κατά τη διάρκεια της μάχης.
Ο θεατρικός φωτισμός του καθοδικού στενού περάσματος και του ορεινού όγκου που εκτείνεται στο βάθος από τα χρώματα του δειλινού υποβάλλει τον θεατή και δημιουργεί ένα επιβλητικό σκηνικό, ενώ το συναίσθημα που αντικατοπτρίζεται στα πρόσωπα των εικονιζόμενων δίνει στο έργο ρομαντικό χαρακτήρα.
Ο Barend Cornelis Koekkoek (1803-1862) είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Ολλανδούς τοπιογράφους του 19ου αιώνα. Μάλιστα, θεωρείται ο πλέον ρομαντικός Ολλανδός τοπιογράφος. Ο καλλιτέχνης εξειδικεύτηκε στην απόδοση πανοραμικής άποψης τοπίων που είχαν ως θέμα τα δάση και τις κοιλάδες του Ρήνου στη Γερμανία. Το έργο του είχε ιδιαίτερη απήχηση, ήδη στην εποχή του, καθώς απέδωσε στον καμβά ορεινά, δασώδη ειδυλλιακά τοπία, τα οποία εμπλούτισε με ψηλές αιωνόβιες βελανιδιές. Επιπλέον, με τη δεξιοτεχνική χρήση του φωτός δημιούργησε επιβλητικά σκηνικά με έντονες αντιθέσεις και εικόνες μαγευτικών τοπίων.
Ο Koekkoek γεννήθηκε στην Ολλανδία από οικογένεια καλλιτεχνών και σπούδασε με υποτροφία στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ. Το 1829 έλαβε χρυσό μετάλλιο για τον πίνακα «Landscape with a Rainstorm Threatening», που βρίσκεται στο Rijksmuseum. Το 1834 μετακόμισε με τη σύζυγό του στην πόλη της Κλέβης, στην περιοχή του Ρήνου της Γερμανίας. Εκεί μελέτησε σε βάθος τα δάση του Ρήνου, τα οποία αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το έργο του.
Μετά το 1840, ο Koekkoek άρχισε να δημιουργεί τοπία που υπογράμμιζαν τη ρομαντική του προσέγγιση απέναντι στη φύση και που τον έκαναν τόσο διάσημο. «Είχε την τάση να τοποθετεί μικρές φιγούρες σε απέραντες εκτάσεις με βαθιές κοιλάδες, αφιλόξενους γκρεμούς και περήφανα κάστρα. Τα σκηνικά αυτά γίνονται πιο δραματικά με τις έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι». Το 1841 ανακηρύχθηκε από τους συγχρόνους του «Πρίγκιπας των Τοπιογράφων». Από εκείνη τη στιγμή έλαβε μεγάλο αριθμό παραγγελιών από διακεκριμένους φιλότεχνους της εποχής, μεταξύ των οποίων ήταν οι βασιλείς της Ολλανδίας, της Ρωσίας και της Πρωσίας.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έλαβε σημαντικά μετάλλια, τιμές και παράσημα, ενώ τα έργα του σήμερα βρίσκονται σε μεγάλες μουσειακές συλλογές, όπως στο Rijksmuseum του Άμστερνταμ και στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης. Το έργο του Barend Cornelis Koekkoek θεωρείται μουσειακού επιπέδου. Για τον λόγο αυτό, όταν οι πίνακες του καλλιτέχνη εμφανίζονται στη διεθνή αγορά προσελκύουν το ενδιαφέρον του αγοραστικού κοινού και κατοχυρώνουν υψηλές τιμές, που συχνά ξεπερνούν την ανώτατη τιμή εκτίμησης.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Οίκος Βέργος: Δημοπρασία με Έργα Κορυφαίων Ελλήνων Δημιουργών
Τα «Στοιχεία Αυτογνωσίας» της Μαριάννας Λούρμπα