“Κι ας μη μου ‘χεις χαρίσει ποτέ ένα χάδι σου μόνο, πάντα εδώ θα γυρνώ”, όπως λέει και ένα τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου. Από τις 3 Σεπτεμβρίου 2002, όταν πρωτανέβηκα στο αεροπλάνο για Βρυξέλλες, ήξερα ότι μια μέρα θα γυρνούσα. Κάθε χρόνος που περνούσε στα ξένα έκαιγε το φιτίλι της φλόγας στο καντήλι του νόστου. Λαχτάρα να επιστρέψω στην οικογένεια και τους φίλους μου, στη θάλασσα και στον ήλιο, στο φαγητό της μάνας, σε έναν κρύο καφέ της προκοπής. Να βλέπω την αγαπημένη μου ομάδα στο γήπεδο τις Κυριακές, τα Σαββατοκύριακα να βρίσκω ανοιχτά τα εστιατόρια και τα καφέ, να λέω τα νέα μου στα παιδιά από το γωνιακό παντοπωλείο.
Όταν έφευγα, δεν μιλούσαν ακόμα στην Ελλάδα για brain drain. Όσοι πήγαιναν έξω για σπουδές συνήθως ξαναγύριζαν πίσω σύντομα. Να θυμίσω, η Ελλάδα τότε στο ευρώ, οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο σπίτι τους, γεμάτοι προσδοκίες για την επανίδρυση του κράτους. Θυμάμαι τους δικούς μου να μου λένε να γυρίσω όσο είναι ακόμα καιρός. Οι λόγοι, όμως, της διαρροής του δικού μου εγκεφάλου ήταν μάλλον προπομποί εκείνων που τελικά προκάλεσαν το τσουνάμι που ακολούθησε στη δεκαετία της ελληνικής οικονομικής καταστροφής.
Τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου σκεφτόμουν σοβαρά να συνεχίσω τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη λατρεμένη νύφη του Θερμαϊκού. Σύντομα, όμως, κατάλαβα ότι εξαιτίας μιας άτυπης και αόρατης -πλην ανίκητης- ιεραρχικής επετηρίδας “ισχυρών μέσων” θα ήταν πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολο να γίνω δεκτός στο τμήμα που επιθυμούσα. Από συγκυρίες, με γαλλικά μόλις ενάμιση έτους, μάζεψα τα πράγματα μου σε δυο βαλίτσες και προσγειώθηκα στη Rue Blanche κοντά στην Place Stéphanie των Βρυξελλών ένα απομεσήμερο, για να εξειδικευθώ στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Προς τα τέλη του 2014 έκανα την πρώτη πραγματική απόπειρα να επιστρέψω. Τότε πια, όλοι είχαν μάθει για το brain drain. Κι εγώ, πάλι ανάποδα, όταν αυτοί πήγαιναν, γύριζα.
Το ένα μεταπτυχιακό έφερε τ’ άλλο, ένα διδακτορικό που ξεκίνησε και δεν τέλειωσε ποτέ, τις ακριβοθώρητες πρακτικές στην Κομισιόν και μετά, ο μαγικός κόσμος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Δεν πέρασαν ούτε μια φορά Χριστούγεννα, Πάσχα, εκλογές, καλοκαίρι που να μη γύριζα στην Ελλάδα. Άλλοι μάζευαν τα χρήματά τους για ταξίδια μακρινά ως τη Τζαμάικα, και εγώ λυσσούσα να πάρω το αεροπλάνο και να προσγειωθώ στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς μου. Στην ουσία δούλευα έντεκα μήνες στις Βρυξέλλες για να κάνω ένα μήνα διακοπές στην Ελλάδα. Δεν έβγαζε πολύ νόημα αυτή η εξίσωση.
Δεν μου άρεσε η βροχή, δεν μου άρεσε το γκρίζο, δεν μου άρεσε που έκανα δεκαπέντε μέρες να δω ήλιο, δεν μου άρεσε να πληρώνω 15 ευρώ για ένα πιάτο φακές με φέτα, δεν μου άρεσε η καταναγκαστική διασκέδαση της μπίρας μέχρι τελικής πτώσεως. Ισχύει ότι το πιο ελκυστικό στοιχείο των Βρυξελλών, πέραν των καλών μισθών, του πολυπολιτισμικού εργασιακού περιβάλλοντος και της πρόκλησης να δουλεύεις στα ευρωπαϊκά όργανα, ήταν η δυνατότητα να παίρνεις κυριολεκτικά όποια ώρα θες το αυτοκίνητο, το τρένο ή το αεροπλάνο και να φεύγεις μακριά της, για όπου ήθελες στην Ευρώπη.
Πώς πέρασαν δεκαπέντε χρόνια δεν ξέρω να πω. Σαν φιλμάκι από προσεχώς στο σινεμά, ο πατέρας αρρώστησε και ύστερα έφυγε, έκανα ένα εννιάμηνο διάλειμμα για το φανταρικό, μετά αρρώστησε και ο μέντορας και εργοδότης μου, και έτσι προς τα τέλη του 2014 έκανα την πρώτη πραγματική απόπειρα να επιστρέψω. Τότε πια, όλοι είχαν μάθει για το brain drain. Κι εγώ, πάλι ανάποδα, όταν αυτοί πήγαιναν, γύριζα. Μα έλα που έπεσα πάνω στην πρώτη φορά αριστερά και στο δημοψήφισμα που έφερνε τη χώρα ένα βήμα πριν την έξοδό της από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ομολογώ ότι το σοκ με συγκλόνισε. Μέχρι τότε μετρούσα 12 χρόνια ακαδημαϊκής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας στα ευρωπαϊκά, δεν το χωρούσε ο νους μου ότι είχαμε φθάσει συλλογικά, ως χώρα, πολιτικό σύστημα και κοινωνία να θέλουμε να εγκαταλείψουμε την ευρωπαϊκή οικογένεια παρασυρμένοι από κάποιους ενήλικες που παίζανε στα ζάρια την τύχη μας σε κάποια δωμάτια των Βρυξελλών. Εκεί όπου τελικά σύντομα ξαναγύρισα, όχι γιατί είχα αποφασίσει να ξαναφύγω, αλλά γιατί δεν μπορούσα να πω όχι στην “once in a lifetime”, όπως λένε και στο χωριό μου στη Σύμη, επαγγελματική ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε.
Μετά από δυόμισι χρόνια, πριν ακριβώς 12 μήνες, έχοντας σώας τας φρένας και με πλήρη συνείδηση και επίγνωση του τι πάμε να κάνουμε, ζητήσαμε μαζί με τη σύζυγό μου από τον πελαργό να μας παραδώσει τον κυοφορούμενό μας στην Ελλάδα. Για να μεγαλώσει με τον παππού και τις γιαγιάδες του, τους θείους, τις θείες και την ξαδέλφη του, για να τρέφεται με τα όλο γεύση αγαθά της γης μας, για να κάνει βόλτες γύρω από την Ακρόπολη και να χαζεύει το μπλε της θάλασσάς μας. Για να μη γίνει ένα “Βελγάκι”, για να μη χρειάζεται βιταμίνες επειδή δεν τον βλέπει ο ήλιος, για να μην επικοινωνεί με την οικογένειά του στην Ελλάδα μόνο από το Facetime.
Το τίμημα; Του χρόνου θα είναι η πρώτη φορά που θα υποβάλω φορολογική δήλωση ως ελεύθερος επαγγελματίας για εισοδήματα που αποκτώ πλέον στην Ελλάδα και τα μαντάτα από την καλή μου λογίστρια είναι μαύρα κι άραχνα. Παρότι έλειπα από τη χώρα τόσα χρόνια, θα κληθώ να πληρώσω κι εγώ τα σπασμένα σε εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία, προκαταβολές φόρων, τέλη επιτηδεύματος, χωρίς να μου αναγνωρίζεται κανένα ελαφρυντικό, ή άντε να μου δοθεί ένα τυράκι, ένα μικρό κίνητρο. Άραγε, για να αναστραφεί το brain drain αρκούν μόνο δακρύβρεχτοι λόγοι και προσκλητήρια; Ναι, καλή η οικονομική σταθερότητα και σπουδαία η ελπίδα ότι θα ανοίξουν νέες καλές δουλειές, αλλά για έναν εχέφρονα οικογενειάρχη που τα βάζει κάτω, οικονομικά το πλάνο δεν βγαίνει.
Ύστερα είναι και όλα αυτά που έχουν ριζώσει για τα καλά στο DNA μας και που τόσα χρόνια είτε ο νόστος εξωράιζε, είτε εγώ έκανα πως δεν έβλεπα. Το ανάθεμα για τα ανύπαρκτα, διαλυμένα, καβαλημένα από μηχανές και αυτοκίνητα πεζοδρόμια και ράμπες, που αναγκάζουν άτομα περιορισμένης κινητικότητας και γονείς με καροτσάκια να κατεβαίνουν στο οδόστρωμα και να διακινδυνεύουν τη σωματική ακεραιότητά τους. Ο φόβος για το τι θα συναντήσουμε αν χρειαστεί ποτέ να πάμε σε δημόσιο νοσοκομείο. Η αγωνία για το αν και πού θα βρούμε όταν έρθει η ώρα θέση σε βρεφοκομείο και νηπιαγωγείο. Τα πεντέμισι χρόνια που έκανε η μητέρα μου να πάρει τη σύνταξή της.
Τα μπινελίκια που ακούει -και ελπίζω ότι δεν καταλαβαίνει- ο έξι μηνών γιος μου με όλες και όλους τους “στα τέτοια μου” τύπους που μου κάνουν τα νεύρα νερό καθημερινά – τον μηχανάκια που οδηγεί πάνω στον ποδηλατόδρομο, τον παρκαρισμένο ΑμεΑ πάνω σε πεζοδρόμιο κλείνοντας ράμπα ΑμΕΑ, τον ανήλικο καπνιστή μέσα στο ασανσέρ του Μετρό, τη μάνα με τη δεκάχρονη κόρη καθισμένη μπροστά της, χωρίς κράνος, πάνω σε σκούτερ, στην αριστερή λωρίδα της εθνικής, τους εξυπνάκηδες οδηγούς επιστροφείς των διακοπών και των Σαββατοκύριακων που πάνε επειδή μπορούν από τη Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης, την κυρία που βγάζει καθημερινά στο ίδιο πάρκο την όμορφη σκυλίτσα της χωρίς να μαζεύει ποτέ τις ακαθαρσίες της.
Πάρα ταύτα, γύρισα. Ελπίζω, τρέμει το φυλλοκάρδι μου δηλαδή, να πάνε όλα καλά αυτή τη φορά. Αν όχι, εύχομαι ο γιος μου να καταλάβει μια μέρα και να με συγχωρήσει, αν πήραμε τη ζωή μας τελικά τόσο λάθος. Θα είμαι ο πρώτος που θα του πω να φύγει μακριά και να έρχεται εδώ μόνο για διακοπές. Αν και νομίζω ότι και εκείνος το ίδιο βλάψιμο θα έχει, όπως και ο μπαμπάς του: “Από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη τη χώρα, μέχρι να βρω νερό, γιατί ανήκω εδώ”!