Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα σου η αδικία παραμονεύει, μάλιστα και με… τήβεννο. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι η επικρατούσα έμφυλη ανισότητα στην ανώτατη εκπαίδευση και την επιστημονική έρευνα; Πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις το γεγονός ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι γυναίκες ερευνήτριες κατέχουν θέσεις μερικής απασχόλησης και χαμηλής αμοιβής; Τι άλλο να πεις για το γεγονός ότι λίγες γυναίκες φτάνουν στη βαθμίδα του τακτικού καθηγητή πανεπιστημίου;
Γι’ αυτή την αδικία της έμφυλης ανισότητας (και) στην ανώτατη εκπαίδευση και στην επιστημονική έρευνα μας μιλά η επίκουρη καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και κύρια ερευνήτρια στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) Ντία Αναγνώστου, η οποία συντονίζει το έργο «Καταπολεμώντας τις Έμφυλες Ανισότητες στην Έρευνα και στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ελλάδα (GENDRHED)».
Τι είναι αυτό το έργο;
Μια ελπίδα για ένα πιο δίκαιο αύριο.
Θα πετύχει κάτι ουσιαστικό;
Θα δείξει.
Έχει νόημα;
Σημαντικό. Γιατί έτσι όπως σκιαγραφεί την κατάσταση με τον σεξισμό να επικρατεί στην ανώτατη εκπαίδευση και την επιστημονική έρευνα η κυρία Ντία Αναγνώστου, η… ζούγκλα του μαυροπίνακα πρέπει να αλλάξει επειγόντως.
Ισχύει πως η ανώτατη εκπαίδευση και η επιστημονική έρευνα χαρακτηρίζονται από βαθιές έμφυλες ανισότητες και προκαταλήψεις;
Οι γυναίκες έχουν εισέλθει μαζικά στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας τις τελευταίες δεκαετίες. Οι έμφυλες ανισότητες, ωστόσο, εξακολουθούν να διαπερνούν τη διάρθρωση και τη λειτουργία αυτών των κλάδων, τόσο στο εκπαιδευτικό όσο και στο επαγγελματικό κομμάτι. Και μάλιστα, στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Τη δεκαετία του 1990 αποκρυσταλλώθηκε μια συνείδηση γύρω από αυτές τις ανισότητες. Εκθέσεις έφεραν στο φως φαινόμενα σεξισμού και νεποτισμού στις διαδικασίες κρίσεις επιστημόνων σε χώρες όπως η Σουηδία. Ταυτόχρονα, κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, όπως το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), είχαν παραδεχτεί δημόσια ότι έδιναν χαμηλότερες αμοιβές και λιγότερους πόρους στις επιστημόνισσες σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισε να διαμορφώνει μια πολιτική για να αντιμετωπίσει τις έμφυλες ανισότητες στους τομείς αυτούς.
Πώς αποτυπώνονται αυτές οι ανισότητες και οι προκαταλήψεις στην πανεπιστημιακή/ερευνητική κοινότητα;
Το 2019, πάνω από το 50% των νέων διδακτορικών σε ελληνικά πανεπιστήμια σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους απονεμήθηκε σε γυναίκες. Παρ’ όλα αυτά, λιγότερο από το ένα τρίτο των ερευνητών/τριών στην Ευρώπη είναι γυναίκες – οι περισσότερες στον δημόσιο τομέα και μόλις το 15% στη βιομηχανία. Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι ερευνήτριες κατέχουν θέσεις μερικής απασχόλησης, χαμηλής αμοιβής και μεγάλης επισφάλειας. Υποεκπροσωπούνται σημαντικά μεταξύ των μελών στις ερευνητικές ομάδες (ειδικά ως επικεφαλής), ενώ αποτελούν μόλις το 10% των κατόχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη (κατά τα έτη 2015-2018).
Ενώ πολύ περισσότερες γυναίκες σήμερα ξεκινούν μια σταδιοδρομία στο πανεπιστήμιο, η παρουσία τους όσο ανεβαίνουμε στις ανώτερες βαθμίδες εξέλιξης μειώνεται σημαντικά, για να μην πω δραματικά. Η καριέρα αυτή για πολλές γυναίκες δεν απογειώνεται ποτέ. Παραμένουν σε χαμηλές βαθμίδες, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο αριθμός των γυναικών που εξελίσσονται στις ανώτερες θέσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ αποτελούν το 35-45% των πρώτων δύο πανεπιστημιακών βαθμίδων, η παρουσία τους μειώνεται δραστικά στις ανώτερες βαθμίδες (π.χ. κάτω από το 25-30% στο επίπεδο του τακτικού καθηγητή). Εν ολίγοις, οι νέες γυναίκες ξεκινούν μεν με υψηλή μόρφωση και δεξιότητες, σε ίση αναλογία με τους άνδρες, αυτό όμως δεν έχει αντίκρισμα στην επαγγελματική σταδιοδρομία τους στην επιστήμη και στην ανώτατη εκπαίδευση.
Οι παραδοσιακές αντιλήψεις και τα έμφυλα στερεότυπα εμπεδώνονται και αναπαράγονται, συχνά ασυνείδητα, μέσα στην κοινωνία, αλλά και μέσα από τις δομές και τις πρακτικές της ακαδημαϊκής και επιστημονικής κοινότητας. Έτσι, προκύπτουν και οι ανισότητες.
Ενώ οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα του προσωπικού που υποστηρίζει διοικητικά την επιστημονική έρευνα, καταλαμβάνουν μόλις το ¼ των θέσεων ανώτατης διοίκησης (πρυτάνεις, κοσμήτορες, πρόεδροι ή διευθυντές ερευνητικών κέντρων, μέλη διοικητικών συμβουλιών κ.ά.). Και στο κομμάτι της διοικητικής υποστήριξης της έρευνας και της ανώτατης εκπαίδευσης, η επαγγελματική ανέλιξη γυναικών προσκρούει στο γνωστό εμπόδιο της «γυάλινης οροφής» (glass ceiling).
Κάποτε είχαμε ταυτίσει τις γυναίκες με τις ανθρωπιστικές, ίσως και τις κοινωνικές, επιστήμες και τους άνδρες με τις θετικές, φυσικές, εφαρμοσμένες επιστήμες. Είναι παρωχημένη αυτή η αντίληψη ή εξακολουθεί να υπάρχει και να περιορίζει τους επαγγελματικούς ορίζοντες των γυναικών, ακόμη και αν επιλέξουν να σπουδάσουν σε «ανδρικές» σχολές, όταν στη συνέχεια χρειάζεται να καταβάλλουν μεγαλύτερη προσπάθεια για να σταθούν σε ανδροκρατούμενο εργασιακό περιβάλλον;
Σαφώς εξακολουθεί να υπάρχει η αντίληψη ότι οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές είναι πιο «γυναικείες», ενώ οι θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες είναι «ανδρικές». Όσο εξακολουθεί να υπάρχει στην πράξη αυτό το χάσμα, διαιωνίζονται και τα αντίστοιχα έμφυλα πρότυπα και στερεότυπα. Οι ανισότητες που σας περιέγραψα είναι πολύ πιο μεγάλες στους τομείς της επιστήμης, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών (STEM).
Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, οι γυναίκες αναλογούν σε λιγότερο από το 20% των πτυχιούχων σε αυτούς τους τομείς. Η συμμετοχή τους αυξάνεται πολύ αργά. Τι σημαίνει αυτό; Ότι περιορίζονται δραστικά οι ευκαιρίες των γυναικών για επαγγελματική σταδιοδρομία σε τομείς της οικονομίας που έχουν τους ταχύτερους ρυθμούς δημιουργίας θέσεων εργασίας – δηλαδή σε κλάδους της ψηφιακής τεχνολογίας.
Σε αυτούς τους κλάδους, η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει σοβαρή έλλειψη δεξιοτήτων και ανθρώπινου δυναμικού. Οι γυναίκες αποτελούν σε ποσοστό λιγότερο από το 25% των επαγγελματιών στα πεδία της επιστήμης, της μηχανικής και της τεχνολογίας και μόλις το 14% αυτών είναι σε υψηλές θέσεις ευθύνης και εποπτείας σε αυτούς τους κλάδους.
Τελικά, γιατί υπάρχουν οι έμφυλες ανισότητες και στην εκπαίδευση/έρευνα;
Οι παραδοσιακές αντιλήψεις και τα έμφυλα στερεότυπα εμπεδώνονται και αναπαράγονται, συχνά ασυνείδητα, μέσα στην κοινωνία, αλλά και μέσα από τις δομές και τις πρακτικές της ακαδημαϊκής και επιστημονικής κοινότητας. Έτσι, προκύπτουν και οι ανισότητες που σας ανέφερα. Γιατί χαρακτηριστικά όπως η ευαισθησία και η ενσυναίσθηση, που θεωρούνται (συχνά λανθασμένα) γυναικεία, κρίνονται ως ασύμβατα με την ικανότητα ενός ατόμου να διοικήσει αποτελεσματικά;
Οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τη «φύση» και τον ρόλο της γυναίκας και οι έμφυλες προκαταλήψεις εξακολουθούν να επιβιώνουν, παρά τη χειραφέτηση μεγάλου αριθμού εργαζόμενων γυναικών, πολλές από τις οποίες διαπρέπουν σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενους επαγγελματικούς χώρους. Πώς εξηγείται ότι οι γυναίκες εξακολουθούν να θεωρούνται υπεύθυνες και να αναλαμβάνουν σημαντικά μεγαλύτερο βάρος της οικογενειακής φροντίδας;
Η εμπειρία αλλά και οι έρευνες δείχνουν ότι η δημιουργία οικογένειας και η ανάληψη ευθυνών για τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων εμποδίζουν ή αναστέλλουν την εξέλιξη των γυναικών πανεπιστημιακών και επιστημονισσών, αλλά όχι των ανδρών συναδέλφων τους (ή σε πολύ λιγότερο βαθμό). Και στον χώρο αυτό, το πρότυπο του «ιδανικού πανεπιστημιακού» και του «πετυχημένου επιστήμονα» που δουλεύει με πλήρη απασχόληση, είναι αφιερωμένος στην επιστήμη και έχει μεγάλη κινητικότητα, είναι κυρίαρχο και προφανώς ανδρικό.
Συγκριτικά με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πόσο πίσω είμαστε ως προς την έμφυλη ισότητα στα πανεπιστήμια;
Με βάση τους γενικούς δείκτες, η κατάσταση της ισότητας των φύλων στα πανεπιστήμια και την επιστημονική έρευνα στη χώρα μας είναι αντίστοιχη με αυτή στη Γαλλία, στην Ισπανία, αλλά και στη Γερμανία. Σε άλλες χώρες, ωστόσο, όπως οι σκανδιναβικές, το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και η Πορτογαλία, η εικόνα είναι σαφώς καλύτερη. Συνολικά, η Ελλάδα βρίσκεται ελαφρώς χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Γιατί άλλοι Ευρωπαίοι τα καταφέρνουν καλύτερα από εμάς;
Η ισότητα των φύλων αποτελεί θεμελιώδη προτεραιότητα του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας που διαμορφώνουν τα 27 κράτη-μέλη και η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την έρευνα και την καινοτομία. Εδώ και λίγα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί πολύ ενεργά μέτρα που πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη-μέλη για να άρουν τις έμφυλες ανισότητες στην έρευνα και στην ανώτατη εκπαίδευση.
Οι σκανδιναβικές χώρες, αλλά και χώρες όπως η Ολλανδία και η Αυστρία, ξεκίνησαν εδώ και 10-20 χρόνια να εφαρμόζουν από μόνες τους μια εθνική πολιτική με αυτό τον στόχο. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε μέχρι σήμερα η πολιτική βούληση να αναδειχτεί η άρση των έμφυλων ανισοτήτων στα πανεπιστήμια και στην επιστημονική έρευνα σε διακριτό στόχο δημόσιας πολιτικής. Δεν ξέρω κατά πόσο υπάρχει σήμερα, ωστόσο καταγράφεται πλέον μια σημαντική κινητοποίηση γύρω από το θέμα αυτό στους κόλπους της πανεπιστημιακής κοινότητας και στη χώρα μας.
Είστε συντονίστρια του έργου «Καταπολεμώντας τις Έμφυλες Ανισότητες στην Έρευνα και στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ελλάδα (GENDRHED)», το οποίο περιλαμβάνει Σχέδια Δράσης για την Ισότητα των Φύλων (ΣΔΙΦ). Σε ποια φάση βρίσκεται το έργο και κατά πόσο πιστεύετε ότι μπορεί να αποτελέσει τομή στην καταπολέμηση των έμφυλων ανισοτήτων στα πανεπιστήμια και στην έρευνα;
Το έργο αυτό, που ξεκίνησε τον περασμένο Μάρτιο, υλοποιείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα Active Citizens Fund των χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) (EEA Grants) και στόχο να υποστηρίξει τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα στην Ελλάδα να αντιμετωπίσουν τις έμφυλες ανισότητες στο εσωτερικό τους.
Πλήθος ερευνών δείχνει ότι οργανισμοί και ερευνητικές ομάδες που αξιοποιούν και αναδεικνύουν επιστημονικό δυναμικό ανεξαρτήτως φύλου, φυλετικών ή εθνικών διαφορών, παράγουν περισσότερη καινοτομία και καλύτερη επιστημονική έρευνα.
Θα εκπονήσει μια σειρά από δράσεις κατάρτισης του ακαδημαϊκού, του ερευνητικού και του διοικητικού τους προσωπικού για να ενισχύσει τις γνώσεις και την ικανότητά τους να εφαρμόζουν προσαρμοσμένα Σχέδια Δράσης για την Ισότητα των Φύλων (ΣΔΙΦ). Το ΣΔΙΦ έχει τη μορφή επιχειρησιακού σχεδίου. Προσδιορίζει στόχους και δράσεις που να ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά, στις ανάγκες και στις προτεραιότητες κάθε ιδρύματος.
Οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους διαμορφώνονται οι δράσεις είναι η εξισορρόπηση εργασιακής και προσωπικής ζωής, η ενίσχυση της παρουσίας των γυναικών σε θέσεις ηγεσίας και λήψης αποφάσεων, η εφαρμογή της ισότητας στις προσλήψεις και στις διαδικασίες προαγωγής και εξέλιξης, η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στο περιεχόμενο της διδασκαλίας και της έρευνας, καθώς και η αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης και της έμφυλης βίας.
Στο πλαίσιο του «Ορίζοντα Ευρώπη», για να λάβει ένα ίδρυμα ερευνητική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να έχει εγκρίνει και να εφαρμόζει ένα ΣΔΙΦ.
Κατά το κοινώς λεγόμενο, από τη θεωρία στην πράξη η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Αισιοδοξείτε ότι μπορεί να μειωθεί αυτή η απόσταση μέσα από αυτό το έργο; Δηλαδή, η έμφυλη ανισότητα στα πανεπιστήμια και την έρευνα μπορεί να έχει εξαλειφθεί στην επόμενη γενιά;
Το μεγάλο στοίχημα είναι η υλοποίηση των ΣΔΙΦ, ώστε να προαγάγουν συνθήκες μεγαλύτερης ισότητας στην ανώτατη εκπαίδευση και στην επιστημονική έρευνα. Πιστεύω ότι μπορούν να δημιουργήσουν μια ανατρεπτική δυναμική εντός των ιδρυμάτων, αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα. Ελλοχεύει, βέβαια, ο κίνδυνος να αποτελέσουν μια γραφειοκρατική άσκηση επί χάρτου, μια τυπική προϋπόθεση, την οποία απλώς τσεκάρει η διοίκηση ότι πληροί.
Τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα ΣΔΙΦ ως μία άνευ προηγουμένου ευκαιρία. Υπάρχουν εμπόδια, μεγάλες αντιστάσεις αλλά και ρίσκο σε αυτή την προσπάθεια, η οποία απαιτεί σημαντικούς ανθρώπινους και άλλους πόρους.
Η έμφυλη ισότητα τι έχει να προσφέρει στην έρευνα και την ανώτατη εκπαίδευση;
Ασφαλώς και υπηρετεί την κοινωνική δικαιοσύνη και τον σεβασμό της ισότητας. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι για τους οποίους τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη και να καταπολεμούν τις έμφυλες ανισοτήτες.
Πλήθος ερευνών δείχνει ότι οργανισμοί και ερευνητικές ομάδες που αξιοποιούν και αναδεικνύουν επιστημονικό δυναμικό ανεξαρτήτως φύλου, φυλετικών ή εθνικών διαφορών, παράγουν περισσότερη καινοτομία και καλύτερη επιστημονική έρευνα. Αξιοποιώντας το εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο έξω από τις παρωπίδες των έμφυλων προκαταλήψεων, θα καταφέρουμε να βελτιώσουμε δραστικά την ποιότητα της επιστημονικής γνώσης που παράγεται και διαχέεται στην κοινωνία.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land:
Αφγανιστάν: Οι Γυναίκες σε Έμφυλο Απαρτχάιντ
Η Πρωτομαγιά και το «Προνόμιο» των Γυναικών στη Μη Αμειβόμενη Εργασία