Νομίζω πως το πρώτο σοκ πρέπει να το έπαθα όταν ο γιος μου ήταν περίπου ενός έτους. Σε μια επίσκεψή μας στην παιδίατρο κι ενώ περιμέναμε στην αίθουσα αναμονής, ο Πάρις ξεχώρισε από τα διάσπαρτα παιχνίδια μια Barbie και άρχισε να παίζει.
Ανοίγει την πόρτα η 65άρα παιδίατρος, τον βλέπει να παίζει με την κούκλα, του την αρπάζει από τα χέρια και του δίνει ένα αυτοκινητάκι λέγοντάς του: «Εσύ να παίζεις με αυτό»! Νομίζω ότι με διαπέρασε κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Την παιδίατρο δεν την ξαναείδαμε. Ήθελα να πιστεύω ότι στη σύγχρονη εποχή τα επικίνδυνα αυτά στερεότυπα είχαν εκλείψει.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, μια χώρα πρωτοπόρο σε θέματα φεμινισμού, η βιομηχανία των παιχνιδιών και η κυβέρνηση κινητοποιούνται ώστε να εξαλειφθούν τα έμφυλα στερεότυπα από την παιδική ηλικία. Εδώ και δέκα χρόνια η εταιρεία Toy Planet προωθεί τη unisex διαφήμιση. Ξεφυλλίζοντας τον διαφημιστικό της κατάλογο μπορεί κανείς να δει ένα κοριτσάκι να φοράει αλεξίσφαιρο γιλέκο και να κρατάει πιστόλι, ντυμένο με τη στολή αστυνομικού, ή ένα μικρό αγόρι να σπρώχνει ένα καρότσι.
Η εταιρεία αποφάσισε να «αντιστρέψει την κατάσταση» δείχνοντας αγόρια να κρατούν κούκλες και κορίτσια να παίζουν με εργαλεία, καθώς οι πελάτες της παραπονέθηκαν για την ξεπερασμένη διαφημιστική της εκστρατεία. Όχι χωρίς κόστος όμως αφού, όπως λένε οι άνθρωποί της, η εταιρεία κατηγορήθηκε ότι με την πολιτική της αυτή θα κάνει τα αγόρια γκέι και τα κορίτσια αγοροκόριτσα.
Νότα αισιοδοξίας, ωστόσο, αποτελεί το γεγονός ότι το ισπανικό Υπουργείο Κατανάλωσης υπέγραψε με τη βιομηχανία παιχνιδιών έναν κώδικα σωστής πρακτικής, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου, με στόχο «να ενθαρρυνθεί η ισότητα των δύο φύλων στις διαφημίσεις παιχνιδιών». Οι διαφημίσεις στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο πλέον δεν θα πρέπει να αναφέρουν αν ένα παιχνίδι προορίζεται για αγόρια ή για κορίτσια, να θεωρούν το ροζ κοριτσίστικο χρώμα και το μπλε αγορίστικο, αλλά ούτε και να αναπαράγουν «έμφυλους ρόλους».
«Φύλλο και Φτερό τα Φύλα»
Και να που έφτασε μια μέρα που είδα φως στο τούνελ. Το σημαντικότερο μάλιστα, για μένα, είναι ότι το φως προήλθε από μια παιδική παράσταση. Δεν με εξέπληξε ομολογουμένως, γιατί είναι έργο μιας πραγματικά φωτεινής παρέας. Η «Συντεχνία του Γέλιου» («Μια Γιορτή στου Νουριάν», «Πιο Δυνατός κι από τον Σούπερμαν», «Ο Μορμόλης») ανέβασε φέτος το έργο του Volker Ludwig «Είμαστε Πάτσι».
Μια παράσταση που, όπως λέει το ίδιο το παρεάκι, «κάνει φύλλο και φτερό τα φύλα». Πρόκειται για την ιστορία μιας εργαζόμενης μητέρας δύο παιδιών που αγωνίζεται γενναία μέσα από τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Τα δυο παιδιά, η Τζίνα και ο Μάρκος, είναι ζωηρά, ανοιχτόμυαλα, ανεξάρτητα. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, στο σπίτι υπάρχει ένας φιλικός, συχνά χαρούμενος τόνος, η αμοιβαία βοήθεια είναι αυτονόητη, τα παιδιά γίνονται αποδεκτά ως συνεταιράκια, και είναι –κορίτσια και αγόρια– εξίσου υπεύθυνα για το νοικοκυριό.
Η διασκευή του κειμένου έχει γίνει από τον Βασίλη Κουκαλάνι, ο οποίος είναι σκηνοθέτης της παράστασης και ταυτόχρονα εξαιρετικός ηθοποιός, και από τις θεατροπαιδαγωγούς Δέσποινα Μιτσιάλη και Ιωάννα Λιούτσια – η τελευταία συνεργάζεται και στη σκηνοθεσία.
«Ένας φίλος μου έχει διατυπώσει πολύ νόστιμα ότι “το θέατρο που κάνει η Συντεχνία του Γέλιου είναι για μεγάλους, απλώς τα παιδιά το καταλαβαίνουν καλύτερα”».
Ο Βασίλης Κουκαλάνι και η Δέσποινα Μιτσιάλη με ξενάγησαν στον κόσμο του «Είμαστε Πάτσι».
«Εγώ δεν χάνω ποτέ μπαλιά, οι αδέσποτες είναι του Μάρκου», λέει η Τζίνα για τον αδελφό της. Το «Είμαστε Πάτσι» τολμάει να καταρρίψει τα έμφυλα στερεότυπα –τα αγόρια παίζουν μπάλα, τα κορίτσια με κούκλες– απευθυνόμενο σε παιδιά από 6 ετών. Θεωρείτε ότι αυτό το μήνυμα μπορεί να γίνει κατανοητό από παιδιά τόσο μικρής ηλικίας;
Βασίλης Κουκαλάνι (Β.Κ.): Συνηθίζουμε να λέμε ότι οι παραστάσεις της ομάδας μας δεν απευθύνονται μόνο σε παιδιά ή μόνο σε ενήλικες. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι απευθύνονται σε «ανθρώπους» από κάποια ηλικία και πάνω. Τα μηνύματα που προσπαθούμε να περάσουμε μέσα από τη δουλειά μας είναι κοινά για όλους, μικρούς και μεγάλους. Το θέμα είναι πόσο ανοιχτός είναι εκείνος που παρακολουθεί την παράσταση να ακούσει, να νιώσει και να αντιληφθεί εν τέλει όσα βλέπει να εκτυλίσσονται στη σκηνή. Και ίσως η «ανοιχτότητα» είναι περισσότερο ίδιον των μικρών παρά των μεγάλων.
Δέσποινα Μιτσιάλη (Δ.Μ.): Για τα παιδιά-θεατές αυτό που γίνεται στη σκηνή είναι σημαντικό, γι’ αυτό και το παρακολουθούν με ανοιχτές όλες τις αισθήσεις τους. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι ιστορίες μας δίνονται μέσα από την οπτική των «παιδιών-χαρακτήρων» και με το ότι αυτά είναι που την εξελίσσουν και αναζητούν διεξόδους στις προβληματικές καταστάσεις, κάνουν τις παραστάσεις μας άμεσα κατανοητές και στις μικρές ηλικίες.
Το ίδιο συμβαίνει λοιπόν και με την παράσταση «Είμαστε Πάτσι». Παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από την οπτική των ανήλικων χαρακτήρων, της Τζίνας και του Μάρκου. Αυτά τα δυο αδέλφια βιώνουν, αισθάνονται και διαχειρίζονται εν τέλει καθημερινά στερεότυπα γύρω από το φύλο, κάτι που είναι αναγνωρίσιμο και στα παιδιά-θεατές.
Β.Κ.: Ένας φίλος μου έχει διατυπώσει πολύ νόστιμα ότι «το θέατρο που κάνει η Συντεχνία του Γέλιου είναι για μεγάλους, απλώς τα παιδιά το καταλαβαίνουν καλύτερα».
Εκτός από τα έμφυλα στερεότυπα που βάζει στο μικροσκόπιο, το έργο καταρρίπτει και ένα άλλο στερεότυπο, ότι μια οικογένεια πρέπει να εμπεριέχει πάντα έναν πατέρα. «Μα ένας μπαμπάς δεν είναι γορίλας. […] Δεν λέω, ωραίο πράγμα να υπάρχει ένας μπαμπάς. […] Αλλά αν είναι να φωνάζει συνέχεια…», λέει η Τζίνα, και ρωτάει τον αδελφό της: «Πιστεύεις ότι η μαμά θα ανεχόταν έναν τέτοιο αγριάνθρωπο;» για να της απαντήσει εκείνος: «Ξέρω ’γω; Αν ήταν παντρεμένη, μάλλον θα έπρεπε». Αυτό είναι πολύ πρωτοποριακό για παιδικό θέατρο. Πώς νομίζετε ότι γίνεται δεκτό από το κοινό;
Δ.Μ.: Η πραγματικότητα είναι πιο δυνατή από το θέατρο. Το θέατρο έρχεται απλώς και τη μετουσιώνει σε λέξεις, σκέψεις και αισθητικά ερεθίσματα. Η πλειονότητα των παιδιών σήμερα έχει άμεσα ή έμμεσα την εμπειρία του πώς είναι σε μια οικογένεια να μην υπάρχει πατέρας, είτε συνήθως λόγω ενός διαζυγίου είτε και για άλλους λόγους. Το να «συν-ομιλούμε» μέσα από το παιδικό θέατρο για τα θέματα της ζωής και καθημερινότητας των παιδιών δεν θα έπρεπε να θεωρείται πρωτοποριακό, αλλά αναγκαίο.
Η τόλμη σε σχέση με το ανέβασμα της δικής μας παράστασης έχει να κάνει με το ότι προσπαθεί να αναδείξει τα έμφυλα στερεότυπα και τις κοινωνικές πιέσεις που επηρεάζουν μια μονογονεϊκή οικογένεια, κυρίως μέσα από τον χαρακτήρα της γυναίκας-μητέρας. Η γυναίκα-μητέρα είναι αυτή που πρέπει να «κανονικοποιήσει» στα μάτια των παιδιών της τη μορφή που έχει η δική τους οικογένεια, είναι αυτή που πρέπει να «απαντά» στα κοινωνικά προστάγματα που της ζητούν τον λόγο για τον οποίο δεν έχει σύζυγο, είναι αυτή που οφείλει να μεγαλώσει τα παιδιά της με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν πότε ένας «μπαμπάς» είναι «γορίλας».
Β.Κ.: Και πάλι, η δυσκολία πρόσληψης αυτών των θεμάτων είναι πιο δύσκολη από το ενήλικο κοινό παρά από τα παιδιά. Το ενήλικο κοινό είναι αυτό που πρέπει ίσως μετά την παράσταση να συζητήσει με τα παιδιά του αυτά τα θέματα, κάτι που δεν είναι εύκολο. Πιστεύω ότι τους μεγάλους τους συνοδεύει και μια ενοχή απέναντι στα δύσκολα θέματα, μια αγκύλωση, ενώ τα παιδιά έχουν μια φυσική τάση να κατέχονται αυθόρμητα από έντονη απορία και αναζήτηση… Αυτό δεν έχει ταβάνι, έχει προοπτική. Οι μεγάλοι είναι κλειδωμένοι ίσως.
«Είναι η στιγμή να επανοηματοδοτήσουμε τις σχέσεις και τις αξίες μας. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να ακούμε τις ιστορίες των “άλλων”».
Σε ένα από τα τραγούδια της παράστασης υπάρχει ο εξής στίχος: «Το πάτωμα μου φαίνεται πως είναι για όλους ίσο. Είμαστε άνθρωποι. Τελεία». Πιστεύετε ότι η ισότητα έχει κατακτηθεί στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία;
Β.Κ.: Πιστεύω δεν έχει κατακτηθεί σε καμία κοινωνία, ακόμα και δυτική. Όχι όπως θα την έφτιαχναν τα παιδιά, τα παιδιά των ιστοριών μας.
Το θέατρο υπήρξε ανέκαθεν ένα μέσο για να περάσει ο σκηνοθέτης κοινωνικά μηνύματα. Αυτό συμβαίνει πλέον και στο παιδικό θέατρο ή συμβαίνει τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο παρελθόν;
Δ.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι όλο και περισσότερο παρατηρούμε το παιδικό θέατρο να ασχολείται με επίκαιρα κοινωνικά θέματα. Και αυτό είναι το πρώτο βήμα προς μια αλλαγή. Η ενασχόληση όμως αυτή δεν είναι αρκετή. Ο τρόπος γι’ αυτή τη στροφή προς ένα «κοινωνικό» παιδικό θέατρο είναι που θα κρίνει το κατά πόσο αυτό έχει να προσφέρει κάτι παραπάνω στα παιδιά ή όχι.
Αν, για παράδειγμα, η ενασχόληση αυτή γίνεται αυτοσκοπός, με το να παρουσιάζονται κοινωνικές προβληματικές χωρίς να δίνεται χώρος συζήτησης ή και αναζήτησης λύσεων από τους χαρακτήρες των παραστάσεων, είναι ελλιπής και αδύναμη ενασχόληση. Αν οι κοινωνικές θεματικές προβάλλονται μόνο μέσα από την ενήλικη οπτική, προκύπτει ένα μονόπλευρο και αχρείαστο για τα παιδιά θέαμα.
Β.Κ.: Εμείς θέλουμε ένα «κοινωνικό» παιδικό θέατρο, που αντιμετωπίζει ισάξια τα παιδιά με τους μεγάλους ως εν δυνάμει φορείς κοινωνικής αλλαγής, και για αυτό θα πρέπει να τα αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια, αλήθεια και «συν-κατάθεση».
Στην εποχή του #MeToo πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης παιδικών παραστάσεων να διαχειριστεί τόσο σοβαρά θέματα;
Β.Κ.: Δεν είναι ποτέ εύκολο να ασχοληθείς με ένα επίκαιρο θέμα που «καίει». Το δύσκολο στην περίπτωση του «Είμαστε Πάτσι» ήταν ότι, ενώ για τις έμφυλες διακρίσεις μιλάμε και ασχολούμαστε πολλά χρόνια, τώρα με το ξέσπασμα του #MeToo είναι σαν αυτά τα θέματα να απέκτησαν μόλις σώμα έκφρασης και ανάγκη διαπραγμάτευσης.
Δ.Μ.: Σαν να παραδεχόμαστε πολλά χρόνια την ύπαρξη των έμφυλων στερεοτύπων, αλλά τώρα να μην έχουμε πια καμιά δικαιολογία να μην ασχοληθούμε σοβαρά για την αντιμετώπισή τους. Η εποχή μας είναι μια οριακή εποχή ως προς τη δόμηση των κοινωνικών ιστών (οικογένειας, εργασίας κ.λπ.), και αυτό αφορά και τα θέματα φύλου. Είναι η στιγμή να επανοηματοδοτήσουμε τις σχέσεις και τις αξίες μας. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να ακούμε τις ιστορίες των «άλλων».
Β.Κ.: Έτσι ίσως κι εμείς, σε μια εποχή που τα πράγματα «λέγονται», προσπαθήσαμε να τα «ακούσουμε» και να αφουγκραστούμε αυτό το σύνολο των ιστοριών που είχε τη δυναμική του «συλλογικού βιώματος». Κάτι που τελικά και εμάς μας μετακίνησε και μας έκανε πιθανόν να επανατοποθετηθούμε ως προς δικές μας στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στα άλλα φύλα.
«Θέλει προσοχή το πώς η αναγκαία διαπραγμάτευση δύσκολων θεμάτων θα αποτελέσει ευκαιρία για ανοιχτές συνομιλίες και εκφράσεις σκέψεων. Τα παιδιά χρειάζονται την ελπίδα και την ομορφιά».
Θεωρείτε ότι οι σημερινοί γονείς είναι πιο ανοιχτοί σε μηνύματα περί έμφυλης ισότητας; Δηλαδή, φροντίζουν να έχει το παιδί τους τέτοια ερεθίσματα και μέσα από την τέχνη;
Β.Κ.: Εμείς, ως ομάδα, έχουμε καταφέρει να έχουμε ένα σταθερό κοινό που μας ακολουθεί σε κάθε μας δουλειά. Γονείς και κηδεμόνες που πιστεύουν στην τέχνη και στη δύναμή της να μιλήσει και να απευθυνθεί στα παιδιά τους μέσω μιας βιωματικής γλώσσας. Γονείς που προβληματίζονται και οι ίδιοι σχετικά με τις θεματικές των παραστάσεών μας. Είναι συνήθως άνθρωποι ανοιχτοί. Όσο ανοιχτοί όμως και αν είναι, δεν είναι εύκολο να διαπραγματευτούν αυτά τα θέματα με τα παιδιά τους.
Δ.Μ.: Ακόμα και αυτή η διαπραγμάτευση θέλει μια «εκπαίδευση», μια «εξοικείωση» και μια «εξάσκηση». Εκεί είναι που βοηθά και το θέατρο που κάνουμε. Μετά τη θέαση των παραστάσεων, οι γονείς έχουν εξοικειωθεί με το θέμα και δεν χρειάζεται στην ουσία πια να το «ανοίξουν», μιας και το θέμα είναι ήδη βίωμα των παιδιών τους. Και τα παιδιά, από μόνα τους, αρχίζουν να το αναγνωρίζουν και να το διαπραγματεύονται στην καθημερινότητά τους. Και όσο πιο πρόθυμοι και ανοιχτοί είναι οι γονείς τόσο πιο πολύ «εξασκούνται» από κοινού με τα παιδιά τους στη διαπραγμάτευσή του.
Β.Κ.: Στόχος μας όμως είναι η δουλειά μας να φτάσει και σε εκείνο το κοινό που δεν γνωρίζει και άρα δεν αναγνωρίζει τη διαμορφωτική δύναμη του θεάτρου και το πόσο βοηθητικό εργαλείο μπορεί να αποτελέσει για τους γονείς και τους κηδεμόνες. Εκεί είναι που υπολογίζουμε στα σχολεία και στις πολιτιστικές τους εκδρομές στο θέατρο. Εκεί πραγματικά έχεις ένα κοινό αδιαμόρφωτο, ανυποψίαστο, μη αγκυλωμένο, ακόμα και μη διαφωτισμένο, όπως το κοινό που προαναφέραμε. Σε αυτή τη συνθήκη ζούμε τους πραγματικούς μας σκηνικούς θριάμβους, όταν κερδίζεται η εμπιστοσύνη και ο ενθουσιασμός της «κοινωνικής τάξης» των μαθητών.
Νομίζετε ότι έχει έρθει η ώρα το παιδικό θέατρο να αλλάξει λίγο θεματολογία και από καθαρά ψυχαγωγικό να γίνει και λίγο πιο «διδακτικό»; Είναι κάτι, άλλωστε, που βλέπουμε και με άλλες θεματικές, όπως η οικολογία.
Δ.Μ.: Είναι μια εποχή που επιτάσσει να μην κλείνουμε αυτιά και μάτια σε όσα δύσκολα και δυσάρεστα συμβαίνουν. Και δυστυχώς συμβαίνουν πολλά. Σίγουρα το να λειτουργούμε σαν στρουθοκάμηλοι στην τέχνη μας, ειδικά όταν αυτή απευθύνεται σε παιδιά, και να στρεφόμαστε μόνο σε ευχάριστα θεάματα που δεν συνδέονται με τις κοινωνικές ανάγκες, δεν είναι ευκταίο. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο διδακτισμός μπορεί να οδηγήσει σε «στενάχωρους» δρόμους, με την έννοια της «στενότητας» σκέψεων και συναισθημάτων.
Β.Κ.: Θέλει προσοχή το πώς η αναγκαία διαπραγμάτευση δύσκολων θεμάτων θα αποτελέσει ευκαιρία για ανοιχτές συνομιλίες και εκφράσεις σκέψεων. Τα παιδιά χρειάζονται την ελπίδα και την ομορφιά. Και αυτή η ομορφιά θα έρθει μέσα από ανοιχτούς χώρους και από διεξόδους χαράς.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:
Ο Δρόμος για την Ισότητα Περνάει από τη Ρουάντα
Γιώργος Παλούμπης: «Ξορκίζω τις Αδιανόητες Νοοτροπίες Που Είχα Πάντα Γύρω μου»