Για την Πλατεία Ομονοίας έχουν ειπωθεί και ακουστεί πολλά. Έχει τραγουδηθεί στη σύγχρονη εποχή, υπήρξε κομβικό σημείο για συναντήσεις, τόπος πανηγυρισμού για πρωταθλήματα ομάδων, αλλά και για το EURO 2004, τόπος επεισοδίων και κομματικών συγκεντρώσεων. Ακόμα και σήμερα αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο, καθώς ενώνει τις γραμμές του Μετρό, ενώ στους γύρω δρόμους περνάνε πολλές λεωφορειακές γραμμές.
Πώς, όμως, ονομάστηκε Πλατεία Ομονοίας και πώς ονομαζόταν πριν; Εντάχθηκε στο αστικό τοπίο ή αποτελούσε πάντοτε πηγή εμπνευσμένων ή λιγότερο εμπνευσμένων σχεδίων για το σχήμα της νέας πόλης; Στο άρθρο αυτό θα πάμε πίσω στο 19ο αιώνα και για λίγο στον 18ο αιώνα. Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε ότι η συγκεκριμένη πλατεία έχει πάρα πολύ πλούσια ιστορία και είναι -από κοινωνιολογική σκοπιά- ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, ακόμα κι αν μέναμε μόνο στα τελευταία 30 χρόνια, όταν έγινε πέρασμα για τους Αλβανούς μετανάστες, έκλεισε για τα έργα του Μετρό, φιλοξένησε και πάλι ανθρώπους από άλλες χώρες και αντιμετώπισε, ως τοπόσημο, προβλήματα εγκληματικότητας.
Χτίσε Αυτό το Τείχος!
Το 1778 η Αθήνα δεν ήταν παρά μια παρηκμασμένη μικρή πόλη, απλωμένη στη βόρεια, κυρίως, πλευρά της Ακρόπολης. Με την εξουσία να έχει περάσει σε φράγκικες οικογένειες και φυσικά σε Τούρκους βοεβόδες, το πλούσιο σε αρχαιότητες τοπίο δεν αποτελούσε στρατηγικό σημείο και μόνο αποσπασματικά αναφερόταν σε γραπτά περιηγητών. Ένα γεγονός κομβικής σημασίας για την πολεοδομία του κέντρου της Αθήνας ήταν η κατασκευή του τείχους περιμετρικά της κατοικημένης περιοχής της. Η απόφαση για την κατασκευή του τείχους λήφθηκε από τον βοεβόδα Χατζή Αλή Χασεκή, τη χρονιά εκείνη, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι επιδρομές από ομάδες ατάκτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Ίχνη του τείχους θα δείτε στο κτίριο της Εθνικής στη γωνία Σοφοκλέους και Αιόλου, αλλά και στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Η Αθήνα Πρωτεύουσα
Με την οριστική απελευθέρωση της Αθήνας το 1833, η πόλη επιλέγεται για να γίνει πρωτεύουσα του νέου κράτους. Τα σχέδια πολλά, με αυτό των Κλεάνθη-Schaubert να επικρατεί. Το διάταγμα 10-22/12/1833 καθόριζε τους κανόνες για την κατοικία και τα γήπεδα στην Αθήνα, δεν εξασφάλιζε, όμως, τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε αυτές να τηρηθούν.
Θεωρητικά, ζητούσε από τους ιδιώτες να κατέχουν ορισμένο κεφάλαιο για να χτίσουν και το κράτος να τους παραχωρήσει τα κτήματα για να ξεκινήσει η διαδικασία οικοδόμησης της νέας πόλης. Συνέβαινε όμως το ακριβώς αντίθετο, το κράτος να μην έχει τα κτήματα και οι ιδιώτες να μη θέλουν να επενδύσουν σε μια πόλη που δεν ήταν κέντρο του εμπορίου, δεν είχε λιμάνι και δεν είχε την αίγλη της Θεσσαλονίκης, της Αλεξάνδρειας ή της Κωνσταντινούπολης. Ακόμα και η ύπαρξη του κράτους ήταν αμφίβολη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το διάταγμα, λοιπόν, δεν είχε πρακτικό αποτέλεσμα, καθώς υπήρχαν υπερβολικές απαιτήσεις από την εξουσία, έλλειψη κοινωνικής συναίνεσης και απουσία ρεαλιστικών σχεδίων.
Μια απόφαση κομβικής σημασίας σχετιζόταν με την τοποθεσία των ανακτόρων. Η τελική θέση τους εκτός του συμβολικού χαρακτήρα που είχε, θα προσδιόριζε άμεσα την τιμή των γηπέδων στην περιοχή της Αθήνας. Η θέση των ανακτόρων συσχετίστηκε με ζητήματα υγιεινής και κοινωνικής τοπογραφίας. Η περιοχή της πηγής της “Μπουμπουνίστρας” ή “Εξέχωρου” είναι ελάχιστα πιο ψηλά από τα υπόλοιπα μέρη της βορειοδυτικής και δυτικής Αθήνας οπότε θα ήταν απίθανο τα ανάκτορα να τοποθετηθούν χαμηλότερα στον ορίζοντα. Άλλωστε, η σημερινή περιοχή της Ομόνοιας και της Βάθης γειτνίαζαν με φτωχογειτονιές και εργαστήρια, μακριά από τα αρχοντικά της Πλάκας. Για τους λόγους αυτούς τοποθετήθηκαν στην περιοχή “Εξέχωρου” ιδανική κλιματικά, τοπογραφικά και κοινωνικά.
Για να γίνει κατανοητή η τοπογραφία, η σημερινή οδός Σταδίου ήταν ρέμα και μόνο το 1851 τοποθετήθηκαν μόνιμες γέφυρες, καθώς η πόλη δεν είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ. Με την εγκατάσταση των πιο πλούσιων οικογενειών στην Πλάκα και τη σημερινή περιοχή της Πλατείας Συντάγματος, οι άμαξες που γλίτωναν τους επιφανείς κατοίκους από τη λάσπη και τη σκόνη, περίμεναν στις “πιάτσες” περιμετρικά της πόλης, στα όρια του σημερινού εμπορικού τριγώνου. Υπήρχαν, λοιπόν, άμαξες στο Μοναστηράκι, την Πλατεία Όθωνος και τα Χαφτεία, την Πλατεία Δημοτικού Θεάτρου, την Πλατεία Ανακτόρων, την Πανεπιστημίου και το Θησείο. Η Πλατεία Όθωνος δεν είναι άλλη από τη γνωστή μας Πλατεία Ομονοίας!
Καθώς οι αμαξάδες στάθμευαν κυρίως στη δυτική μεριά της πόλης, δηλαδή στον άξονα Μοναστηρακίου-Πλατείας Όθωνος, η ευρύτερη περιοχή σχετίστηκε με την εξυπηρέτησή τους. Έτσι, τα σανοπωλεία βρίσκονταν στην Αθηνάς, την Πειραιώς, το Μοναστηράκι και στα Χαφτεία. Χαμηλά στην οδό Ερμού, οριακά εκτός του τριγώνου, υπήρχαν εργαστήρια με είδη για τα άλογα και πεταλωτές, όπως και στην Αθηνάς και τη σημερινή περιοχή Κουμουνδούρου. Στην Πλατεία Όθωνος θα κατασκευαστεί και το πρώτο θέατρο με σανίδια, στη γωνία με την οδό Αθηνάς, το οποίο ονομάστηκε Ευτέρπη, ενώ το 1840 λειτούργησε το Θέατρο Αθηνών κοντά στη Βαρβάκειο.
Πρέπει να επαναλάβουμε ότι η Αθήνα, στα πρώτα Οθωνικά χρόνια, ήταν βρώμικη, πνιγμένη στη σκόνη ή τη λάσπη, με ελάχιστο φωτισμό τις νυχτερινές ώρες, μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας και σε αρκετές περιπτώσεις επικίνδυνη. Το εμπόριο στην πόλη έπρεπε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των καταναλωτών όλων των κοινωνικών τάξεων ανεξάρτητα από τις επικρατούσες συνθήκες.
Ακολουθώντας την πολεοδομική τάξη που επέβαλαν, τελικά, οι Βαυαροί και οι ιδιοκτήτες των γηπέδων, το τρίγωνο χωρίστηκε σε δύο μεγάλες περιοχές, χωρίς ακριβή και φανερά όρια και με τέσσερις διαφορετικούς πόλους. Οι πόλοι αυτοί σχετίζονται πολύ συγκεκριμένα με τις κοινωνικές τάξεις και τη διάταξή τους στο χώρο, τις αγορές και τα καταστήματα για πλούσιους και φτωχούς, αλλά και με την είσοδο της πόλης από τον Πειραιά, με το σημείο έλευσης των προϊόντων. Έχουμε, λοιπόν, τον πόλο των Ανακτόρων και της Πλατείας Ανακτόρων, αυτόν της Πλατεία Όθωνος, τον πόλο της γωνία Ερμού και Αιόλου και τέλος αυτόν της Πλατείας Μοναστηρακίου. Οι τρεις πλατείες όρισαν τελικά το τρίγωνο, ενώ η γωνία Ερμού και Αιόλου για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσε ως το κέντρο της πόλης.
Με διατάγματα της Αμαλίας κατά τα έτη 1856-1858 έγιναν 30 διευθετήσεις και διαπλατύνσεις από 2,5 μέτρα σε 6 και από 5 μέτρα σε 8. Κατά τη διετία 1855-57 ανοίγεται η οδός Ευριπίδου, ευθυγραμμίζεται η οδός Περικλέους και η οδός Καλαμίδος, ενώ φτιάχνονται οι πλατείες γύρω από την Καπνικαρέα και την Αγία Ειρήνη. Επί κυβερνήσεως Βούλγαρη και δημαρχίας Σκούφου κατασκευάζονται με δωρεά του Τοσίτσα και μελέτες του Γάλλου μηχανικού Daniel πολλές από τις σημερινές οδούς του ιστορικού κέντρου και αρκετές πλατείες, όπως η Θεάτρου. Το 1858 συζητείται πλέον σοβαρά η κατασκευή μιας νέας αγοράς. Η ανάγκη δυτικοποίησης της πρωτεύουσας και απεμπολισμού του οθωμανικού παρελθόντος είναι αναγκαία και σχετίζεται με όλες αυτές τις κινήσεις.
Η Μεσοβασιλεία και τα Γεγονότα του 1862-1863
Το διάστημα της μεσοβασιλείας οριοθετείται από τη φυγή του Όθωνα στις 10 Οκτωβρίου 1862, έως την κατάληψη του θρόνου από το Γεώργιο στις 18 Οκτωβρίου 1863. Στον ένα χρόνο που διήρκεσε η αναταραχή του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου, το κέντρο της Αθήνας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης και όπως είναι φυσικό τα περισσότερα γεγονότα έλαβαν χώρα στις κεντρικές περιοχές της πόλης
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που γνωρίζουμε από την έρευνα μας ότι ισχύουν, βρήκαμε στη Wikipedia, όπου αναφέρεται ότι η στάση εκδηλώθηκε μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, όταν προσωρινά η κυβέρνηση της Ελλάδας πέρασε σε μια τριμελή επιτροπή μεσοβασιλείας. Στις εκλογές που ακολούθησαν το Νοέμβριο του 1862, η χώρα διχάστηκε μεταξύ των λεγόμενων Ορεινών (κατά απομίμηση της γαλλικής εθνοσυνέλευσης), επικεφαλής των οποίων ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης και των Πεδινών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Δημήτριος Βούλγαρης. Οι διαξιφισμοί δεν αφορούσαν στην επιλογή του επόμενου βασιλιά, γιατί οι Έλληνες γνώριζαν ότι αυτό θα καθοριζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η πόλωση οφειλόταν σε θέματα εσωτερικής πολιτικής και επιλογών. Επιχείρημα του Κανάρη ήταν πως ο Βούλγαρης προσπαθούσε να επιβάλει δικτατορία και να επαναφέρει τον Όθωνα, ενώ επιχείρημα του Βούλγαρη ήταν η απειθαρχία και η έλλειψη πολιτικής παιδείας όλων των στρατιωτικών και Ορεινών.
Φανταστείτε τη σημερινή Πλατεία Κοτζιά, τότε Πλατεία Λουδοβίκου, να αποτελεί πεδίο μάχης, όπως και οι Αέρηδες. Τα σπίτια σημαδεύονταν με ένα Π ή ένα Ο για να ξέρουν ποιον υποστηρίζουν οι κάτοικοι, ενώ ο περιβόητος ληστής Κυριάκος απέκτησε ρόλο μισθοφόρου. Όταν οι παρεμβάσεις των ψυχραιμότερων έπιασαν τόπο, σε μια κίνηση συμβολική και ενδεικτική της χρήσης των χώρων της πόλης για άλλους σκοπούς, η Πλατεία Όθωνος μετονομάστηκε, τελικά, σε Πλατεία Ομονοίας και στις 13 Φεβρουαρίου σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό το Ζηνόβιο Βάλβη, με ουσιαστικό σκοπό να επαναπροσδιοριστούν οι συμμαχίες και να παύσουν οι αψιμαχίες. Θρυλείται ότι στην πλατεία μαζεύτηκαν οι πρώην αντίπαλοι για να γιορτάσουν το τέλος του διχασμού. Λίγους μήνες μετά, η νομή της εξουσίας θα οδηγήσει στα Ιουνιανά όπου θα σκοτώνονταν πολλοί Έλληνες, εντός και εκτός των τειχών της πόλης.
Η Πλατεία Ομονοίας
Στην Αθήνα των χρόνων μετά τη Μεσοβασιλεία, το εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας γέμισε από καταστήματα και οι πλατείες από καφενεία. Σε αυτό το σημείο, ο αναγνώστης θα πρέπει να αφήσει το νου του να φανταστεί την Πλατεία Ομονοίας στη χρονική περίοδο που μελετάμε. Η Πλατεία, λοιπόν, φιλοξενεί 2 κτίρια σε σχέδια του Ziller, στη γωνία με την οδό Αθηνάς, το ξενοδοχείο “Φίλιππος Β’” που μετονομάστηκε σε “Μπάγκειο” και απέναντί του το ξενοδοχείο “Μέγας Αλέξανδρος” που στο ισόγειο φιλοξενούσε το καφέ του Χαράμη. Το μέγαρο του Κωνσταντίνου Μουρούζη από τη δυτική μεριά που αγοράστηκε μεταγενέστερα από γνωστό οίκο οπτικών, και το παράπλευρο ξενοδοχείο το οποίο είχε χτιστεί ήδη το 1868 από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Σέχο. Προς τη σημερινή οδό 3ης Σεπτεμβρίου υπήρχε το ζυθοπωλείο του Ζαχαράτου και δεξιά το καφέ των Ζαχαράτου-Καπερώνη, του οποίου ο πρώτος όροφος λειτουργούσε ως ξενοδοχείο. Και πάλι σε σχέδια του Ziller, το 1875, χτίζεται το κτίριο Βερσή-Λεβίδη-Βογιατζίδη, εκεί οπού στεγάστηκε αργότερα το εστιατόριο “Νέον”.
Αυτή η καταγραφή, πέρα από τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, αναμφισβήτητα βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στην Αθήνα καθώς η πόλη μεγάλωνε, εξευρωπαϊζόταν, αφήνοντας ηθελημένα πίσω της το παρελθόν και υιοθετώντας όλο και περισσότερο τις δυτικές συνήθειες και τους συμβολισμούς της ευημερίας και της αλλαγής. Η Αθήνα μεγαλώνει και το 1870 έχει 43.000 πληθυσμό, ενώ το 1880 φτάνει τις 68.000 και στο τέλος του αιώνα προσεγγίζει τις 150.000.
Η Πλατεία Ομονοίας άρχισε πλέον να λειτουργεί ως τόπος συνάντησης, ως κοινός τόπος των Αθηναίων και να περιβάλλεται από οδούς που αποτελούσαν διεξόδους προς τις διαφορετικές γειτονιές της πόλης – την Αγορά, τα Ανάκτορα, τα Πατήσια και το Πανεπιστήμιο, καθώς και τον Πειραιά ή τις λαϊκές γειτονιές. Η Αθήνα, μέσω του σταθμού του Θησείου, συνδεόταν ήδη από το 1869 με τον Πειραιά. Ο σταθμός της Ομόνοιας θα γίνει αρκετά χρόνια αργότερα το μέσο της κοινής πλέον γραμμής του “ηλεκτρικού σιδηροδρόμου” όταν η Αθήνα και η Κηφισιά θα συνδεθούν σιδηροδρομικά το 1885. Επίσης, η Πλατεία θα ηλεκτροφωτιστεί το Σεπτέμβριο του 1890 μαζί με άλλα κεντρικά σημεία.
Ο Αμερικανός διπλωμάτης George Horton, γνωστός για τη βοήθεια του στους Μικρασιάτες, έζησε την Αθήνα για αρκετά χρόνια σε διαφορετικές περιόδους. Στο βιβλίο του “Στην Αθήνα του Καιρού Μου 1893-1897” γράφει ότι οι αστοί υιοθετούσαν το γαλλικό τρόπο ζωής απωθώντας κάθε τι “τούρκικο”, ενώ οι φτωχοί της πόλης συνέχισαν να διασκεδάζουν με τις παραστάσεις του καραγκιόζη, την παντομίμα και τις μαριονέτες, τον καφέ και το ναργιλέ. Από την ίδια πηγή:
«Υπήρχαν δύο μεγάλες πλατείες στην Αθήνα, στις δύο άκρες της οδού Σταδίου. Την Ομόνοια την αγαπάει πολύ ο λαουτζίκος ενώ η Πλατεία Συντάγματος είναι τόπος συνάντησης της υψηλής κοινωνίας.»
Στον 20ό αιώνα, η Πλατεία Ομονοίας θα δει τα αγάλματα με τις 9 μούσες, σιντριβάνια, αλλά και τον περίφημο Δρομέα. Θα δει οπαδούς κομμάτων και ομάδων, μετανάστες εσωτερικούς και εξωτερικούς, αλλά και τις πολλές χωροταξικές αλλαγές που επιφύλασσαν γι’ αυτήν οι δήμαρχοι της πόλης. Η κοινωνική της λειτουργία μπορεί να παρήκμασε ή να μεταλλάχθηκε, όμως η ιστορία αυτή είναι ένα άρθρο για επόμενη μέρα.