Το ομολογώ, δεν είμαι φανατικά θρησκευόμενος. Δεν είμαι άθεος, έχω απεριόριστη πίστη και σεβασμό για τον Μεγάλο Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος. Θεωρώ ότι υπάρχει μια λογική στην πεποίθηση της θρησκείας.
Αντιστρέφομαι τον φανατισμό του κάθε Αμβροσίου και τον φασισμό κάποιων ρασοφόρων. Δεν αντέχω τον αναχρονισμό κάποιων ιερωμένων. Δεν ανέχομαι το λαμπερό φαίνεσθαι και το λασπωμένο είναι. Μεγάλωσα έχοντας εικόνα τη γιαγιά μου μέχρι τα βαθιά της γεράματα να είναι εθελόντρια στην Αγάπη της τοπικής Εκκλησίας που σίτιζε 150 άτομα ημερησίως. Δάκρυσα όταν βρέθηκα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εντυπωσιάστηκα όταν συνάντησα τον αναπληρωτή καθηγητή Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ, Ιωάννη Παναγιωτόπουλο.
Σύγχρονος άνθρωπος. Διαβασμένος. Ήπιος, Πατέρας και σύζυγος. Βρέθηκα εκεί για μια μελέτη που κάνω την περίοδο αυτή. Είδα πώς μιλάει στους μαθητές του. Είδα πόσο αγαπάει αυτό που κάνει. Και τότε σκέφτηκα «γιατί κάποιος σπουδάζει θεολογία»; Μάλιστα, το πήγα και ένα βήμα παραπέρα: σε μια τόσο επίπεδη και σκληρή εποχή, αντέχει η θεολογία που ακούγεται, κυρίως, ως κοινωνικό απολίθωμα γερόντων, θεούντων και θεουσών σε παράκρουση; Ο καθηγητής έχει όλες τις απαντήσεις…
«Δεν ξέρω τι θα πει βαθιά θρησκευόμενος, ποιος πραγματικά είναι και ποιος δεν είναι. Δεν υπάρχει τρόπος να μετράμε την πίστη των ανθρώπων όπως με τα θερμόμετρα, την αλήθεια που κρύβουμε μέσα μας γνωρίζει μόνο ο Χριστός».
Τι σας έκανε να επιλέξετε τη θεολογία ως επιστήμη;
Το ερώτημά σας έχει ένα βαθιά οντολογικό περιεχόμενο και η απάντηση είναι εκ των πραγμάτων σύνθετη. Η επιλογή μου ήταν κυρίως βιωματική, και στη συνέχεια προσδιορίστηκε από πολλά άλλα στοιχεία. Σε αυτήν την επιλογή σαφώς ο πατέρας μου, που είναι θεολόγος, λειτούργησε ως πρότυπο. Αυτή, όμως, η αφετηριακή σχέση ήταν το στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο κινήθηκα. Οι πλούσιες εμπειρίες δεν είχαν οριστικοποιήσει μέσα μου την επιθυμία να γίνω θεολόγος. Άλλωστε, όσο συνειδητοποιούσα τον εαυτό μου, η θεολογία, η φιλοσοφία, η ιστορία ήταν ισότιμες.
Στο Γυμνάσιο είχα την τύχη να συναντήσω τον τότε φοιτητή θεολογίας και νυν Μητροπολίτη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τον Πηλουσίου Νάρκισσο. Στο ερώτημά μου γιατί επέλεξε να σπουδάσει θεολογία στην Αθήνα, μου απάντησε πως, όπως το ελάφι διαλέγει την καθαρή πηγή για να πιει νερό, έτσι κι αυτός ήλθε να σπουδάσει εδώ θεολογία. Η απάντησή του με συγκλόνισε και πήρα τις αποφάσεις μου! Και δεν σας κρύβω ότι, μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι στη ζωή μου τελικά επιλέγω πέρα και πάνω από κάθε κόστος αυτό που μου αρέσει και αυτό που είναι σωστό.
Είναι η θεολογία μόνο για βαθιά θρησκευόμενους;
Δεν ξέρω τι θα πει βαθιά θρησκευόμενος, ποιος πραγματικά είναι και ποιος δεν είναι. Δεν υπάρχει τρόπος να μετράμε την πίστη των ανθρώπων όπως με τα θερμόμετρα, την αλήθεια που κρύβουμε μέσα μας γνωρίζει μόνο ο Χριστός – «εγώ είμι ο ερευνών νεφρούς και καρδίας και δώσω υμίν εκάστω κατά τα έργα υμών» (Απ. 2, 23). Επομένως η θεολογία, ή καλύτερα η ακαδημαϊκή θεολογία, είναι ένας δρόμος ανοιχτός σε όλους, που καθένας μπορεί να τον φτάσει μέχρι εκεί που θέλει και μπορεί.
Ταυτόχρονα, όμως, εάν αυτή η διαδρομή είναι απλώς θεωρητική, δεν είναι αληθινή. Υπάρχει ζωή για αυτούς που δεν ζουν; Υπάρχει έρωτας για αυτούς που δεν ερωτεύονται; Υπάρχει πόθος για αυτούς που δεν ποθούν; Υπάρχει αγάπη για αυτούς που δεν αγαπούν; Υπάρχει άνθρωπος που δεν θρησκεύει, που δεν αναζητά την Αρχή της ζωής; Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος είπε στον απόστολο Θωμά: «εγώ είμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14,6)
Τι ορίζουμε με τον όρο θεολογία; Ποιοι είναι οι βασικοί του άξονες;
Ο όρος θεολογία είναι καταρχήν ελληνικός. Η Εκκλησία πήρε αυτό τον όρο, όπως άλλωστε προσέλαβε από τον ελληνισμό ολόκληρη την ανθρωπολογία και την κοσμολογία, τις οποίες όμως ενέταξε οργανικά στο πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας για τη σχέση Θεού, ανθρώπου και κόσμου, δηλαδή σεβάστηκε το ιδιαίτερο περιεχόμενό τους με απόλυτη όμως αναφορά στη χριστιανική διδασκαλία για τη σχέση τους προς τον Δημιουργό. Επιπλέον, απέρριψε τη μεταφυσική «θεολογία» της ελληνικής φιλοσοφίας, όχι μόνο στις αυτοδύναμες νοησιαρχικές μεταφυσικές αναζητήσεις της αλλά και στις ιστορικές θεολογικές συζεύξεις της με την εθνική θρησκεία, οι οποίες είχαν διαποτίσει τη φιλοσοφική γραμματεία του αρχαίου κόσμου.
Αντικατέστησε τη φιλοσοφική μεταφυσική αναζήτηση και τις ιστορικές της θρησκειακές συζεύξεις με το περιεχόμενο της χριστιανικής αποκαλύψεως και θεολογίας. Έτσι, ως θεολογία περιγράφεται ένα συγκροτημένο σύστημα διδασκαλίας αφενός, και αφετέρου η μέθοδος προσέγγισης του θείου. Μάλιστα, η Εκκλησία ονομάζει θεολόγους τον απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Γρηγόριο Κωνσταντινουπόλεως και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Αυτό, όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο για όσους κατέχουν πτυχίο θεολογίας, το αντίθετο θα ήταν στείρος ευσεβισμός.
Ποιο είναι το προφίλ του φοιτητή που επιλέγει τη θεολογία;
Οι φοιτητές μας διακρίνονται σε αυτούς που είχαν την κλίση να σπουδάσουν θεολογία και σε αυτούς που δέχθηκαν την κλήση, με διάφορους τρόπους (π.χ., λόγω της κατάταξης από το σύστημα επιλογής). Και οι δύο κατηγορίες είναι πολύ σημαντικές, καθώς ακολουθούν την ίδια πορεία φοίτησης. Ειδικά οι δεύτεροι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς προέρχονται από κοινωνικές ομάδες που δεν προτεραιοποιούν τις θεολογικές σπουδές για τα παιδιά τους. Αυτοί, σπουδάζοντας θεολογία, είτε παραμένουν στον χώρο των θεολογικών γραμμάτων –και πολλοί από αυτούς ακολουθούν την εκκλησιαστική διακονία– είτε συνεχίζουν σε κάποιο άλλο επιστημονικό αντικείμενο, παραμένοντας πάντα συνδεδεμένοι με τις θεολογικές τους σπουδές, αφού, όπως σας είπα, η θεολογία είναι εμπειρία και αφετηρία τους.
Περισσότερα αγόρια ή κορίτσια και γιατί;
Θα έλεγα ότι υπάρχουν περίοδοι που είναι περισσότερα τα κορίτσια, όπως και περίοδοι που τα αγόρια κυριαρχούν σε αριθμούς. Είναι, όμως, λογικό, αφού είμαστε μια θεωρητική σχολή, τα κορίτσια να είναι πολλά, και έχουν έναν πολύ ουσιαστικό ρόλο στην όλη ακαδημαϊκή διαδικασία – θα τον χαρακτήριζα «δημιουργικό». Ποτέ δεν θα ξεχάσω την έκπληξη ενός αγαπημένου φίλου καθηγητή από το εξωτερικό όταν διαπίστωσε ότι το ακροατήριό του απάρτιζαν λαϊκοί και κορίτσια. Μοναδική εμπειρία για τον ίδιο.
«Όταν είσαι στην Εκκλησία δεν μπορείς να είσαι «συντηρητικός», ούτε να είσαι μονοδιάστατα «προοδευτικός», οι άνθρωποι καλούνται ελεύθερα να ζήσουν με ελευθερία. Το ποίμνιο, ή καλύτερα το ορθόδοξο ποίμνιο είναι αναρχικό, ανατρεπτικό και αντισυμβατικό».
Ποιο είναι το πιο γοητευτικό στοιχείο των θεολογικών σπουδών;
Δεν βαριέσαι, είναι δύσκολες, είναι πολύπλοκες, είναι διαφορετικές. Αυτά τα στοιχεία τις κάνουν ενδιαφέρουσες και γοητευτικές, θα έλεγα σου επιτρέπουν να περάσεις σε ένα άλλο επίπεδο, που τελικά καθιστά το βίωμα ένα συστατικό στοιχείο της γνώσης, και άρα ενεργοποιεί ό,τι βαθύτερο έχει ο άνθρωπος και ό,τι πιο φωτεινό υπάρχει στην ψυχή του. Ξέρετε, με το βάπτισμα ανάβει ένα καντήλι στην καρδιά μας, που παραμένει αναμμένο και λάμπει. Και η χαρά μου είναι μεγάλη όταν βλέπω τα πρόσωπα των φοιτητών μου, συν τω χρόνω, να γίνονται φωτεινότερα. Είναι ένα συναίσθημα μοναδικό!
Είναι a priori η Εκκλησία ένας συντηρητικός, αναχρονιστικός θεσμός που καταναλώνεται στα «λειτουργικά» και στη διατήρηση του «ποιμνίου»;
Στην Εκκλησία ζούμε τα έσχατα, ο χρόνος δεν υπάρχει, υπερβαίνεται, και όταν κάτι υπερβαίνεται δεν είναι ούτε συντηρητικό ούτε προοδευτικό, είναι στο επέκεινα. Και όλα στη ζωή μας είναι Χριστός. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20). Όταν είσαι στην Εκκλησία δεν μπορείς να είσαι «συντηρητικός», ούτε να είσαι μονοδιάστατα «προοδευτικός», οι άνθρωποι καλούνται ελεύθερα να ζήσουν με ελευθερία. Το ποίμνιο, ή καλύτερα το ορθόδοξο ποίμνιο είναι αναρχικό, ανατρεπτικό και αντισυμβατικό. Εάν επιχειρήσει κάποιος να το καλουπώσει σε έναν δρόμο, κινδυνεύει να το χάσει ή να χαθεί. Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κληρικών που επιχείρησαν να δώσουν κάποιους δρόμους, με μονοδιάστατες αναφορές, που τελικά οδήγησαν τους ίδιους στην πτώση. Γι’ αυτό άλλωστε δεν θα δείτε να επικρατεί σε εμάς εδώ, ένα «χριστιανοδημοκρατικό» ή «χριστιανοσιαλιστικό» κόμμα. Αυτά είναι αλλοιώσεις που δεν έχουν να κάνουν με την αυθεντικότητα του εκκλησιαστικού φρονήματος.
Τι δεν μπορεί να είναι ένα φοιτητής Θεολογίας;
Χλιαρός! Πρέπει να είναι ζεστός, να μπορεί να ανταποκριθεί στις προσκλήσεις και κυρίως έτοιμος να αποδεχθεί τον αγώνα, σε όλα τα επίπεδα, σε όποιο κάθε φορά κληθεί να υπηρετήσει. Ο θεολόγος είναι ταγός, είναι ηγέτης της κοινωνίας μας. Οι πατέρες της Εκκλησίας δεν ακολουθούσαν την κοινωνία, την οδηγούσαν και την κατηύθυναν. Ήταν κυρίαρχα άνθρωποι της εποχής τους, και έτσι πρέπει να είναι και οι θεολόγοι σήμερα. Ξέρετε, οι απόφοιτοί μας πετυχαίνουν, όπου και εάν βρεθούν, ό,τι αποστολή και εάν τους ανατεθεί! Και αυτό μας κάνει πολύ υπερήφανους.
«Η χριστιανική πίστη μετέβαλε το ανθρωπολογικό πρότυπο, μεταβαίνοντας από το κάλλος στο άγιο, από την ωραιότητα στην αγιότητα, αφού, χωρίς να απορρίπτεται το πρώτο, το ζητούμενο είναι το δεύτερο».
Αν σας ρωτούσε ένας μαθητής της Γ’ Λυκείου γιατί να επιλέξει τη θεολογία τι θα του λέγατε;
Θα του έλεγα ότι, εάν θέλει να γίνει πλούσιος, να αποκτήσει πολλά υλικά αγαθά, να φύγει μακριά, να τρέξει! Η θεολογία είναι για όποιον δεν θέλει αυτήν τη ζωή. Αλλά, εάν θέλει να ζήσει ελεύθερος, τότε θα κάνει την καλύτερη επιλογή – «γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8,32).
Χωράνε στην υπερταχύτατη, τοξική, και εν πολλοίς ψεύτικη πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης περισσότεροι θεολόγοι και ιερωμένοι;
Η αλήθεια είναι ότι σε μια τέτοια εποχή μάλλον χωράνε περισσότεροι άγιοι, τους έχουμε ανάγκη. Αυτή είναι η διαφορά της εποχής μας. Πόσοι από εμάς, έστω και για λίγο, δεν δώσαμε προσοχή στον λόγο ενός αγίου, δεν σταματήσαμε να ακούσουμε τη ζωή του, ή δεν σκεφθήκαμε πόσο θα θέλαμε να τον έχουμε γνωρίσει. Η χριστιανική πίστη μετέβαλε το ανθρωπολογικό πρότυπο, μεταβαίνοντας από το κάλλος στο άγιο, από την ωραιότητα στην αγιότητα, αφού, χωρίς να απορρίπτεται το πρώτο, το ζητούμενο είναι το δεύτερο. Και σε αυτό ο άνθρωπος δεν φτάνει μόνος του, αλλά με τη βοήθεια του Θεού, με τη μετοχή του στα μυστήρια, ώστε να του χορηγηθούν τα χαρίσματα που θα πλουτίσουν τη ζωή του. Πρέπει να μάθουμε τα παιδιά του τόπου μας να αγαπούν περισσότερο τα χαρίσματα, τον πλούτο του Χριστού παρά τον πλούτο του υλικού κόσμου, αφού ο τελευταίος πρέπει να λειτουργεί ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπός.
***
Ήξερα ότι όσοι σπουδάζουν θεολογία διαπρέπουν και σε άλλους χώρους. Ίσως είναι το γεγονός ότι έχουν διδαχτεί ιστορία, φιλοσοφία και την (ιερή) ίντριγκα. Δεν ήξερα καθόλου ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι άνθρωποι που χρησιμοποιούν το πτυχίο τους ως σημαντική βάση για ό,τι άλλο θέλουν να κάνουν. Δεν ήξερα ότι η ψηφιακή τεχνολογία χρησιμοποιείται κατά κόρον. Για αυτό, ακόμα και στο κοινό αυτό, η ρωσική προπαγάνδα δεν τα καταφέρνει. Βγαίνοντας από τη Θεολογική Σχολή, δύο πρωτοετείς, με αυτό το βλέμμα του χαμένου στη νέα πραγματικότητα, με κοιτούν και με ρωτούν «Είστε φοιτητής;»… Με τρολάρουν, σκέφτηκα… Και συνεχίζει άλλος: «Στη Θεολογική είμαστε cool, δεν φοράμε κοστούμια». Χαμογέλασα και νευρίασα. Και γιατί φόρεσα κοστούμι και γιατί νόμιζα ότι έπρεπε να βάλω κοστούμι. Να, έμαθα κάτι και σήμερα.
Μικρό Πορτρέτο
Ο Ιωάννης Αντ. Παναγιωτόπουλος είναι πτυχιούχος του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ (1993). Ειιδικεύτηκε στη Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία. Έλαβε μεταπτυχιακούς τίτλους από το University of Durham (1997) και το ΕΚΠΑ (1998) και διδακτορικό δίπλωμα από το ΕΚΠΑ (2002). Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος αξιωματικός πεζικού.
Εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική Μέση Εκπαίδευση (1999-2004) και στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση (2007-2010). Από το 2010 υπηρετεί στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και βρίσκεται στη βαθμίδα του αναπληρωτή καθηγητή. Υπηρέτησε ως ειδικός σύμβουλος στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης (2004-2007) και ως γενικός γραμματέας Μέσων Ενημέρωσης (2012-2014). Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο, αρθρογραφεί συστηματικά, καθώς και έντονη πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Δημήτρης Μιχόπουλος: «Οι Κρίσεις Είναι Αποτέλεσμα Λάθους Και Λάθη Γίνονται Πάντα»