Η έκπληξη των πρόσφατων Καννών, που έφυγε με το βραβείο της Χρυσής Κάμερας, ήρθε φέτος από το Βέλγιο, με το “Κορίτσι” του Lukas Dhont. Μια συγκινητικά ρεαλιστική ταινία. Μια ωμή μα συνάμα βαθιά ανθρώπινη καταγραφή, ντοκιμαντερίστικης κοπής, του προσωπικού αδιεξόδου ενός κοριτσιού με αγγελικό πρόσωπο, που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε ανδρικό σώμα.
Ο λόγος για τη 15χρονη Λάρα, που μαζί με τον πατέρα της και τον μικρό της αδερφό ξεκινούν μια νέα ζωή σε μια νέα πόλη, με τη Λάρα να γίνεται δεκτή σε μια από τις σπουδαιότερες σχολές χορού της χώρας.
Κι ενώ το περιβάλλον της, σε αντίθεση με τα όσα θα περίμενε κανείς, είναι υποστηρικτικό απέναντί της -από την οικογένειά της μέχρι τους γιατρούς που την παρακολουθούν, το σχολείο και τη σχολή χορού, με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιες συνομήλικές της- η Λάρα είναι δυστυχισμένη.
Κι αυτό γιατί ως ανυπόμονο παιδί, γεμάτο όνειρα, αδυνατεί να αντιληφθεί ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά και ότι δύσκολα κανείς μπορεί να τα βάλει με τους νόμους της φύσης.
Της φύσης, που ως αγόρι της έδωσε δυνατά και μεγάλα άκρα, αυτά που στη νέα της ζωή ως κορίτσι τη δυσκολεύουν με τις νέες της πουέντ και την απομακρύνουν από το όνειρο να γίνει μπαλαρίνα.
Και η συνειδητοποίηση αυτή γίνεται ακόμη δυσκολότερη για την ίδια, γιατί όλα πάνω της καταμαρτυρούν ότι είναι ένα κορίτσι! Από το λεπτεπίλεπτο σώμα της, το βλέμμα και το χαμόγελό της, μέχρι τη γλυκιά της προσωπικότητα, με την επιλογή του μπαλέτου, ως είδος χορού, να επισφραγίζει συμβολικά για την ίδια τη θηλυκή της φύση.
Ένα κορίτσι συνειδητοποιημένο απόλυτα για το τι είναι και τι θέλει, που όλοι αποδέχονται ως τέτοιο, πλην της ίδιας, που καταλήγει να βασανίζει τον εαυτό της, προσπαθώντας να φτάσει πιο γρήγορα σε αυτό που έχει οραματιστεί.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ματιά του 27χρονου Lukas Dhont, που στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο επιλέγει να γυρίσει την ταινία του αποκλειστικά σε εσωτερικούς χώρους, αφήνοντας κάποια ερωτήματα που προκύπτουν από την ταινία αναπάντητα. Δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο εξωτερικό, δεν ξέρουμε πώς είναι απ’ έξω το σπίτι της, το σχολείο της, το μετρό με το οποίο πηγαινοέρχεται καθημερινά, δεν ξέρουμε τίποτα για το τι απέγινε η μητέρα της και το πώς η Λάρα έφτασε να εκτελεί χρέη μητέρας για τον μικρό της αδερφό.
Ένα κορίτσι συνειδητοποιημένο απόλυτα για το τι είναι και τι θέλει, που όλοι αποδέχονται ως τέτοιο, πλην της ίδιας, που καταλήγει να βασανίζει τον εαυτό της, προσπαθώντας να φτάσει πιο γρήγορα σε αυτό που έχει οραματιστεί.
Κι αυτό γιατί θέλει να εστιάσει στην καθημερινότητα της ηρωίδας του και στον εσωτερικό εγκλωβισμό της, με τα πλάνα του να εστιάζουν είτε στο πρόσωπο της Λάρα, είτε στο πάνω μέρος του σώματός της, προκειμένου να καταγράφει αδιάλειπτα το συναίσθημά της, τη μάχη της με τη ίδια της φύση, τον πόνο και την αγωνία της.
Ο Dhont, που υπογράφει και το σενάριο, συνειδητά δεν μας δίνει πληροφορίες για τα παραπάνω, θεωρώντας τις ενδεχομένως περιττές φλυαρίες, που θα μας απομάκρυναν από αυτό που θέλει να πει και να δείξει: την επιμονή για το όνειρο, τον αγώνα για το διαφορετικό, τον θρίαμβο της θέλησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία, την οποία ο 19χρονος, φοιτητής κινηματογράφου τότε, Dhont διάβασε στην εφημερίδα. Μάλιστα, λίγο μετά έγινε φίλος με την εν λόγω κοπέλα, η οποία όχι μόνο αποτέλεσε την έμπνευσή του για την ταινία που έμελλε να τον κάνει παγκοσμίως γνωστό, αλλά τον συνόδευσε κιόλας και στις φετινές Κάννες.
Τέλος, ειδική μνεία αξίζει στον 16χρονο, επίσης πρωτοεμφανιζόμενο, Victor Polster, τον Βέλγο χορευτή που απέσπασε για την ερμηνεία του το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στην κατηγορία “Ένα Κάποιο Βλέμμα”. Ο Polster είναι τόσο καλός, τόσο πειστικός, τόσο συγκινητικός, που πραγματικά αδυνατείς να πιστέψεις ότι είναι αγόρι.
Ερωτηθείς για το πώς κατάφερε να αποδώσει μια συγκλονιστική ερμηνεία σαν αυτή, όντας άπειρος, ο Polster απάντησε: “Ίσως γιατί έπαιξα ως έφηβος κι όχι ως κορίτσι…”.