«Αν μπορείς να κοιτάξεις δες
Αν μπορείς να δεις – παρατήρησε»
Το «Περί Τυφλότητας» του Νομπελίστα συγγραφέα José Saramago δεν το είχα διαβάσει. Ήξερα το βασικό premise κι αυτό ήταν όλο. Δεν περίμενα ότι θα με έπιανε απροετοίμαστη· και όμως. Στο ερώτημα τι συμβαίνει στον άνθρωπο σε μια έκτακτη κατάσταση που φέρνει συλλογικό πανικό, η κάπως ξεχασμένη, «θαμπή» πια συνθήκη της πανδημίας, που τόσο πρόσφατα ζήσαμε εμείς, δίνει μια άλλη διάσταση. Έδωσε, έτσι, και μιαν άλλη ποιότητα στη θέαση της παράστασης «Η Πόλη των Τυφλών» της Έμιλυς Λουίζου, βασισμένη στο διάσημο μυθιστόρημα του Saramago, που ολοκλήρωσε τον κύκλο της προχθές στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Κι εκεί βαθιά όπου μας έχουν οδηγήσει οι συντελεστές της παράστασης· εκεί που λες ότι το φως είναι αδύνατο, η συντροφικότητα αδόκιμη, η τρυφερότητα αδιανόητη· εκεί θυμάσαι ότι, ίσως, το τι επιλέγεις να κοιτάξεις, το τι θα καταφέρεις τελικά να δεις, παραμένει μια επιλογή.
Η παράσταση γρήγορα εξελίσσεται σε θρίλερ. Οι ήχοι, τα φώτα, οι παύσεις και οι διαδοχικές «αλλαγές φάσης» που σηματοδοτούν θυμίζουν στατικά καρέ κινηματογραφικού φιλμ. Αν μπερδέψεις τη σειρά τους, το αφήγημα χάνεται, τίποτα δεν βγάζει νόημα. Πώς γίνεται να βρεθούμε από «εκεί» «εδώ» σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; O σχεδόν χειρουργικός διαμελισμός του χρόνου μας δίνει την ευκαιρία να καταλάβουμε αυτό που το «πριν και μετά», μέσα στην ακρότητά του, δεν μας επιτρέπει να δούμε. Έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε τι χάνεται πρώτο, τι δεύτερο, τι τρίτο. Και τι μένει, τελικά.
Με κάθε άνω τελεία μπαίνεις πιο βαθιά στο σκοτάδι. Και αυτό που βλέπεις εκεί είναι αυτό που φοβόσουν ότι θα δεις. Μέχρι που πλέον ξέρεις πού οδηγεί ο στακάτος ρυθμός της κατάβασης. Καταλαβαίνεις το «μετά» που σου φαινόταν κάποτε τόσο ακραίο. Φτάνεις σε μια ανθρώπινη κατάσταση που έχει απεκδυθεί τελείως τις επιτελέσεις αυτού που αναγνωρίζουμε ως κοινωνία. Αυτού που βλέπουμε ως δεδομένο και σταθερό οικοδόμημα –λάθος μας– και που δεν διστάζουμε καθημερινά να λιθοβολούμε.
Κι εκεί βαθιά όπου μας έχουν οδηγήσει οι συντελεστές της παράστασης· εκεί που λες ότι το φως είναι αδύνατο, η συντροφικότητα αδόκιμη, η τρυφερότητα αδιανόητη· εκεί θυμάσαι ότι, ίσως, το τι επιλέγεις να κοιτάξεις, το τι θα καταφέρεις τελικά να δεις, παραμένει μια επιλογή. Μια εφιαλτικά δύσκολη, καθόλου αυτονόητη επιλογή. Αλλά μια επιλογή που εν τέλει μας χαρίζει πίσω την ανθρωπιά μας.
Σήμερα, με όλα όσα συμβαίνουν δίπλα μας –στις δομές, στα σύνορα, στις παραλίες που ξεβράζουν ανθρώπους αντί για ιστορίες διακοπών– η τυφλότητα δεν είναι μόνο αλληγορική. Και η επιλογή να βλέπουμε –ή να μη βλέπουμε– παραμένει ίσως η πιο πολιτική πράξη απ’ όλες.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Η «Ορέστεια» και τα SOS Αναπάντητα Ερωτήματα του Βίου