Είναι καιρός να ξεπεράσουμε τον Oscar Wilde. Αμφιλεγόμενο; Σίγουρα. Απαραίτητο; Οπωσδήποτε. Μην παρεξηγηθώ, η λογοτεχνική και πολιτισμική αξία του Wilde είναι τεράστια και έχει τη δύναμη να ασκεί επιρροή στις μέρες μας, αλλά και στο μέλλον. Θαρρώ, ωστόσο, πώς πρέπει να στρέψουμε τον προβολέα και προς τους σύγχρονους Ιρλανδούς συγγραφείς, οι οποίοι πρωτοπορούν, ανοίγοντας τον δικό τους δρόμο στη λογοτεχνική σκηνή.
Μικρή διευκρίνιση: οι αναφορές σε συγγραφείς που ακολουθούν δεν είναι καθόλου τυχαίες, καθώς έχουν εγκριθεί (και τολμώ να πω επικροτηθεί) από Ιρλανδό με σπουδές στη λογοτεχνία…
Η Sally Rooney Φυτεύει «Σπόρους»
Ξεκινάμε με τη Sally Rooney, έργο της οποίας μεταφέρθηκε πρόσφατα και στη μικρή οθόνη με τη σειρά «Normal People». Με μόλις τρία βιβλία, έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στη λογοτεχνική σκηνή σε διάστημα 6 χρόνων. Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία στο Trinity College του Δουβλίνου, όπου υπήρξε και δεινό μέλος της ρητορικής λέσχης.
Το πρώτο της βιβλίο, «Συζητήσεις με Φίλους» (εκδόσεις Πατάκη, μτφρ. Μαρία Φακίνου), το οποίο εξέδωσε ενώ παράλληλα ολοκλήρωνε το μεταπτυχιακό της στην αμερικανική λογοτεχνία, κέρδισε το Βραβείο Νέου Συγγραφέα 2017 των Sunday Times/Peters Fraser & Dunlop. Έτυχε καλής αποδοχής από τους κριτικούς, οι οποίοι εξήραν τη διαύγεια της γραφής και το βάθος που δίνει στους χαρακτήρες της.
Η Sally Rooney διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων της με ιδιαίτερη σχολαστικότητα και μαεστρία.
Πράγματι, η Rooney διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων της με ιδιαίτερη σχολαστικότητα και μαεστρία. Είναι από τους συγγραφείς που αρέσκονται να απευθύνονται σε έξυπνο κοινό: δεν μας ταΐζει με το κουτάλι την πλοκή, ούτε δίνει ανατριχιαστικές λεπτομέρειες περιγράφοντας ανελλιπώς το συναισθηματικό φορτίο των χαρακτήρων. Αντίθετα, φυτεύει σπόρους και τους καλλιεργεί, σταδιακά, συστηματικά, με αποτέλεσμα το συναίσθημα να αναβλύζει από μόνο του μέσα από τη σελίδα.
Το δεύτερο βιβλίο της, «Κανονικοί Άνθρωποι» (εκδόσεις Πατάκη, μτφρ. Μαρία Φακίνου), στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη σειρά, τιμήθηκε, όπως αναφέραμε, με το κρατικό Ιρλανδικό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ ήταν υποψήφιο και για το βραβείο Man Booker. Μια κατά τα φαινόμενα κοινότοπη ιστορία αγάπης μεταξύ δύο φοιτητών, που προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους εν όψει της υπόσχεσης των γοητευτικών φοιτητικών χρόνων. Στον πυρήνα της, ωστόσο, είναι μια ιστορία για την ανάγκη μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, για το πώς η νεανική αγάπη φιλοδοξεί να είναι αιώνια, για το πώς, όταν είμαστε νέοι, νιώθουμε ότι κρατάμε τη συμπαντική δύναμη στα χέρια μας.
Το τρίτο της βιβλίο, «Beautiful World, Where Are You», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, φαίνεται πως ακολουθεί το μονοπάτι της επιτυχίας των δύο προηγούμενων και κινείται σε παρόμοια θεματικά μοτίβα, όπως αυτά του ρομαντισμού, της φιλίας και των κοινωνικών τάξεων.
Γιατί να τη διαβάσω; Αρχικά, αν δηλώνεις φαν της ρομαντικής ή κοινωνικής λογοτεχνίας, τα βιβλία της αποτελούν αναγνώσματα που δεν θα ήθελες να χάσεις.
Δεύτερον, γιατί γράφει για κοινότοπα θέματα με τρόπο ξεχωριστό και αξιοζήλευτο. Όσον αφορά την ίδια τη γραφή της, εκτός από το γεγονός ότι είναι ελκυστική, με αποτέλεσμα το έργο της να διαβάζεται απνευστί, είναι πάνω απ’ όλα αληθινή. Και είναι αυτή η σύνδεση που δημιουργείται μεταξύ της συγγραφέα και του αναγνώστη, η τόσο προσωπική και στενή, που τελικά ανάγει τη λογοτεχνική αξία των βιβλίων αυτών σε εξαίσια.
Η Anna Burns Πλάθει Κόσμους Αλληγορικούς και Κερδίζει Booker
Συνεχίζουμε με την Anna Burns, το έργο της οποίας ασχολείται περισσότερο με κοινωνικά θέματα, παρουσιάζοντάς τα μέσα από αλληγορικούς κόσμους και αξιοποιώντας πολιτική μυθοπλασία. Το βιβλίο της «Ο Γαλατάς» (εκδόσεις Gutenberg, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), αν και δύσκολο ανάγνωσμα, θέτει τον πήχη πολύ ψηλά, καθώς έχει τιμηθεί με τον τίτλο του Man Booker Prize, καθιστώντας τη την πρώτη Βορειοϊρλανδή συγγραφέα που κερδίζει το συγκεκριμένο βραβείο.
Η Anna Burns δεν βιάζει, ούτε πιέζει τη διαδικασία της γραφής, αντίθετα, αφήνει τους χαρακτήρες να καθοδηγήσουν τη σκέψη της.
Το πρώτο της μυθιστόρημα, αν και λιγότερο γνωστό, βρίσκεται μεταξύ των έργων που αναφέρονται στους ταραγμένους καιρούς της Βόρειας Ιρλανδίας. Θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς έχει συγκριθεί με τους «Δουβλινέζους» του James Joyce σχετικά με την αποτύπωση της καθημερινής γλώσσας του πληθυσμού του Μπέλφαστ.
Η ίδια, ως συγγραφέας, ακολουθεί συγκεκριμένη τεχνική στη δημιουργική διαδικασία. Αντλώντας έμπνευση από καθημερινά περιστατικά ιδιαίτερης σημασίας για την ίδια, πλάθει την ιστορία συνειρμικά στη φαντασία της. Δεν βιάζει, ούτε πιέζει τη διαδικασία της γραφής, αντίθετα, αφήνει τους χαρακτήρες να καθοδηγήσουν τη σκέψη της.
Συγκεκριμένα, στον «Γαλατά» ασχολείται με τη δύναμη ενός καθεστώτος που δεσπόζει σε μια κοινωνία. Το σύμπαν της Burns επικεντρώνεται σε μια ανώνυμη σκοτεινή πόλη της Ιρλανδίας τη δεκαετία του ’70, με το αυταρχικό πολιτικό στοιχείο να κυριαρχεί στις ζωές των κατοίκων. Όλες τους οι πράξεις, εσκεμμένες και μη, διαβάζονται ως πολιτική δήλωση, βάσει των οποίων και κρίνονται. Μέσα σε αυτή, την ασφυκτικά κλειστή καταπιεστική κοινωνία καλείται να επιβιώσει η 18χρονη ηρωίδα, το όνομα της οποίας δεν μαθαίνουμε ποτέ. Πεπεισμένη να μένει αποστασιοποιημένη από τον κοινωνικό περίγυρο, λειτουργεί αυτόνομα, αποφεύγει να τραβά την προσοχή.
Σχεδόν αναπόφευκτα, παρ’ όλα αυτά, προσελκύει το ενδιαφέρον του αποκαλούμενου Γαλατά, μεσήλικα ηγέτη ισχυρής παραστρατιωτικής οργάνωσης. Οι συνέπειες, αυτόματα, είναι καταιγιστικές: γίνεται στα μάτια του κόσμου η ερωμένη του, άντρες την ακολουθούν, άνθρωποι τη φωτογραφίζουν όταν δεν προσέχει… Ο Γαλατάς αποτελεί μια αόρατη, αναπτυσσόμενη εισβολή στη ζωή της, που καταλήγει να γίνει η σκιά της.
Το βιβλίο βασίστηκε στις προσωπικές εμπειρίες της συγγραφέα, η οποία μεγάλωσε στη Βόρεια Ιρλανδία κατά τη διάρκεια των ταραχών, και έχει προσδιορίσει το ανώνυμο σκηνικό του μυθιστορήματος ως «μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του Μπέλφαστ». Η απουσία ονομάτων στους ήρωές της και η ταυτοποίησή τους μέσα από αόριστους προσδιορισμούς (Γαλατάς, μεσαία κόρη, ίσως φίλος) είναι αξιοσημείωτη, χαρακτηριστικό που τονίζει το αόριστο και παράλληλα αφηρημένο στοιχείο.
Γιατί να τη διαβάσεις; Σίγουρα δεν είναι το πιο εύκολο ανάγνωσμα. Ούτε απαραίτητα το πιο ευχάριστο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η εντύπωση που αφήνει είναι μεγάλη, ενώ αποτελεί δυναμικό ηχείο της σημερινής εποχής, καθώς καταπιάνεται με θέματα όπως η σεξουαλική παρενόχληση, η τρομοκρατία ή οι διαφορές που χωρίζουν μια κοινότητα στη μέση. Η ίδια η γραφή της, ενώ αποτελεί πρόκληση, με τις μακροσκελείς προτάσεις και τα ελάχιστα σημεία στίξης, μετουσιώνει την αποπνικτική ατμόσφαιρα της κοινωνίας που περιγράφει.
H Emma Donohue Δημιουργεί Ανεπαίσθητους Δεσμούς με τους Αναγνώστες
Συνεχίζουμε με την Emma Donohue. Γεννηθείσα στο Δουβλίνο, με σπουδές στα Αγγλικά και τα Γαλλικά, έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια. Αν και έχει καταπιαστεί με διάφορα λογοτεχνικά είδη, είναι περισσότερο γνωστή για τα μυθιστορήματά της. Στην ηλικία των 14 συνειδητοποίησε δύο θεμελιώδη πράγματα για τον εαυτό της που διαμόρφωσαν, εν τέλει, την ταυτότητά της: πρώτον ότι είναι ομοφυλόφιλη και δεύτερον ότι θέλει να γίνει συγγραφέας. Ενώ πολλά από τα έργα της έχουν ως πυρήνα ζητήματα φύλου ή σεξουαλικότητας, η ίδια δεν θεωρεί πως αυτό επηρεάζει το έργο της, αλλά ότι προσφέρουν ένα παραπάνω ενδιαφέρον για τους ανθρώπους που βρίσκονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στο κοινωνικό περιθώριο.
Ακόμη ένα στοιχείο της γραφής της είναι πως αντλεί μεγάλο μέρος της έμπνευσής της από το παρελθόν, ειδικά από τη Βικτωριανή εποχή, αλλά και από ιστορικές πηγές. Η μυθοπλασία της αποτελεί κράμα φανταστικών στοιχείων και ιστορικών γεγονότων: το ένα πατά στο άλλο για να πλάσουν τον κόσμο της, έναν κόσμο γεμάτο νόημα.
Η Emma Donohue δημιουργεί μια πολύ σκοτεινή, μυστηριώδη, συναισθηματική, ήρεμη ατμόσφαιρα, που καταφέρνει να κρατά το ενδιαφέρον.
Στο «Θαύμα» (εκδόσεις Παπαδόπουλος, μτφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου) εξερευνά το φαινόμενο της επιβεβλημένης νηστείας κοριτσιών που πραγματοποιούνταν σποραδικά από τον 16ο έως τον 20ό αιώνα. Επρόκειτο για κοπέλες, συνήθως προεφηβικής ηλικίας, που ισχυρίζονταν ότι ζούσαν χωρίς φαγητό για μήνες ή και χρόνια. Είτε το κίνητρο ήταν η ανορεξία είτε η θρησκευτική μανία, προσέλκυαν δωρεές από περίεργους επισκέπτες, γιατρούς, επιστήμονες και ιερείς, οι οποίοι ήθελαν να ανακαλύψουν αν μπορούσαν πράγματι να ζουν μονάχα με αέρα, φως ή την αγάπη του Θεού. Στο συγκεκριμένο έργο, η νοσοκόμα, η Λιμπ, καλείται να επιβλέπει τη μικρή Άννα ολημερίς… όχι από περιέργεια, αλλά από καθαρή δυσπιστία ως προς την αδιάκοπη νηστεία της. Η συγγραφέας σκιαγραφεί, μέσα από τη σχέση των δύο χαρακτήρων, το ευρύτερο πλαίσιο αγγλικού και ιρλανδικού ανταγωνισμού, τη γέννηση της νοσηλευτικής, καθώς και τη σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας.
Γιατί να τη διαβάσεις; Γιατί, ενώ η αργή αφήγηση ωθεί τον αναγνώστη στα όρια του αναγνωστικού παροξυσμού, η γραφή της τον επαναφέρει ξανά στη λογική. Γιατί δημιουργεί μια πολύ σκοτεινή, μυστηριώδη, συναισθηματική, ήρεμη ατμόσφαιρα, που καταφέρνει να κρατά το ενδιαφέρον και να δημιουργεί έναν ανεπαίσθητο δεσμό με τον αναγνώστη έως το τέλος.
Ο Dave Rudden Αντλεί από τη Σύγχρονη Ποπ Κουλτούρα
Κλείνοντας, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τον Dave Rudden, πρωτοπόρο στη συγγραφή επιστημονικής φαντασίας. Ο Dave Rudden ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στη Δημιουργική Γραφή στο University College Dublin, λαμβάνοντας το πτυχίο του με άριστα. Διηγήματα και ποίησή του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα διεθνή περιοδικά, όπως το Bare Hands και Quotable, ενώ έχει κερδίσει το βραβείο Fantasy Book Review Short Story Prize. Από παιδί στράφηκε στον κόσμο των βιβλίων, ο οποίος του παρείχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να βλέπει μέσα στο μυαλό των άλλων, αλλά και να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του.
Μπορεί στα 25 του να θεωρούνταν ένας πρώιμος πρωτοεμφανιζόμενος στον κόσμο της λογοτεχνίας, αλλά δεν του πήρε καιρό να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση της «λογοτεχνικής πένας»: «Νόμιζα ότι για να γίνεις συγγραφέας έπρεπε να είσαι πλούσιος, ή Άγγλος, ή νεκρός. Όχι, προφανώς όχι τελικά», δηλώνει.
Ο Dave Rudden δημιουργεί την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην τρυφερότητα και το χιούμορ, τον τρόμο και τη φαντασία, ενώ χτίζει περίπλοκους λογοτεχνικούς κόσμους.
Ξεκίνησε γράφοντας fan fiction για τον Doctor Who, τοποθετώντας τις δικές του πλοκές σε κόσμους που είχαν ήδη δοκιμαστεί από άλλους συγγραφείς πριν από εκείνον. Σταδιακά, ωστόσο, προσπέρασε τους ήδη υπάρχοντες συγγραφικούς κόσμους, δημιουργώντας δικά του φανταστικά σύμπαντα. Ένα από αυτά περιγράφεται και στην τριλογία του «Knights of the Borrowed Dark», με πρωταγωνιστή τον Denizen, ένα ορφανό αγόρι που ανακαλύπτει πως ανήκει σε έναν μυστικό στρατό από σκιώδη τέρατα, υπεύθυνο για την προστασία του κόσμου.
Η πλοκή ξεδιπλώνεται με εφευρετικότητα και πρωτοτυπία, ενώ επιρροές της σύγχρονης ποπ κουλτούρας ανιχνεύονται σε κάθε σελίδα. Οι χαρακτήρες του είναι ιδιαίτεροι και αντισυμβατικοί: από τον μικροσκοπικό κοκκινομάλλη Denizen και τον τρανσέξουαλ Ed έως την Ιρανή μαχήτρια Abigail, κάθε παρουσία απαιτεί την προσοχή μας.
Γιατί να τον διαβάσεις; Επειδή τα μυθιστορήματά του έχουν έναν εύθυμο, προσιτό τόνο, οι περιγραφές του είναι σπλαχνικές, έως και μεθυστικές σε ορισμένα σημεία. Δημιουργεί την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στην τρυφερότητα και το χιούμορ, τον τρόμο και τη φαντασία, ενώ χτίζει περίπλοκους λογοτεχνικούς κόσμους που κινούν την περιέργεια του αναγνώστη.
Αυτοί είναι κάποιοι από τους σύγχρονους Ιρλανδούς συγγραφείς που προσπαθούν να κλέψουν λίγη από την προσοχή μας, προσφέροντας νέες, δημιουργικές αφηγήσεις που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των αναγνωστών του 21ου αιώνα. Ας τους δώσουμε μια ευκαιρία.
Περισσότερα βιβλία στην αθηΝΕΑ:
Οι Εκδόσεις Μεταίχμιο Συστήνουν εκ Νέου το Έργο του Φώτη Κόντογλου
Η Μαρία Μαυρικάκη Γράφει για την αθηΝΕΑ 4 Ιστορίες Εξάρτησης # 1η