Η επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας Recep Tayyip Erdogan στην Αθήνα, κατόπιν πρόσκλησης της Ελληνικής κυβέρνησης, δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με τα αναμενόμενα. Ο απρόβλεπτος στη συμπεριφορά του και επιθετικός στην άσκηση πολιτικής Erdogan αιφνιδίασε την Αθήνα, θέτοντας δημοσίως ζήτημα “τουρκικής μειονότητας” στη Δυτική Θράκη και ζητώντας την “επικαιροποίηση” της Συνθήκης της Λωζάνης.
Τέτοιου είδους προκλητική συμπεριφορά από αρχηγό κράτους έναντι της χώρας που τον έχει προσκαλέσει, ιστορικά δεν είναι συνήθης. Αβίαστα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα, κατά πόσον η ελληνική διπλωματία και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είχαν προετοιμάσει κατάλληλα την επίσκεψη, καθώς και το αν είχαν ή όχι γνώση ότι ο Erdogan θα έθετε δημοσίως αυτά τα ζητήματα, στο πλαίσιο μάλιστα των τυπικών προσφωνήσεων των ηγετών των δύο κρατών, καταλύοντας το πρωτόκολλο.
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, λειτουργώντας στο όριο των συνταγματικών του αρμοδιοτήτων, έθεσε πολιτικό ζήτημα σχετικά με την τήρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, υπεύθυνη για τον χειρισμό του οποίου είναι αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση. Μέσω της αναφοράς του, δόθηκε η ευκαιρία στον Erdogan να αναπτύξει τις αναθεωρητικές θέσεις του δημοσίως.
Εν συνεχεία, η τυπική συνάντηση ανάμεσα στους δύο προέδρους ξέφυγε από το πρωτόκολλο, καθώς οι προσφωνήσεις εξελίχθηκαν σε διάλογο και μάλιστα έντονο. Ο Προκόπης Παυλόπουλος, επικαλούμενος την επιστημονική του ιδιότητα, ως καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, απάντησε στην προκλητική αξίωση του Erdogan περί “επικαιροποίησης” της Συνθήκης της Λωζάνης, υποστηρίζοντας ότι “οι συνθήκες δεν αναθεωρούνται, αλλά ερμηνεύονται”.
Η τοποθέτηση αυτή του κ. Παυλόπουλου αποτέλεσε ίσως το μελανότερο σημείο της συνάντησης, καθώς αφενός αντιβαίνει στα διεθνή ειωθότα, αφετέρου εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους για την Ελλάδα. Αρχικά, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι συνθήκες αναθεωρούνται. Οι τρόποι για να αναθεωρηθούν είναι δύο: είτε η ομόφωνη συμφωνία όλων των μερών της συνθήκης για την αναθεώρησή της, είτε ο πόλεμος. Ιστορικά προηγούμενα υπάρχουν φυσικά και για τις δύο περιπτώσεις.
Ακόμη πιο προβληματική στην τοποθέτηση του κ. Παυλόπουλου ήταν όμως η αναφορά στο ότι οι συνθήκες “ερμηνεύονται”. Οι συνθήκες δεν ερμηνεύονται, εφαρμόζονται. Η εφαρμογή τους δεν έγκειται στην ερμηνεία που της προσδίδει η κάθε πλευρά, αλλά σε όσα ρητώς προβλέπονται σε αυτήν. Η Συνθήκη της Λωζάνης εφαρμόζεται επί 94 χρόνια και το ενδεχόμενο να ερμηνευτούν οι διατάξεις της με διαφορετικό τρόπο δεν θα εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Είναι γεγονός ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και τα γεωπολιτικά ζητήματα δεν ανήκουν στα δυνατά σημεία του Αλέξη Τσίπρα.
Τον αιφνιδιασμό της ελληνικής πλευράς από την επιθετική και προκλητική στάση του Τούρκου προέδρου ακολούθησε η ψύχραιμη και θεσμική αντιμετώπιση του Erdogan από τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Στη συνάντηση των δύο ηγετών, καθώς και στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, οι τόνοι ήταν χαμηλότεροι, αν και δεν έλειψαν και πάλι οι προκλήσεις από την πλευρά του Erdogan, ο οποίος αναφέρθηκε με προσβλητικό τρόπο στο νεαρό της ηλικίας του Έλληνα πρωθυπουργού, υπαινισσόμενος έλλειμμα εμπειρίας.
Είναι γεγονός ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και τα γεωπολιτικά ζητήματα δεν ανήκουν στα δυνατά σημεία του Αλέξη Τσίπρα, και αυτό κατέστη εμφανές στη συνέντευξη τύπου, από τον αμήχανο και αόριστο τρόπο με τον οποίο απάντησε σε ερώτημα που του τέθηκε σχετικά με την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τη γενικότερη αδυναμία του να εμβαθύνει στις απαντήσεις του. Η παρουσία του όμως υπήρξε ικανοποιητική, σε σύγκριση με την κατώτερη των προσδοκιών στάση του Προκόπη Παυλόπουλου που είχε προηγηθεί, καθώς ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε επαρκώς σε όλα τα θέματα που έθεσε ο Erdogan, προτάσσοντας τις πάγιες ελληνικές θέσεις και κρατώντας παράλληλα χαμηλούς τους τόνους.
Ας εξετάσουμε όμως τις προκλητικές απαιτήσεις και την αναθεωρητική στάση του Προέδρου Erdogan, όπως αυτές διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της επίσκεψής του στην Αθήνα. Η τουρκική εξωτερική πολιτική από την εποχή του Mustafa Kemal και του Ismet Inonu, μέχρι την πρώτη περίοδο της ηγεμονίας του Erdogan., λειτουργούσε σεβόμενη τη Συνθήκη της Λωζάνης. Oι όποιες παρεκκλίσεις απ’ αυτήν είχαν απλώς εργαλειακό χαρακτήρα, χωρίς να αμφισβητείται η ουσία της, η οποία ορίζει τα σύνορα της Τουρκίας.
Σημείο καμπής σε αυτή τη στάση αποτέλεσε το πραξικόπημα εναντίον του Erdogan, τον Ιούλιο του 2016. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης στο πλαίσιο του “νεοοθωμανικού δόγματος” του Erdogan δεν είναι αποσυνδεδεμένη από τον παραμερισμό των Κεμαλιστών μετά το πραξικόπημα. Η πρώτη δημόσια αναφορά του Τούρκου προέδρου περί αναθεώρησης της Λωζάνης έλαβε χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου 2016, 2 περίπου μήνες μετά το πραξικόπημα.
Για τους Κεμαλιστές η συνθήκη της Λωζάνης θεωρείται μια διπλωματική επιτυχία του Mustafa Kemal και οι διατάξεις της χαίρουν του σεβασμού τους. Η αμφισβήτησή της στο εσωτερικό της Κεμαλικής Τουρκίας δεν θα ήταν μια εύκολη υπόθεση, ακόμα και για τον Erdogan. Η αποδυνάμωση των Κεμαλιστών όμως μετά το πραξικόπημα, καθώς και η συνταγματική αναθεώρηση που κατέστησε τον Erdogan απόλυτο κυρίαρχο στο εσωτερικό της Τουρκίας, παρέχοντάς του δικτατορικές εξουσίες, του επέτρεψαν να θέσει επιτακτικά θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης.
Γιατί όμως ο Erdogan επιθυμεί την αναθεώρηση της Συνθήκης; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι απλή, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή εξασφαλίζει τα Νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας, δηλαδή το σημείο στο χάρτη όπου η Τουρκία αντιμετωπίζει τον μόνο πραγματικό κίνδυνο της εδαφικής της ακεραιότητας.
H αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης πυροδοτείται από τον Erdogan με αφορμή τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, και όχι με βάση τις πάγιες διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, τις οποίες η Άγκυρα τις εγείρει διαχρονικά χωρίς να επικαλείται τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Μια ερμηνεία που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι ο Erdogan, στο πλαίσιο του “νεοοθωμανικού δόγματος”, επιθυμεί την προσάρτηση της Μοσούλης του Ιράκ, μιας περιοχής που θεωρεί ότι ανήκει ιστορικά στην Τουρκία, η οποία χάθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η μεγάλη όμως πρόκληση που αντιμετωπίζει στην παρούσα χρονική συγκυρία η Τουρκία είναι να παραμείνει εδαφικά αλώβητη από την μεγάλη γεωπολιτική σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στα Νοτιοανατολικά της, στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ο μεγάλος κίνδυνος για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα του Τουρκικού κράτους δεν βρίσκεται στα Δυτικά, αλλά στα σύνορά του με την Συρία και το Ιράκ, και αφορά στο ενδεχόμενο δημιουργίας κουρδικού κράτους.
Ο φόβος για την Τουρκία είναι διττός. Αφενός ότι ένα κουρδικό κράτος θα διεκδικούσε να ενσωματώσει ανάμεσα σε άλλα και τουρκικό έδαφος, και αφετέρου ότι το κράτος αυτό θα διάκειται εχθρικά έναντι της Τουρκίας. Σε κάθε περίπτωση, η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης πυροδοτείται από τον Erdogan με αφορμή τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, και όχι με βάση τις πάγιες διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, τις οποίες η Άγκυρα τις εγείρει διαχρονικά χωρίς να επικαλείται τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Η ελλιπής διπλωματική προετοιμασία της επίσκεψης, για την οποία πρωτίστως ευθύνεται ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, και ο πρόχειρος πολιτικός σχεδιασμός, οδήγησαν σε μια διπλωματική ήττα της Ελλάδας.
Σχετικά με το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, η Συνθήκη της Λωζάνης είναι σαφής. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της “Σύμβασης περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών”, ορίζεται ρητώς ότι στην Τουρκία αναγνωρίζεται η ύπαρξη εθνικής ελληνικής μειονότητας (στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο), ενώ στη Δυτική Θράκη αναγνωρίζεται η ύπαρξη θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας, και όχι εθνικής.
Η προκλητική στάση του Erdogan στο πλαίσιο της συνάντησής του με τον Προκόπη Παυλόπουλο, όπου υποστήριξε ότι η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είναι “τουρκική”, ακολουθήθηκε από μια περισσότερο διαλλακτική στάση στη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα. Σε αυτήν, ο Τούρκος πρόεδρος αναγνώρισε ότι η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης δεν αποτελείται μόνο από “Τούρκους”, αλλά και από Πομάκους και Ρομά.
Το τι ακριβώς προσδοκούσε να αποκομίσει από αυτή την επίσκεψη η ελληνική κυβέρνηση πάντως δεν είναι σαφές. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι τέτοιου είδους επισκέψεις βοηθούν στη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη, αλλά δεν προορίζονται να λύσουν μεγάλα εθνικά ζητήματα. Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αποκόμισε οφέλη από την επίσκεψη Erdogan. Τουναντίον, η ελλιπής διπλωματική προετοιμασία της επίσκεψης, για την οποία πρωτίστως ευθύνεται ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, και ο πρόχειρος πολιτικός σχεδιασμός, οδήγησαν σε μια διπλωματική ήττα της Ελλάδας.
Ο Erdogan πέτυχε να θέσει δημοσίως ζητήματα για τα οποία η Ελλάδα διαχρονικά αρνείται να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να τα συζητήσει με την Τουρκία σε διμερές επίπεδο. Ο Τούρκος πρόεδρος κατάφερε να προκαλέσει συζήτηση, σε ελληνικό έδαφος, για θέματα που η Ελληνική εξωτερική πολιτική θεωρεί ότι είναι λυμένα και δεν υφίστανται, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον ομόλογό του, αλλά και την ελληνική κυβέρνηση.