Ήξερα πως ο Γιώργος Κωνσταντινίδης έχει γράψει πολλά και αξιόλογα βιβλία για τα μανιτάρια, ήξερα επίσης πως η πόλη που ταυτίζεται πια με τα μανιτάρια, τα Γρεβενά, έχει γίνει κέντρο πολλών εκδηλώσεων και πρωτοβουλιών για τη μανιταροφιλία ανά την Ελλάδα χάρη στον ίδιο και τους συνεργάτες και φίλους του. Στην πορεία έμαθα πως ο πρόεδρος των Μανιταρόφιλων Ελλάδας είναι και μουσικός.
Όταν έτυχε να ακούσω για πρώτη φορά τους Manitarock, μια μπάντα που παντρεύει ήχους παραδοσιακούς και rock, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, σε ένα τριήμερο που περιλάμβανε μανιταροσυλλογή, μαγειρέματα και σχετικά σεμινάρια, αρχικά είχα σκεφτεί πως η μουσική αποτελούσε απλώς ένα αποχαιρετιστήριο δώρο στο τέλος μιας όμορφης γιορτής.
Τότε ήταν που ανακάλυψα πως ο Γιώργος Κωνσταντινίδης είναι και μουσικός, όπως και την ιδιαίτερη και συγκλονιστική ερμηνεία της Δέσποινας Κλεισιάρη, αλλά και ένα συγκρότημα που έρχεται από την επαρχία όπου γίνονται πράγματα θαυμαστά για να μας συστήσει ακούσματα που διατρέχουν περάσματα μουσικών αγαπημένων, αταίριαστων φαινομενικά, για να φτάσουν ξανά σε εμάς με νέα όχι ταυτότητα αλλά διάθεση, σαν ένας διάλογος ανάμεσα, όπως λέει ο Γιώργος, «στο ελληνικό με το δυτικό και το οικουμενικό».
Οι Manitarock έρχονται στην Αθήνα σε λίγες μέρες, στις 6 Μαΐου, στην Κεντρική Σκηνή του Σταυρού του Νότου για να συναντήσουν παλιούς και νέους φίλους. Με αυτή την αφορμή, έγινε η παρακάτω κουβέντα. Για τα μανιτάρια, για τη μουσική, για την παράδοση, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για το πάθος και την αγάπη που γίνεται έρευνα, μελέτη, δημιουργία.
Είστε δάσκαλος, ερευνητής και μουσικός. Έχουν κάποια σειρά αυτά τα τρία;
Χρονικά, πρώτα θυμάμαι τον εαυτό μου ως επίδοξο μουσικό, που προσπαθεί να «βγάλει ήχο» και να παίξει μελωδίες, στην αρχή με αυτοσχέδια, χειροποίητα «όργανα» από τενεκέδες, νάιλον, ξύλα και σύρματα και –από την ηλικία των 8 και μετά– με μια αληθινή κιθάρα, που μου ’φερε η θεία Αναστασία από την Ιταλία. Αργότερα, ως βοσκός των ζώων μας (πρόβατα και αγελάδες) έγινα –όπως και οι περισσότεροι συνομήλικοί μου τότε– εξερευνητής της φύσης στην Κνίδη Γρεβενών (πουλιά, ερπετά, έντομα, φυτά).
Τελικά, και αφού σπούδασα πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και παιδαγωγική στη Θεσσαλονίκη, διορίστηκα δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, η διδασκαλία, όπως και η παιδαγωγία, σαν αδιόρατες, διάφανες κλωστές διαπερνούν κάθε δραστηριότητά μας, παράγοντας «άδηλη μάθηση» –για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της Παιδαγωγικής και της Γνωστικής Ψυχολογίας–, αφού ό,τι κάνουμε, ό,τι λέμε, ό,τι γράφουμε, ό,τι τραγουδάμε, διδάσκει και παιδαγωγεί.
«Το ενδιαφέρον που έδειξαν πολλοί αναγνώστες για την πρώτη εργασία μου, που δημοσιεύτηκε το 1994, συνέβαλε καθοριστικά για τη συνέχεια που, σε συνεργασία με ερασιτέχνες και επαγγελματίες μυκητολόγους, Έλληνες και ξένους, οδήγησε στο σύγχρονο φαινόμενο της ελληνικής μανιταρογνωσίας και μανιταροφιλίας».
Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στην έρευνα, πώς γεννήθηκε η επιθυμία να ξεκλειδώσετε τον κόσμο των ελληνικών μανιταριών;
Η πρώιμη επαφή μου με το φυσικό περιβάλλον του χωριού μου και αργότερα της πόλης των Γρεβενών, η διδασκαλία της Μυροφόρας –της μακαρίτισσας της μάνας μου– στα φυτά και στα βότανα, η πολύ θετική αξιολόγηση του φυτολόγιου που έφτιαξα από την «αυστηρή» καθηγήτριά μας στο Λύκειο Αγορίτσα Καραγιάννη και η ανάγκη μου να κρατήσω την επαφή με το δάσος και το φυσικό περιβάλλον με οδήγησαν στον θαυμαστό μικρόκοσμο των μανιταριών.
Το ενδιαφέρον που έδειξαν πολλοί αναγνώστες για την πρώτη εργασία μου, που δημοσιεύτηκε το 1994, συνέβαλε καθοριστικά για τη συνέχεια που, σε συνεργασία με ερασιτέχνες και επαγγελματίες μυκητολόγους, Έλληνες και ξένους, οδήγησε στο σύγχρονο φαινόμενο της ελληνικής μανιταρογνωσίας και μανιταροφιλίας, επαναφέροντας τα μανιτάρια στο προσκήνιο της καθημερινότητας των Ελλήνων, κάνοντας παράλληλα αισθητή την παρουσία της ελληνικής μυκητολογίας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο μυκητολογικό χάρτη, με δεκάδες δημοσιεύσεις και καταγραφές σπάνιων ή καινούργιων –για την επιστήμη– ειδών.
Μέσα από τη δική σας έρευνα μπήκαν στον χάρτη, εκτός από την ποικιλία και την ομορφιά των μανιταριών, και η πόλη των Γρεβενών. Πώς συνδέονται; Ήταν η συλλογή και βρώση των μανιταριών παράδοση της περιοχής;
Πράγματι, τα Γρεβενά και η Δυτική Μακεδονία, γενικότερα, έχουν σημαντική παράδοση που σχετίζεται με τα άγρια, αυτοφυή μανιτάρια. Η αναζήτηση και η συλλογή τους, οι τρόποι κατανάλωσης, οι συνταγές μαγειρικής, οι τεχνικές συντήρησης, οι λαϊκές ονομασίες, οι παροιμίες και οι μύθοι που έχουν αναπτυχθεί γύρω από τον τρόπο εμφάνισης και ανάπτυξής τους αποτελούν μέρος της τοπικής παράδοσης, της λαογραφίας, της ιστορίας και της οικονομίας. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι ο λαός μας επιβίωσε στις δύσκολες περιόδους της Κατοχής και του Εμφυλίου καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες άγριων μανιταριών.
Ειδικότερα, τα Γρεβενά έχουν σημαντική παράδοση στην καταγραφή και στην πολύπλευρη ανάδειξη και αξιοποίηση των άγριων μανιταριών, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζονται ως μανιταροπρωτεύουσα της Ελλάδας και των Βαλκανίων και να θεωρούνται στη συνείδηση των Ελλήνων συνώνυμα με τα μανιτάρια, καθώς φιλοξενούν: την Πανελλήνια Γιορτή Μανιταριού, τη μεγαλύτερη γιορτή μανιταριού στον πλανήτη που οργανώνει μανιταροφιλικός σύλλογος (από το 2003), τις Μανιταροαποκριές (από το 2004), το 1ο Μουσείο Μανιταριών στην Ελλάδα, στη Λάβδα Γρεβενών (από το 2011).
Επίσης είναι: η πρώτη και μοναδική –για την ώρα– πόλη στον πλανήτη που ανακηρύχτηκε επίσημα «πόλη των μανιταριών» (2007), έδρα των Μανιταρόφιλων Ελλάδας (από το 2012), έδρα του Πάρκου των Μανιταριών (από το 2017), έδρα του κέντρου εκπαίδευσης, εξέτασης και πιστοποίησης συλλεκτών αυτοφυών μανιταριών από όλη την Ελλάδα, κατά το Διεθνές Πρότυπο ISO/IEC 17024 (από το 2018), έδρα επιχειρήσεων καλλιέργειας μανιταριών και τυποποίησης μανιταροπροϊόντων και –τέλος– έδρα… δύο μουσικών συγκροτημάτων με μανιταρο-ονόματα (Manitarock και Αμανίτες).
Στο ύφος της Πανελλήνιας Γιορτής Μανιταριού, που θα γίνει φέτος στα Γρεβενά στο τετραήμερο 17-20 Αυγούστου, επιχειρεί να μας εισαγάγει το μανιταροτράγουδο των Μanitarock, που έχει τίτλο «Ξωτικά, καλικαντζάροι».*
«Οι περισσότεροι μανιταροσυλλέκτες έχουμε νιώσει πολλές φορές την αρχέγονη χαρά του τροφοσυλλέκτη, που καταναλώνει τροφή που ο ίδιος συνέλεξε στη φύση. Πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για τα εξαίρετης ποιότητας εδώδιμα, άγρια, αυτοφυή ελληνικά μανιτάρια».
Τα μανιτάρια αποτελούν βασικό προϊόν, θα μπορούσαμε να πούμε, της διατροφής μας. Κυριολεκτικά, η είσοδός τους στην κουζίνα μας υπήρξε εντυπωσιακή, όταν κάποτε είχε μια τοπική περισσότερο παράδοση, όχι πανελλαδική. Άραγε, το αξίζουν;
Οι περισσότεροι μανιταροσυλλέκτες έχουμε νιώσει πολλές φορές την αρχέγονη χαρά του τροφοσυλλέκτη, που καταναλώνει τροφή που ο ίδιος συνέλεξε στη φύση. Πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για τα εξαίρετης ποιότητας εδώδιμα, άγρια, αυτοφυή ελληνικά μανιτάρια.
Τα μανιτάρια, αυτοφυή ή καλλιέργειας, συνιστούν ιδανική τροφή για τον άνθρωπο. Θεωρούνται, μάλιστα, κατάλληλα και για διαιτολόγια ρύθμισης του σωματικού βάρους, καθώς περιέχουν σε σημαντικό ποσοστό νερό, πρωτεΐνες και ινώδεις ουσίες (κυτταρίνη και μυκοχιτίνη), λίγους υδατάνθρακες, λίγες θερμίδες, λιγοστά σάκχαρα και ελάχιστα λίπη. Αρκετά είδη περιέχουν βιταμίνες (Α, B1, B2, B3, B5, B6, B12, C, D, Κ), ιχνοστοιχεία –σίδηρο (Fe), μαγνήσιο (Mg), χαλκό (Cu), φώσφορο (P), ψευδάργυρο (Zn), σελήνιο (Se), χρώμιο (Cr)–, αμινοξέα, πολυσακχαρίτες, πολυφαινόλες, φλαβονοειδή, φαινολικές ενώσεις, ακετυλενικά οξέα, ασπαρτικό οξύ, ελαϊκό οξύ κ.ά. Επιπλέον, αρκετοί είναι οι μύκητες που παράγουν ουσίες (αντιβιοτικά) που σκοτώνουν τα βακτήρια.
«Συνολικά έχουν καταγραφεί περισσότερα από 3.000 είδη και υπολογίζεται ότι τουλάχιστον άλλα τόσα μας περιμένουν να τα καταγράψουμε και να τα ταυτοποιήσουμε».
Στο βιβλίο σας «Μανιτάρια: Φωτογραφικός Οδηγός Μανιταροσυλλέκτη» περιλαμβάνονται περιγραφές και φωτογραφίες 450 ειδών. Υπάρχουν περισσότερα είδη, είναι αυτά μια αντιπροσωπευτική μόνο συλλογή;
Ναι, βέβαια, υπάρχουν πολύ περισσότερα είδη. Σε ένα παλιότερο βιβλίο μου παρουσιάζω, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, «1.000 Μανιτάρια της Δυτικής Μακεδονίας» (Μανιταρόφιλοι Δυτικής Μακεδονίας, 2006). Συνολικά έχουν καταγραφεί περισσότερα από 3.000 είδη και υπολογίζεται ότι τουλάχιστον άλλα τόσα μας περιμένουν να τα καταγράψουμε και να τα ταυτοποιήσουμε.
Τα μανιτάρια συνδέονται με θρύλους, παραμύθια, παραδόσεις. Έχετε σκεφτεί γιατί τα μανιτάρια γίνονται πρωταγωνιστές σε αυτές τις ιστορίες;
Οι μύκητες –αφού περί αυτών πρόκειται– αποικοδομούν από το έδαφος των δασών τα νεκρά οργανικά υπολείμματα που εμποδίζουν τη βλάστηση νέων φυτών, ενώ παράλληλα τα μετατρέπουν σε μορφές κατάλληλες να απορροφηθούν από τις ρίζες των φυτών με τις οποίες κάποια είδη συνεργάζονται υποδειγματικά.
Τα μανιτάρια μας θρέφουν, μας ψυχαγωγούν, μας θεραπεύουν και μας διδάσκουν συμβίωση και συνεργασία. Παράλληλα όμως τρέφουν και τη φαντασία μας, αφού τα περισσότερα εμφανίζονται ξαφνικά (σαν τα μανιτάρια!), αναπτύσσονται και μεταμορφώνονται ταχύτατα, ξεδιπλώνοντας –στη διάρκεια της σύντομης παρουσίας τους– ένα ευρύ, εκπληκτικό φάσμα χρωμάτων, σχημάτων, μεγεθών, αρωμάτων και γεύσεων και τελικά εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν εμφανή ίχνη…
Επιπλέον, κάποια είδη έχουν την ιδιότητα να φωσφορίζουν τη νύχτα, άλλα να τρυπούν την άσφαλτο και να σηκώνουν πέτρες και μάρμαρα (γεγονός που εξάπτει τη φαντασία, ιδίως αν τα μάρμαρα είναι από τάφους…), κάποια να βιοαποδομούν υπολείμματα παραπροϊόντων της γεωργίας, άλλα να σκοτώνουν και να μουμιοποιούν έντομα ή τις προνύμφες τους ή να παγιδεύουν και να πιάνουν με «θηλιές» νηματοειδείς σκώληκες! Τέλος, κάποια είδη περιέχουν ουσίες με ψυχοτρόπες ιδιότητες και αλλά περιέχουν τοξίνες που μπορούν να προκαλέσουν δηλητηριάσεις ή ακόμα και να μας σκοτώσουν. Νομίζω πως επάξια κατέχουν τον ρόλο του πρωταγωνιστή. Εξάλλου, μαζί με τα ετερότροφα βακτήρια, αποτελούν τους κύριους αποσυνθετικούς παράγοντες της βιόσφαιρας!
Πόσο εύκολο είναι να ξεχωρίσει κάποιος τα βρώσιμα από τα δηλητηριώδη μανιτάρια; Πώς μπορεί να γίνει ασφαλής η συλλογή μανιταριών χωρίς την καθοδήγηση ειδικού;
Η ασφαλής αναγνώριση και ο ακριβής προσδιορισμός (ταυτοποίηση) των ειδών είναι αδιαμφισβήτητα το πιο κρίσιμο σημείο στη συλλογή των αυτοφυών μανιταριών, αφού δεν υπάρχει κάποιος γενικός κανόνας που θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε τα φαγώσιμα είδη από τα δηλητηριώδη.
Αυτό σημαίνει ότι όποιος από εμάς θέλει να καταναλώνει με ασφάλεια άγρια, αυτοφυή μανιτάρια, θα πρέπει να μάθει ο ίδιος να αναγνωρίζει με βεβαιότητα κάποια από αυτά και οπωσδήποτε να γνωρίζει «απέξω κι ανακατωτά» τα επικίνδυνα θανατηφόρα είδη. Η τελική απόφαση αφορά τον καθένα μας προσωπικά, καθώς –αναπόφευκτα– περνάει μέσα από το προσωπικό φίλτρο της σχολαστικής παρατήρησης, της γνώσης, της εμπειρίας και της διακριτικής μας ικανότητας.
Ο μόνος κανόνας που ισχύει γενικά για τη συλλογή μανιταριών είναι αυτός που λέει ότι: μαζεύουμε για τροφή μόνο τα είδη των οποίων τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα και –επιπλέον– γνωρίζουμε και τις διαφορές που παρουσιάζουν από τα παρόμοια σε εμφάνιση είδη. Εάν έχουμε έστω και την παραμικρή αμφιβολία για την ορθότητα της ταυτοποίησης μανιταριών που προορίζονται για κατανάλωση, είναι προτιμότερο να τα απορρίψουμε και να πάνε χαμένες μεγάλες ποσότητες μανιταριών παρά να θέσουμε σε κίνδυνο τη ζωή τη δική μας ή όσων μας εμπιστεύονται.
Είναι τα ελληνικά μανιτάρια ένα προϊόν που θα μπορούσαμε να συνδέσουμε με τον τουρισμό;
Έχει αποδειχθεί ήδη ότι τόσο η αναζήτηση και η συλλογή αυτοφυών μανιταριών όσο και η συμμετοχή σε μανιταρογιορτές που γίνονται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, από τη Δαδιά του Έβρου έως τον Ζαρό της Κρήτης και από τη Λέσβο έως την Κέρκυρα, συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση της τουριστικής κίνησης τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό.
«Το πέρασμα των μελών του συγκροτήματος από ροκ, ρεμπέτικα, «έντεχνα», παραδοσιακά συγκροτήματα και βυζαντινές χορωδίες υποδηλώνει την ευρύτητα ενός μουσικού φάσματος που μετέχει κριτικά στον διάλογο ανάμεσα στο ελληνικό με το δυτικό και το οικουμενικό».
Θα μας πείτε για το συγκρότημά σας, τους Manitarock; Ποια είναι η διαδρομή του;
Το όνομα Μanitarock επινόησε ο φίλος του συγκροτήματος Άρης Ρόβας και υπογραμμίζει τη σχέση των μελών του συγκροτήματος με τα μανιτάρια και το rock ύφος της μπάντας. Οι Μanitarock γεννήθηκαν και ζουν στα Γρεβενά, την «πόλη των μανιταριών», και είναι όλοι μέλη του συλλόγου «Μανιταρόφιλοι Ελλάδας», του οποίου έχω την τιμή να είμαι πρόεδρος.
Οι Μanitarock «φύτρωσαν σαν μανιτάρι» γύρω από τη μεταμεσονύκτια φωτιά της 2ης Πανελλήνιας Γιορτής Μανιταριού, το 2005, όταν τρία από τα ιστορικά μέλη του συγκροτήματος (εγώ μαζί με τη Δέσποινα Κλεισιάρη και το Στέργιο Κώττα) συνεργαστήκαμε μαζί με άλλους μουσικούς (Χρήστος Παπαδημητρίου, Θάνος Γκουντάνος, Γιάννης Γκουντάνος, Νίκος Παπανίκος, Γιώργος Φίλιος) για να ενώσουμε με τις μουσικές τους τους επισκέπτες της γιορτής που ζεσταίνονταν γύρω από τη φωτιά.
Η πρώτη τριάδα που εμφανίστηκε με το όνομα manitarock αποτελούνταν από εμένα (σύνθεση, στίχος, μπουζούκι, φωνή), τη Δέσποινα Κλεισιάρη (φωνή, κρουστά) και τον Στέργιο Κώττα (πλήκτρα έως το 2022). Τέταρτο μέλος έγινε ο Δημοσθένης Κωνσταντινίδης, το 2014 (καχόν και ντραμς), πέμπτο ο Θωμάς Τσιοτίκας, το 2019 (βιολί), έκτο ο Θύμιος Παπαστεργίου, το 2022 (ηλεκτρική κιθάρα) και έβδομο ο Γιώργος Δούμας το 2022 (μπάσο, φωνή). Κάπου κάπου με τους Μanitarock εμφανίζεται και ο Θάνος Γκουντάνος των Baildsa (ηλεκτρική κιθάρα)**.
Παντρεύετε συχνά το ροκ με το ηπειρώτικο τραγούδι σε ένα, ομολογουμένως, εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Τι κοινό έχουν αυτά τα δύο;
Το πέρασμα των μελών του συγκροτήματος από rock, ρεμπέτικα, «έντεχνα», παραδοσιακά συγκροτήματα και βυζαντινές χορωδίες υποδηλώνει την ευρύτητα ενός μουσικού φάσματος που μετέχει κριτικά στον διάλογο ανάμεσα στο ελληνικό με το δυτικό και το οικουμενικό. Παράλληλα επιχειρεί την ανατροφοδότηση ανάμεσα στην παράδοση (που ορίζεται ως αλήθεια που βιώνεται και επικυρώνεται εντός της κοινότητας) με την νεωτερικότητα, προσβλέποντας στο φρεσκάρισμα της πρώτης και την ωρίμανση της τελευταίας.
Το αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου, που συνθέτει το παραδοσιακό με το σύγχρονο, το συγκερασμένο με το ασυγκέραστο και το αναμενόμενο με το απρόοπτο, αποτυπώνεται ως υπέρβαση τόσο στις συνθέσεις μας όσο και στις διασκευές παραδοσιακών (από Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Σμύρνη, Πόντο, Αιγαίο και Grecia Salentina), ρεμπέτικων, λαϊκών και σύγχρονων ελληνικών τραγουδιών, που συνδυάζοντας την ξεχωριστή ερμηνεία της Δέσποινας και το ροκ ύφος της ενορχήστρωσης, οδηγούν στο πάντρεμα με κλασικές rock συνθέσεις, στη βάση της πανάρχαιας πεντατονικής κλίμακας.
Το πρώτο τέτοιο πάντρεμα («Silver Πανάγιω», μίξη των «Man on the Silver Mountain (Ritchie Blackmore’s Rainbow, 1975) και «Η Πανάγιω» (παραδοσιακό περιοχής Πωγωνίου Ηπείρου), προέκυψε, σαν κεραυνοβόλος έρωτας, γύρω από την καταλυτικής σημασίας –όπως αποδεικνύεται–μεταμεσονύκτια φωτιά της 2ης Πανελλήνιας Γιορτής Μανιταριού. Εκείνο το βράδυ του Αυγούστου του 2005, η «Πανάγιω» έπλεξε για πρώτη φορά το «χρυσό γαϊτάνι», χρησιμοποιώντας κορδέλες από την αρχέγονη, πωγωνίσια πεντατονία και από τη rock μελωδία των Rainbow, θυμίζοντας ότι όλα είναι τόσο παλιά και τόσο σύγχρονα, τόσο μακρινά και τόσο κοντινά, τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια…
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε παραφράζοντας ποιητική και… φιλοσοφική αδεία: Σαν τροχοί, κυλάμε –από το παρελθόν στο μέλλον και αντιστρόφως–, νιώθοντας την ενότητα των πάντων… («I’m a wheel, I’m a wheel, I can roll, I can feel…»).
«Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που εμφανιζόμαστε στην Αθήνα με πλήρες σχήμα (αυτό που ονομάζουμε στα χωριά μας «full band»), με ντραμς, μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα και βιολί».
Τελευταία, το παραδοσιακό τραγούδι έχει γνωρίσει ευφάνταστες διασκευές από πολλούς νέους μουσικούς. Είναι και αυτός ένας τρόπος επιβίωσης της παράδοσης;
Πράγματι. Αυτό επιβεβαιώνει νομίζω τόσο την αξία και τη γονιμότητα της παράδοσης όσο και την ανάγκη για διάλογο και ανατροφοδότηση ανάμεσα στην παράδοση και την νεωτερικότητα, προς αμοιβαίο όφελος. Αρκεί βέβαια να μην εννοούμε ως διασκευή τη χρήση μιας παραδοσιακής μελωδίας, ως σώμα, με ένδυμα μία νεωτερική ενορχήστρωση που απλώς αξιοποιεί τα επιτεύγματα της σύγχρονης ηχητικής τεχνολογίας ή τη μετατροπή ενός ρεμπέτικου σε ρέγκε ή σουίνγκ.
Θεωρώ ότι χρειάζεται καινοτόμα και ταυτόχρονα διακριτική προσέγγιση, που απαιτεί γνώση και σεβασμό και των δύο μερών του υποψήφιου ζεύγους, που προκύπτει από έρωτα και όχι από προξενιό.
Στις 6 Μαΐου κατεβαίνετε στην Αθήνα, για μια συναυλία στον Σταυρό του Νότου. Είναι η πρώτη φορά που έρχεστε σε επαφή με το αθηναϊκό κοινό; Τι μας επιφυλάσσει το πρόγραμμα;
Παίξαμε και το 2016, σε μία εκδήλωση στο Πάρκο Τρίτση. Ωστόσο, από τότε άλλαξε κατά 50% τόσο η σύνθεση του συγκροτήματος όσο και το πρόγραμμα που παρουσιάζουμε. Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που εμφανιζόμαστε στην Αθήνα με πλήρες σχήμα (αυτό που ονομάζουμε στα χωριά μας «full band»), με ντραμς, μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα και βιολί. Είναι χαρά και τιμή μας που θα παίξουμε σε αυτόν τον χώρο και ανυπομονούμε να ξαναδούμε παλιούς φίλους και να γνωρίσουμε καινούργιους. Καλή αντάμωση!
*«Ξωτικά, καλικαντζάροι».
Ξωτικά, καλικαντζάροι, / μας επήρανε χαμπάρι.
Στων μανιταριών την πόλη, / στη γιορτή θα ’ρθούμε όλοι, / Γρεβενά θα ’ρθούμε όλοι!
Ξωτικά, καλικαντζάροι, / μας επήρανε χαμπάρι.
Ήρθαν ξένοι, μουσαφίρια, / κι έστησαν σκηνές, τσαντίρια.
Απού την Ξάνθη έρχουντι / κι απού τη Θεσσαλία,
τη Λέσβο και τα Γιάννενα, / Κύπρο, Σαλέντο κι Αστραλία.
Μές’ στα δέντρα, στα χουρτάρια, ψάχνουν, βρίσκουν μανιτάρια
κι ένας μαύρος με ζαγάρι, / γιόμ’σι τρούφες το ταγάρι.
Κι όταν πέφτει το σκοτάδι, / στήνουν κύκλο στο λιβάδι·
γύρω απ’ τη φωτιά πηδάνε, / και τρανό χορό αρχινάνε.
Μια νεράιδα, ένα καλκάνι, / βάνουν στη φωτιά καζάνι,
ρίχνουν μέσα Καλογράκια, / Κουκκινούσκες κι Χτινάκια,
Βάνουν λίγδα, ρίχνουν λάδι, / δυο κυδώνια κι ένα αχλάδι,
ρίχνουν κι τ’ Ζουρλουμαρτάρα / κουρνιαχτός, καπνός κι αντάρα!
** Με τους Manitarock συνεργάζονται ή συνεργάστηκαν κατά καιρούς και οι: Γιάννης Πανταζής (φυσαρμόνικα, φλογέρες), Αντώνης Χατζηπαρασίδης (μπάσο), Γιάννης Γκουντάνος (κρουστά), Φώτης Παρασκευαΐδης (κρουστά), Στέλιος Παπαλαμπρόπουλος (κρουστά), Ευαγγελία Μήτσιαλου (φωνητικά), Κώστας Σπυράτος (μπάσο), Γιάννης Παπαδημητρίου (ηλεκτρική κιθάρα), Νίκος Παπανίκος (κιθάρα), Χρήστος Παπαδημητρίου (κιθάρα), Δημήτρης Κιτσιούλης (μπουζούκι, φωνή), Γιάννης Δανίτσας (κλαρίνο), Gürkan Özkan (κρουστά), Serdar Pazarcıoğlu (βιολί), Χριστίνα Κυριακίδου (ποντιακή λύρα), Ζήσης Τσιοτίκας (κλαρίνο), Branislav Uzelac (κρουστά), Γιάννης Παρασκευαΐδης (κρουστά), Νίκος Μπέλτσιος (κιθάρα), Γιάννης Ανδρόνογλου (λαούτο), Μπάμπης Φερετζίδης (ηλεκτρική κιθάρα), Τέλης Αντωνίου (μπάσο), Γιάννης Μπακόλας (κρουστά), Χρήστος Μήττας (κρουστά), Βασίλης Κοκκότης (κρουστά) και άλλοι.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Σωτήρης Δεσπότης: «Είναι Τρόπος Ζωής η Σύνθεση και η Ποίηση»
Φωτεινή Στεφανίδη: «Ήθελα η Ζωγραφιά να Αγκαλιάσει τον Πλανήτη»
Κάτω στον Πειραιά, στα Πορνεία (με Ξεναγό την Έρευνα του Βασίλη Πισιμίση)