Οι εκδόσεις Δώμα συνεχίζουν να φέρνουν στα χέρια μας μικρά διαμάντια. Μετά το πολιτικό Ψηλά τις Καρδιές του Maxim Leo, το αμερικάνικο Εκεί Που Τραγουδάνε οι Καραβίδες της Delia Owens, τον μουσικό θησαυρό Ηπειρώτικο Μοιρολόι του Christopher King και το κοινωνιολογικό Τραγούδι του Χιλμπίλι του James David Vance, τα οποία διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση, ήρθε η ώρα για το μυθιστόρημα του Jean-Paul Dubois, “Δεν Κατοικούν Όλοι οι Άνθρωποι τον Κόσμο με τον Ίδιο Τρόπο” σε εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Γαβαλά, το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Goncourt 2019.
Ο Πωλ Χάνσεν είναι ένας μελαγχολικός ήρωας. Νοσταλγεί μια ζωή που έφυγε, συζεί και συζητάει με τους νεκρούς του, χωρίς γελοιότητες, αλλά με τον τρόπο που μιλάμε σε αυτούς που δεν είναι πια εδώ όσοι έχουμε χάσει κάποιον ή κάποια. Η διήγηση ξεκινά στη φυλακή όπου βρίσκεται, συγκάτοικος με ένα σκληρό μηχανόβιο, τον Πατρίκ Ορτόν.
Οι διηγήσεις για “την αχόρταγη κοιλιά” της φυλακής είναι απολαυστικές, με τον πολύ έμπειρο Dubois να συνδέει μαεστρικά την απομόνωση και τον εγκλεισμό της φυλακής με τις ελεύθερες και συνεχείς μετακινήσεις του ήρωά μας και της οικογένειάς του. Ένα βιβλίο πολυεπίπεδο, το οποίο διάβασα σε “καραντίνα” και που σε όλους έχει θυμίσει την αξία της ελευθερίας.
Τελικά, ποιο είναι το αποτύπωμα που αφήνουν οι άνθρωποι στα χρόνια που ζουν; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα.
Τελικά, ποιο είναι το αποτύπωμα που αφήνουν οι άνθρωποι στα χρόνια που ζουν; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Το χτίσιμο των χαρακτήρων από τον Dubois κυλάει σαν νερό και ο συγγραφέας καταφέρνει, χωρίς να γίνεται ούτε στιγμή χαοτικός από τα πολλά ονόματα ή την περιπλάνηση σε τρεις χώρες, να δείξει τα διαφορετικά αποτυπώματα που αφήνουν οι άνθρωποι στο πέρασμα από τη ζωή.
Οι αντίθετοι χαρακτήρες των γονέων, η μίξη της νότιας Γαλλίας με τη Δανία των ψαράδων. Τα οικογενειακά ταξίδια και το ξετύλιγμα των χαρακτήρων μέσα από ιστορικά γεγονότα, όπως ο Μάης του ’68, οδηγούν όμορφα το βιβλίο. Οι έννοιες του έρωτα, της πίστης, της ελευθερίας και της εξουσίας διαπερνούν κάθε σελίδα. Ο συγκρατούμενος Πατρίκ -αν ήταν ταινία, θα ήταν τρομερός B’ ρόλος- αγαπάει τις Harley, όπως και ο διευθυντής της φυλακής. Ο Πωλ αγαπάει τη Δανία αλλά και τον Καναδά, την Ινδιάνα γυναίκα του Γουινόνα, που πιλοτάρει με μαεστρία το υδροπλάνο της, αλλά και το κτίριο στο οποίο καταλήγει να επιστατεί. Οι ένοικοι αγαπούν να τον παιδεύουν και ο διαφορετικές νοοτροπίες παλεύουν μεταξύ τους σε κάθε σελίδα.
Ο Πωλ εξιστορεί την ιστορία των “δικών του” και πώς χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου -μεταξύ αυτών και το σκυλάκι του- χωρίς όμως να βαραίνει τον αναγνώστη ή να τον μελαγχολεί, καθώς ανά πάσα στιγμή, αυτό που μετράει είναι το ειδικό μας βάρος και όχι η απώλεια. Φυσικά, μια γλυκόπικρη γεύση θα την έχετε στο στόμα όσο περνάνε οι γραμμές, αν και το χιούμορ του βιβλίου δε θα σας αφήσει στιγμή να στεναχωρηθείτε. Τελικά, ο Πωλ θα αποτίσει φόρο τιμής σε όσους έχασε, ενώ θα αντισταθεί στη βαθιά αδικία μιας κίβδηλης εξουσίας, πληρώνοντάς το με 2 χρόνια φυλακή.
Νομίζω πως λίγες μέρες μετά την ανάγνωση, μου έμειναν στη μνήμη οι περιγραφές των εργασιών του, ως επιστάτη, αλλά και πιο συγκεκριμένα η “παράνομη” βουτιά στην πισίνα την οποία φρόντιζε αλλά δεν είχε δικαίωμα να απολαύσει ο ίδιος – είναι από τις πιο δυνατές στιγμές του βιβλίου. Τέλος, κάτι που βάζει το λιθαράκι του στην “πολυεπίπεδη ανάγνωση” του βιβλίου είναι η ωδή στη φιγούρα του πατέρα. Με τα στραβά του και τις ήττες του, ο πατέρας είναι παρών σε όλο το βιβλίο και επηρεάζει τον Πωλ. Το ταξίδι που φτιάχνει ο Jean-Paul Dubois είναι ρεαλιστικό, σκληρό και όμορφο συνάμα, και αναμφίβολα αξίζει να διαβαστεί.