Στο πλαίσιο της αυτοκριτικής και της προσπάθειάς μας να γίνουμε καλύτεροι, όλοι όσοι έχουμε δημόσιο λόγο και πλατφόρμες ενημέρωσης οφείλουμε να μπούμε σ’ έναν γόνιμο διάλογο για να προλάβουμε ακραίες συμμορίες που πιθανώς να εμφανιστούν (ή να επανεμφανιστούν) στο μέλλον, πολύ πριν γίνουν κοινοβουλευτικές δυνάμεις.
Ομολογώ ότι ακόμα και σήμερα με προβληματίζει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς τα άκρα δημοσιογραφικά. Τα αποκλείει επί της αρχής; Τα αγνοεί; Ή δίνει βήμα για να φανεί η σαθρότητα των επιχειρημάτων τους; Μήπως όμως, δίνοντας το βήμα, κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο, καθώς οι “κανόνες” στους οποίους συνήθως υπόκειται το πολιτικό σύστημα απλούστατα δεν δεσμεύουν τις ακραίες αυτές φωνές ούτε στο ελάχιστο;
Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιοι λένε ότι τα ΜΜΕ, δίνοντας χώρο στη Χρυσή Αυγή στην αρχή της ανοδικής πορείας της, βοήθησαν στο να αποκτήσει “νομιμότητα” και να διευρύνει το κοινό της. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν ο μεταγενέστερος μιντιακός αποκλεισμός που την ενίσχυσε, δίνοντάς της προσχήματα διαμαρτυρίας. Δεν αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο!
Η συζήτηση περιπλέκεται ακόμη παραπάνω σ’ έναν κόσμο στον οποίο ακόμα και η δυνατότητά μας να “απομονώσουμε” τα άκρα, κόβοντας το οξυγόνο διάδοσης των επικίνδυνων ιδεών τους είναι περιορισμένη. Κι αυτό γιατί βρίσκουν εύφορο έδαφος στα κοινωνικά δίκτυα – κι αυτά δυσκολεύονται να αποφασίσουν τι στάση θα τηρήσουν, ισορροπώντας την ελευθερία του λόγου (και το bottom line της κερδοφορίας τους) με την προστασία του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Τείνω να πιστεύω ότι εύκολοι, μαύροι/άσπροι κανόνες σε αυτό το ζήτημα είναι δύσκολο να διαμορφωθούν. Αν κάτι έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον δεν οφείλουμε να το αναδείξουμε; Πώς το αναδεικνύουμε όμως χωρίς να δίνουμε αέρα στα πανιά του κάθε ακραίου ή βίαιου τρολ;
Μάλλον στον τρόπο ανάδειξης βρίσκεται το κλειδί. Στη δυνατότητά μας να αντιστεκόμαστε στον κιτρινισμό, στα επίθετα που θα επιλέξουμε να χρησιμοποιήσουμε, στην ψυχραιμία που θα διατηρήσουμε, στα αντανακλαστικά μας. Ένα πολύ ενδιαφέρον, λίγο παλαιότερο άρθρο που καταπιάνεται με τις δυσκολίες του να “καλύπτει” κανείς την ακροδεξιά θα βρείτε στο Columbia Journalism Review.