«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Για τη Φωτιά που Σιγοκαίει τον Καλλιτέχνη

καλλιτέχνης

Υπάρχουν και οι εκλεκτοί. Εκείνοι που τους έχει δοθεί ένα χάρισμα παραπάνω. Τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, τη ζωή την ίδια, να τα κάνουν έργο, αντικείμενο θαυμασμού, πηγή γνώσης για τις επόμενες γενιές. Ο καλλιτέχνης δίνει πνοή στο έργο του και αυτό αναπνέει στον αιώνα τον άπαντα. Έστω και ένα κομματάκι να μείνει ανέγγιχτο από τη φθορά του χρόνου, θα αναβιώνει μια ιστορία, θα μας αποκαλύπτει κάτι σημαντικό.

Το καλλιτέχνημα μπορεί να δοξαστεί. Όπως και να αμφισβητηθεί, να καταδικαστεί, να εξοβελιστεί σαν μίασμα, να καεί στην πυρά. Καλή ώρα, έχουμε και σύγχρονα παραδείγματα. Τότε βλέπουμε, νιώθουμε, προσβολή και βλασφημία, αλλά ο ποιητής, ο καλλιτέχνης, τι θέλει να πει; Αυτό που φαίνεται ή κάτι που δεν είναι του γήινου τούτου κόσμου; Κάποιες φορές μπορεί να είναι ένα βάρος αβάσταχτο, μια ανακάλυψη που δεν εξομολογιέται εύκολα, δυσκολονόητη. Ένα μυστικό που μένει κρυμμένο στην ψυχή του καλλιτέχνη και του έργου του, μακριά από τη δική μας ερμηνεία. Ένα μυστικό που μπορεί να μην αποκαλυφθεί ποτέ – εκτός και αν ο ίδιος το αποκαλύψει.

Να την Προσέχει | Jean-Baptiste Andrea | Εκδόσεις Πατάκη

καλλιτέχνης

Χορεύεις και τα βήματά σου ακολουθούν τον ρυθμό και παρορμητικά σηκώνεις τα χέρια και παίρνεις θέση για να κάνεις μια στροφή, έτσι ασυναίσθητα ή γιατί κάτι σε έχει συνεπάρει και το σώμα θέλει να αντιδράσει, πατώντας με άλλο τρόπο στη γη ενόσω ο νους πετάει πάντα με τον ήχο της μουσικής.

Εκείνη την απειροελάχιστη χρονική στιγμή ενώνεσαι με τον ρυθμό, γίνεσαι ένα με το σύμπαν. Συντελείται ένα μυστήριο, με τέλειες αναλογίες, δημιουργείται μια απόλυτη σύμπνοια με το έργο του δημιουργού, γεννιέται ένα ανώτερο συναίσθημα που αγκαλιάζει την τέχνη και την έμπνευση, κατανοείς.

Αυτό ακριβώς το συναίσθημα ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο. Διαβάζοντας για τον Μίμο και την Πιετά του. Για το ταλέντο του. Για τη Βιόλα. Ένιωθα να διαβάζω πνευματικά και σωματικά, με τεταμένες όλες μου τις αισθήσεις. Σαν σε μια περιδίνηση γύρω από τις περιγραφές του.

Κάθε του λέξη με τραβούσε σαν μαγνήτης· ένιωθα την ανάγκη να σταθώ, να μην την προσπεράσω, μήπως και μου ξεφύγει κάποια έννοια ή λεπτομέρεια. Τίποτα δεν ήταν περιττό σ’ αυτό το έργο. Και κάθε φορά που ολοκλήρωνα ένα κεφάλαιο, έμενα με το στόμα ανοιχτό — από την ανακάλυψη, την αποκάλυψη, την έκπληξη.

Γεννήθηκε φτωχός, νάνος, και σε δύσκολα χρόνια. Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μάνα του τον έδωσε σε έναν γλύπτη για να μάθει την τέχνη. Αυτός όμως ήταν απατεώνας, έκλεβε από το ταλέντο του Μίμο. Ο Μίμο είχε το χάρισμα. Το ύψος που του έλειπε λίγο τον πτόησε. Σχεδόν κανείς δεν το έβαζε στον λογαριασμό, καθώς πάντα ήξερε να ανεβάζει τον πήχη κερδίζοντας πόντους αλλιώς. Αφιερώθηκε στην τέχνη του, ήταν ο σκοπός της ζωής του, ο λόγος της ύπαρξής του. Η ικανότητά του να δίνει πνοή στα έργα του δεν ήταν μόνο εσωτερική ανάγκη και καθήκον προς τον εαυτό του, αλλά και προτροπή να συνεχίσει.

Η ιστορία του Μίμο διατρέχει όλη τη δύσκολη περίοδο στην Ιταλία με τον πόλεμο και τον φασισμό να κυριαρχεί στις ζωές των ανθρώπων. Η Βιόλα, πάλι, ήταν από αριστοκρατική οικογένεια – δεν θα έπρεπε να συναντηθούν ποτέ. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια… «Με την πρώτη ματιά αναγνωρίζονται ως “συμπαντικοί δίδυμοι” και ορκίζονται να μην εγκαταλείψει ποτέ ο ένας τον άλλο». Η αγάπη του Μίμο για τη Βιόλα ξεπερνούσε όμως τα γήινα αισθήματα, ήταν εντός του, γύρω του, παντού.

Είχαν και οι δύο όνειρα. Ο Μίμο ήθελε να σμιλεύει την πέτρα και να υπογράφει τα έργα του. Η Βιόλα ήθελε να μπορεί να πετάξει ψηλά με όποιον τρόπο, να ξεφύγει από τα δεσμά της τάξης της – ονειρευόταν  φτερά.

Ο Μίμο παρέδωσε την τελευταία του πνοή δίπλα στο έργο του. Έμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακόμη κι όταν –ύστερα από κακουχίες και φόβους– το έργο, κατά την κρίση των υπευθύνων, έπρεπε να μεταφερθεί στο υπόγειο του ναού. Και τότε όμως ο Μίμο δεν το άφησε μόνο του, αυτό το έργο ήταν η αναπνοή του, η ζωή του όλα αυτά τα χρόνια, μαζί με τη Βιόλα ήταν η ψυχή και η ανάσα του. Ο αέρας που εμφύσησε στο μάρμαρο καθώς το σμίλευε ήταν το ταλέντο και το χάρισμά του. Ήταν η Πιετά του, μαζί με ένα μυστικό που θα αποκαλυφθεί στο τέλος.

Όλο το βιβλίο ένας χορός, ένα στροβίλισμα, μια τέχνη που δίνει πνοή στο άψυχο, μια εντολή για την αιωνιότητα, παρασυρμένη στη δίνη των στροφών μέχρι το φινάλε.

«Ο Εμανουέλε ήταν μια ιδέα. Ένα ατόπημα, λίγο όπως εγώ, μια ανωμαλία. Ή πάλι η έκφραση μιας ομαλότητας που δεν είχε ακόμη συμβεί, ο κήρυκας ενός κόσμου όπου άνθρωποι σαν αυτόν θα έπαιρναν τον λόγο και δεν θα έκαναν κακό παρά μόνο αν σφιχταγκαλιάζονταν με υπερβολικό ενθουσιασμό. Και είναι πολύ γνωστό ότι δεν σκοτώνεις μια ιδέα…».

  • Τη μετάφραση υπογράφει η Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη.

Φύση Γυμνή | Erri De Luca | Εκδόσεις Κέλευθος

καλλιτέχνηςΤο άγαλμα το είχε δημιουργήσει ένας γλύπτης το 1900. Τότε οι κατάδικοι σταυρώνονταν γυμνοί.

«Ακόμα και ο Μιχαήλ Άγγελος είχε σκαλίσει έναν Εσταυρωμένο γυμνό σε ξύλο. Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο η εκκλησία άρχισε σκεπάζει πάλι τα γυμνά. Σήμερα η εκκλησία θέλει να ανακτήσει το πρωτότυπο. Με άλλα λόγια, να φύγει απ’ τη μέση το πανί».

Ο άνθρωπος επιδίωξε το καθ’ ομοίωσιν με το γλυπτό, να υποστεί ακόμη και την περιτομή, να νιώσει τον πόνο για να αποτυπώσει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Να σμιλέψει το σώμα όπως έπρεπε στο παγωμένο μάρμαρο. Όπως όφειλε στην αγιότητα που ενσάρκωνε. Ψυχή τε και σώματι.

Είναι γύρω στα εξήντα. Μένει σε ένα βουνό κοντά στα σύνορα. Ζει πουλώντας απολιθώματα και πέτρες που μαζεύει στο βουνό και περνώντας πρόσφυγες απέναντι επί πληρωμή. Όμως μετά τους επιστρέφει τα λεφτά και, όταν οι άλλοι δύο με τους οποίους συνεργάζεται μαθαίνουν για τις αγαθοεργίες του, τού κηρύσσουν πόλεμο. Φεύγει από τον τόπο. Ξέρει και άλλα πράγματα να κάνει. Πιάνουν τα χέρια του. Κατεβαίνει προς τη θάλασσα και ψάχνει για μαστορέματα. Στη μεγάλη εκκλησία της περιοχής βρίσκεται να διορθώνει ένα άγαλμα του Εσταυρωμένου καθώς αποφασίζουν να βγάλουν το ύφασμα που τον σκεπάζει.

Ήθελε να είναι εκείνος που θα το έκανε σωστά, που θα επανέφερε το έργο στην αρχική του μορφή, ο τεχνίτης που θα σμίλευε το κομμάτι που έλειπε. Μπορούσε να το κάνει, αλλά μέσα του ένιωθε να τον κυριεύει η ανησυχία του καλλιτέχνη, ο σεβασμός στο έργο και στην αποστολή του. Ήθελε να μπορέσει με την τέχνη και την τεχνική να ενώσει το άψυχο μάρμαρο με τη θεϊκή υπόσταση και αυτό που ο ίδιος πρέσβευε.

Έπρεπε κι αυτός να περάσει από όλα τα στάδια του μαρτυρίου. Ήθελε να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, να μην προσβάλλει ή υποτιμήσει την ύψιστη θυσία του Εσταυρωμένου. Ήθελε να φέρει εις πέρας την αποστολή του, να τηρήσει τις εντολές, να γίνει κατ’  εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Ήθελε να φτάσει στο σεπτό, στο απόλυτο και στο ιερό.

«Πιστεύω στην αλήθεια αυτής της ιστορίας, γιατί δεν μπορούσε να είναι προϊόν φαντασίας. Πιστεύω την αλήθεια της, που είναι οριακά αδιανόητη και δεν κάνει συμβιβασμούς με το αποδεκτό. Διαβάζω τους μέγιστους συγγραφείς και κανείς δεν φτάνει στη θερμοκρασία της αποκάλυψης. Για να τη δεχτεί, δεν αρκεί μόνο ένας αναγνώστης, χρειάζεται να του έρθει κατάμουτρα ένας καταπέλτης αγάπης. Σ’ εκείνο το σημείο βιώνει κανείς και τον μέγιστο φόβο…».

  • Τη μετάφραση υπογράφει η Άννα Παπασταύρου.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Για Γυναίκες που δεν Λύγισαν

Σιωπή: Η Επανάσταση της Ησυχίας

Αιμιλία Σμυρλή | Η Αστροφυσικός που «Χορεύει» την Επιστήμη

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Η Στέλλα Ερεσσίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει καταγωγή από τη Λέσβο και τη Νάξο. Τελειώνοντας το Λύκειο, μεταξύ άλλων, έκανε προετοιμασία για τη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά τελικά την κέρδισε η οικογένεια. Έχει δυο παιδιά. Εργάζεται σε εκδοτικό οίκο ή αλλιώς, στο χώρο του βιβλίου, εδώ και 23 χρόνια. Της αρέσει να μπλέκει με πολλά και πάντα διαφορετικά πράγματα, αρκεί να σχετίζονται με έμπνευση και δημιουργία ενώ όλο και κάτι καινούριο βρίσκεται στις σκέψεις της. Όλα όμως, έχουν σχέση με τον πολιτισμό και την τέχνη. Το διάβασμα έχει πάντα την πρώτη θέση. Οι συζητήσεις με φίλους είναι η πιο αγαπημένη της κατάσταση. Και αγαπημένο θέμα συζήτησης: η αίσθηση που της αφήνει κάθε ανάγνωσμα.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+