Εδώ και μέρες προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις της υπόθεσης των Τεμπών. Δεν είναι λίγα αυτά που μπορεί να πει κανείς ή να γράψει. Και όμως, όταν πρόκειται για ένα ζήτημα τόσο λεπτό, με τόσες διαστάσεις, ένα ζήτημα επί του οποίου κάθε τοποθέτηση μπορεί να διαβαστεί από κάποιον που έχασε έναν δικό του στο δυστύχημα, κοντοστέκομαι, σταματώ, προτιμώ να πω λιγότερα, να εξοικονομήσω τις λέξεις μέχρι αυτές να βρουν τον τρόπο να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να είναι ακριβείς ώστε να αξιολογούν με καθαρή ματιά τα πεπραγμένα.
Για όλους εμάς που υπήρξαμε παρατηρητές αυτής της ανείπωτης τραγωδίας, είναι λεπτές οι γραμμές μεταξύ της εύλογης αγανάκτησης, της εποικοδομητικής κριτικής και της εργαλειοποίησής της. Όμως ούτε η σιωπή είναι λύση – πρωτίστως γιατί η σιωπή και η ανοχή ενός σαθρού, φονικού εν τέλει σιδηροδρομικού συστήματος, τουλάχιστον εν μέρει, οδήγησαν στην εθνική αυτή τραγωδία.
Αφήνω στην άκρη τις αναγνώσεις που αφορούν την πολιτική σύγκρουση που έχει ξεσπάσει, η οποία φοβάμαι ότι κινδυνεύει να αποβεί αποπροσανατολιστική.
Δύο πράγματα έχουν ουσία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πρώτον, η απόδοση των ευθυνών για ό,τι συνέβη, η οποία, δυστυχώς, είναι μια άσκηση αναγκαστικά ατελής –όχι όμως μάταιη– όπου τον πρώτο λόγο έχει σε μια δημοκρατική χώρα, με τις όποιες αδυναμίες της, η δικαιοσύνη. Το έργο αυτής, και το αν τελικά θα καταφέρει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, θα κριθεί με το πέρας της δίκης που θα ξεκινήσει τον Ιούνιο.
Όσο για τις πολιτικές ευθύνες, είναι μια μεγάλη συζήτηση το τι σημαίνει η ανάληψή τους και πώς το αντιλαμβάνεται κανείς στον βαθμό που τον αφορά. Η φράση «αναλαμβάνω την ευθύνη» έχει ειπωθεί πολλές φορές στη χώρα μας. Στο δικό μου μυαλό, «αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη» σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται πως, έχοντας την ευθύνη ενός τομέα που αποτυγχάνει με τρόπο εκκωφαντικό, αντί να δείχνει τους υφισταμένους του στην πυραμίδα, σηκώνει το βάρος της αποτυχίας.
Η φύση της εξουσίας είναι να προσφέρει πολλά προνόμια – έχει όμως και το χαρακτηριστικό ότι, κάποιες φορές, ανεξάρτητα από το αν φταις ή όχι, ακόμη κι αν ο απολογισμός της θητείας σου είναι θετικός, χρεώνεσαι το σύνολο – τα θετικά και τα αρνητικά μαζί. Οι πολίτες σε μια δημοκρατική χώρα έχουν την ευκαιρία να αξιολογήσουν το σύνολο αυτό στις κάλπες – όπως και έκαναν τρεις φορές μέχρι σήμερα μετά το τραγικό δυστύχημα σε ό,τι αφορά τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ο οποίος, πάντως, οφείλει να κριθεί και για τα πεπραγμένα του έκτοτε. Κάτι που μας φέρνει στο δεύτερο ερώτημα: τι κάνουμε για να μη ξανασυμβεί ποτέ ξανά ένα τέτοιο δυστύχημα. Εκεί, παρά το γεγονός ότι η κατάσταση του δικτύου (με εξαίρεση τμήματα που επλήγησαν από την κακοκαιρία Daniel) αξιολογείται ως βελτιωμένη, φαίνεται πως εξακολουθούν να υπάρχουν εκκρεμότητες. Θα έβρισκα πιο ουσιαστική την εστίαση της αντιπολιτευτικής κριτικής, στη συγκεκριμένη φάση τουλάχιστον, κατά την οποία η δικαιοσύνη εξακολουθεί να επιτελεί το έργο της, σε αυτές ακριβώς τις εκκρεμότητες.