Ένα γαλλικό «παραμύθι» για τον υπέροχο κόσμο του backstage της μόδας και της γαληνεμένης ψυχής του περιθωρίου δεν είναι να το παίρνεις και πολύ σοβαρά υπόψη. Εκτός κι αν το χρησιμοποιείς ως συνοδευτικό του ποπ κορν σε κάποια από τις υπέροχες κινηματογραφικές αυλές που, ευτυχώς, διαθέτουμε. Η «Υψηλή Ραπτική» της Sylvie Ohayon ωστόσο, παρά το αφελές σενάριό της, προσφέρεται για χαζολόγημα. Όπως τα πολυτελή υφάσματα πριν φορεθούν από «πολυτελείς» ανθρώπους.
«Υψηλή Ραπτική» | Sylvie Ohayon | Nathalie Baye, Lyna Khoudri | Γαλλία
Η Έσθερ είναι η πρώτη μοδίστρα στο ατελιέ του Dior. Ταλαντούχα, αφοσιωμένη, δημιουργική, αισθητικής που αρμόζει σε οίκο υψηλής ραπτικής, στριφώνει το μετάξι με δεξιοτεχνία ζωγράφου. Η αποχώρησή της όμως από την εταιρεία, που έχει αναγάγει σε κανονικό της σπίτι, κοντοζυγώνει. Η Έσθερ, μια διαβητική γυναίκα που πνίγει τον πόνο της σε απαγορευτικά σοκολατάκια, μια μάνα που έχει χρόνια να μιλήσει με την κόρη της εξαιτίας της προσήλωσής της στη δουλειά, ετοιμάζεται να συνταξιοδοτηθεί και να βουλιάξει στην πλήξη της.
Κάπου εκεί, εμφανίζεται στη ζωή της ένα εικοσάχρονο κορίτσι, η Τζέιντ. Ένα χαμίνι στο μετρό του Παρισιού που της κλέβει την τσάντα, αλλά αντί να εξαφανιστεί, όπως κάνει κάθε μικρολωποδύτης, της την επιστρέφει έπειτα από λίγο, χωρίς φυσικά όλο το πολύτιμο περιεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά η Έσθερ, αντί να οδηγήσει τη νεαρή Τζέιντ στο τμήμα, της προσφέρει δουλειά στον αγαπημένο της οίκο, φιλοδοξώντας να τη βοηθήσει να ξεφύγει από την περιθωριακή φτωχική ζωή της.
Με αυτό το σχηματικό και διόλου αληθοφανές σενάριο, η Sylvie Ohayon (σκηνοθεσία και σενάριο) και η Sylvie Verheyde (σενάριο) επιχειρούν να πείσουν πως ο πολυτελής κόσμος της μόδας είναι αγγελικά πλασμένος και αναπάντεχα δοτικός, ενώ οι περιθωριακοί και καταφρονημένοι αυτού του κόσμου περιμένουν μια τόση δα ευκαιρία για να ξεφύγουν από τη μιζέρια και την αδικία. Τίποτε όμως δεν είναι τόσο εύκολο και απλό. Ούτε οι δυο κόσμοι, των καλότυχων μεσοαστών και των κακότυχων λούμπεν, συνυπάρχουν αρμονικά κάτω από μια τέντα δαντελένιου μεταξιού.
Παρ’ όλα αυτά, το «παραμύθι» της Sylvie Ohayon διαθέτει καλές ερμηνείες και καυστικές ατάκες για τον political correct κόσμο που έχει πλημμυρίσει, ανούσια συχνά, (και) τις κινηματογραφικές οθόνες.
Ακόμη περισσότερο σινεμά στην αθηΝΕΑ:
Κινηματογραφικές Ανάσες Ανθρωπιάς: «Μαγνητικά Πεδία»