Πριν λίγες μέρες, το Οικονομικό Επιμελητήριο κυκλοφόρησε μια αφίσα με την οποία διαφημίζει το επικείμενο συνέδριό του. Διεθνές, μάλιστα, όπως μαρτυρά ο τίτλος.
Παρότι “χορηγούμενη” στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επομένως με terminus post quem την τελευταία δεκαετία της καθιέρωσής τους -για να χρησιμοποιήσω μια φράση γνωστή από τη μελέτη του παρελθόντος- η ανακοίνωση θυμίζει άλλες εποχές. Δεν είναι μόνον οι εικαστικές επιλογές – το πορτοκαλί φόντο, το “παλιακό” λογότυπο και η παράθεση των φωτογραφιών σαν σε αλλοτινό προεκλογικό φυλλάδιο. Είναι η σύνθεση των ομιλητών. Πιο συγκεκριμένα, το φύλο τους. Εκεί, σε πειθαρχημένη στοίχιση, στο τετράγωνο κάδρο της εικόνας, συνυπάρχουν 24 κεφαλές διακεκριμένων ομιλητών, ανδρών μόνο. Υπουργοί και γενικοί γραμματείς, εκπρόσωποι θεσμών, μέλη του κοινοβουλίου και της ακαδημαϊκής κοινότητας, δημοσιογράφοι – όλοι άνδρες.
Χαμηλότερα, απλώνονται τα λογότυπα των χορηγών. Ανάμεσά τους μία τράπεζα, η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, το Χρηματιστήριο Αθηνών, μία μεγάλη εταιρία στον χώρο των ποτών και σύμπασες οι μεγάλες ελεγκτικές εταιρίες, οι γνωστές “Big 4”. Κι ακόμα χαμηλότερα, τα λογότυπα των χορηγών επικοινωνίας, όπου συνυπάρχουν με τη σειρά τους πολλά από τα μεγάλα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.
Την αφίσα την είδα φευγαλέα ένα βράδυ που πέρασε από μπροστά μου στο feed. Το βλέμμα μου στάθηκε στο έντονο χρώμα, κι έτσι την ξανακοίταξα, παρότι το θέμα δεν συγκαταλέγεται στα ενδιαφέροντά μου. Κι εκεί, στη δεύτερη ματιά, την πιο επισταμένη, μού χτύπησε η γυναικεία απουσία.
Αναρωτήθηκα πώς και δεν βρέθηκε ούτε μία εκπρόσωπος του γυναικείου φύλου ανάμεσα στους τόσους διακεκριμένους άνδρες. Μα ούτε μία. Ήταν άραγε επιλογή των διοργανωτών; Ήταν αβλεψία τους; Κι αν ναι, δεν το πρόσεξε κανείς πριν από εμένα; Το αφύσικο της σύνθεσης δεν απασχόλησε κανέναν από τους ομιλητές, ούτε τους χορηγούς, που απευθύνονται εξίσου σε γυναίκες;
“Έτυχε”, θα πουν ορισμένοι. “Σιγά το συνέδριο”, θα αντιτάξουν άλλοι. Μα ένα τέτοιο συμβάν, συγχωρέστε με, δεν είναι τυχαίο στις μέρες μας. Ναι, θα ήταν αναμενόμενο στην ασπρόμαυρη Ελλάδα του 1964, όπου η Τζένη Καρέζη έκανε κινηματογραφική καριέρα ως “Δεσποινίς Διευθυντής” χτίζοντας τον ασυνήθιστο ρόλο της μορφωμένης, ωραίας και δυναμικής γυναίκας. Όμως είναι ανεπίτρεπτο σε μια χώρα που έχει δει γυναίκες στο υπουργείο Οικονομικών και στο υπουργείο Ανάπτυξης, στο υπουργείο Εργασίας και στην Κομισιόν, στο πανεπιστήμιο, στο τιμόνι τραπεζικού οργανισμού και σε συμβουλευτικές θέσεις περί την οικονομία. Με άλλα λόγια, σε μια χώρα που έχει δυναμικό για να καλύψει με επάρκεια πολλά από τα θέματα που αφορούν τον διοργανωτή, ο οποίος υποστηρίζει την πραγματική οικονομία, χώρο όπου τα δύο φύλα συνυπάρχουν και συνδημιουργούν, πασχίζουν και πλήττονται από κοινού.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνον τομεακό. Ούτε μόνον ελληνικό. Το αποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, πρωτοβουλίες όπως το #JamaisSansElles στη Γαλλία ή το “No Woman No Panel” της Επιτρόπου Ψηφιακής Οικονομίας Mariyia Gabriel που προτρέπουν γυναίκες και άνδρες να απέχουν από δημόσιες συζητήσεις ή εκδηλώσεις εάν δεν συμμετέχουν γυναίκες.
Αυτή ακριβώς η θεματική, η υποστήριξη των γυναικών στην δημόσια σφαίρα και η ενθάρρυνσή τους να συμμετέχουν περισσότερο και σε μεγαλύτερο βάθος, είναι η αφετηρία της Women Act. Στους κόλπους της οργάνωσης, γυναίκες παραγωγικής ηλικίας από διάφορους κλάδους έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν, να μάθουν, να ανταλλάξουν απόψεις και, κυρίως, να εμπνευστούν η μία από την άλλη, στο καθησυχαστικό περιβάλλον της κοινής εμπειρίας που τις συνδέει.
“Χρειάζονται τέτοιες πρωτοβουλίες;”, ρωτούν ορισμένοι. Ναι, χρειάζονται ως καταλύτες στην δημόσια ζωή, εάν θέλουμε η συμμετοχή των γυναικών να είναι μεγαλύτερη σε ποσοστά, πληρέστερη σε ποιότητα, αντιπροσωπευτικότερη σε περιεχόμενο. Χρειάζονται για την αίσθηση της κοινής επιδίωξης που σφυρηλατούν, αλλά και για τη δυνατότητα να παρέμβουν σταθερά μα αποτελεσματικά στο αίτημα πολλών δεκαετιών: πραγματική ισότητα και αυθεντική συμπόρευση με τους άνδρες στην οικογένεια, στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην οικονομία, στην πολιτική. Όχι ως επιβεβλημένη ποσόστωση “για τα μάτια του κόσμου”, αλλά ως αυτονόητη εξέλιξη που αντικατοπτρίζει την πραγματική ζωή.