Η πρόσφατη ταινία «Maria», σκηνοθετημένη από τον Χιλιανό Pablo Larraín, φέρνει στο προσκήνιο τη θρυλική Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας. Με πρωταγωνίστρια την Angelina Jolie, το έργο επιχειρεί να εξερευνήσει τις προσωπικές προκλήσεις και τα τραύματα της κορυφαίας λυρικής τραγουδίστριας.
Τι να πρωτοπεί κανείς για τη Μαρία Κάλλας. Ήταν «η θεϊκή», La Divina! Γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στη Νέα Υόρκη από Έλληνες μετανάστες. Το πλήρες όνομά της ήταν Άννα Μαρία Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου και χάρη στο απαράμιλλο φωνητικό της ταλέντο όχι μόνο κατάφερε να βρεθεί στις μεγαλύτερες σκηνές όπερας παγκοσμίως αλλά και να αναγνωριστεί ως η απόλυτη diva του 20ού αιώνα στην ιστορία της όπερας.
Τι Φωνή!
Η Κάλλας ξεχώρισε για την ιδιαίτερη, ξεχωριστής αδρότητας, φωνή της. Αν και το εύρος της –σχεδόν τρεις οκτάβες– ήταν μάλλον συνηθισμένο για σοπράνο του διαμετρήματός της, η επιβλητική της χροιά σε συνδυασμό με την τεχνική δεξιότητα να καλύπτει με φυσικότητα την έκταση αυτή ήταν μοναδικές.
Οι ερμηνείες της δεν ήταν απλώς αισθητικά ονειρεμένες, αλλά και συναισθηματικά καθηλωτικές, με βάθος, πάθος και εκφραστική κομψότητα. «Χρωμάτιζε» κάθε φράση με ποικιλία συναισθημάτων.
Αναδεικνύοντας εκφραστικά τις πολύπλοκες πτυχές των ηρωίδων της όπερας που υποδυόταν, κατάφερε να τις επανασυστήσει στο κοινό, δίνοντας νέες διαστάσεις στους ρόλους. Ειδικότερα, η ερμηνεία της στην όπερα «Norma» του Bellini, στην οποία τραγούδησε την περίφημη άρια «Casta Diva», θεωρείται αξεπέραστη, με πολλούς κριτικούς να την τοποθετούν στο απόγειο του λυρικού ιδεώδους.
Τα Νεανικά Χρόνια
Όμως η κορυφαία υψίφωνος δεν είχε μια εύκολη ζωή. Όταν οι γονείς της ανακάλυψαν το χάρισμά της, άρχισαν να την πιέζουν πολύ έντονα. «Δεν θα τη συγχωρήσω ποτέ που μου στέρησε την παιδική μου ηλικία. Όλα τα χρόνια που θα έπρεπε να παίζω και να μεγαλώνω, εγώ τραγουδούσα ή έβγαζα χρήματα», είχε πει χαρακτηριστικά η Κάλλας για τη μητέρα της.
Στα 13 της επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ξεκίνησε μαθήματα τραγουδιού στο Εθνικό Ωδείο με τη Μαρία Τριβέλα. Εκείνη, όταν την άκουσε, εντυπωσιάστηκε τόσο που την ανέλαβε δωρεάν, δηλώνοντας αργότερα πως ήταν «υπόδειγμα μαθήτριας που μελετούσε 5-6 ώρες την ημέρα, φανατική και ασυμβίβαστη», με φωνή που «στροβιλίζεται, φουντώνει σαν φλόγα και γεμίζει τον αέρα με μελωδικές αντηχήσεις σαν καρουζέλ».
Στα 16 της, η νεαρή Μαρία εντάχθηκε στο Ωδείο Αθηνών και σπούδασε με τη σοπράνο coloratura Elvira de Hidalgo, η οποία τη μύησε στο ιταλικό στιλ τραγουδιού bel canto. Δύο χρόνια αργότερα, το 1941, έκανε το επαγγελματικό της ντεμπούτο με έναν μικρό ρόλο στην Εθνική Λυρική Σκηνή, πριν εξασφαλίσει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο ως «Tosca» στην ομώνυμη όπερα του Puccini το 1942.
Μια Θριαμβευτική Καλλιτεχνική Διαδρομή
Τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε περισσότερες από 56 φορές σε 7 διαφορετικές παραστάσεις όπερας σε όλη την Ελλάδα, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1945 που έφυγε για την Αμερική.
Η μεγάλη της ευκαιρία όμως ήρθε το 1949, όταν ο μέντοράς της, ο Ιταλός μαέστρος Tulio Serafin, της εμπιστεύθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην όπερα «I Puritani» του Bellini, με μόλις έξι ημέρες προειδοποίηση, αφού η αρχική σοπράνο αρρώστησε. Η Κάλλας θριάμβευσε στον ρόλο και μέχρι το 1951 εμφανίστηκε σε όλα τα μεγάλα θέατρα της Ιταλίας, με τελευταίο αυτό της Scala του Μιλάνου, που αποτέλεσε τη θεατρική της έδρα για μία δεκαετία. Μάλιστα, εκεί έλαβε χώρα το 1953 η ζωντανή ηχογράφηση της «Tosca», που έγραψε ιστορία. Εν τω μεταξύ, το 1949 στην Ιταλία παντρεύτηκε τον φιλόμουσο βιομήχανο Giovanni Battista Meneghini.
Το 1956 τραγούδησε για πρώτη φορά στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, ανοίγοντας τη σεζόν με τη «Norma», ρόλο που επανέλαβε και ένα χρόνο αργότερα στο ντεμπούτο της στη Βασιλική Όπερα, στο Covent Garden του Λονδίνου. Η Κάλλας θα αποκαλέσει την εμπειρία της στη Βασιλική Όπερα ως «ερωτική σχέση», επιστρέφοντας ξανά και ξανά καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
«Έχασα το Θάρρος και την Τόλμη μου…»
Η πορεία της Κάλλας στη μουσική ήταν συνυφασμένη με την αυστηρή εκπαίδευση στην Ιταλία και τις υψηλές απαιτήσεις της ίδιας από τον εαυτό της. Δεν δίσταζε να αναμετρηθεί με τις προκλήσεις και να ρισκάρει την απόρριψη. Είχε τη φήμη μιας «δύσκολης» ντίβας, όχι γιατί ήταν αλαζονική, αλλά επειδή ήθελε κάθε της ερμηνεία να είναι τέλεια.
Από τη δεκαετία το 1950 ωστόσο, η μνημειώδης φωνή άρχισε χάνει τη μαγική της ποιότητα. Όσον αφορά τα αίτια, οι απόψεις ποικίλλουν: οι ορμονικές αλλαγές της πρόωρης εμμηνόπαυσης, το ότι ανέλαβε πολύ απαιτητικούς ρόλους πολύ γρήγορα στην καριέρα της, η απότομη απώλεια 36 κιλών, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, μια αλλαγή στη στάση του σώματός της.
Πάντως, η εξήγηση της ίδιας της Κάλλας που δόθηκε το 1977, λίγο πριν πεθάνει, συμπεριλάμβανε όλα τα παραπάνω: «Δεν έχασα ποτέ τη φωνή μου, αλλά έχασα τη δύναμη του διαφράγματός μου. Εξαιτίας αυτών των οργανικών ενοχλήσεων, έχασα το θάρρος και την τόλμη μου… Το αποτέλεσμα ήταν να καταπονήσω υπερβολικά τη φωνή μου και αυτό την έκανε να ταλαντεύεται».
Con Fuoco e Drammatico
Μετά το 1965, η Κάλλας δεν ξανατραγούδησε δημοσίως για οκτώ έτη, αλλά παρέμεινε ενεργή. Το 1969 πρωταγωνιστεί στην ταινία «Μήδεια» του Pier Paolo Pasolini και το 1973 σκηνοθετεί την όπερα του Verdi «Σικελικός Εσπερινός» στο Tορίνο, από κοινού με τον φίλο και επί σειρά ετών συνεργάτη της τενόρο Giuseppe Di Stefano. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε μαζί του μια παγκόσμια «αποχαιρετιστήρια περιοδεία». Η τελευταία της επίσημη δημόσια καλλιτεχνική εμφάνιση ήταν στις στις 11 Νοεμβρίου 1974, στο Σαπόρο της Ιαπωνίας.
Η ζωή της εξελίχθηκε ταραγμένα και σε προσωπικό επίπεδο. Τη διάλυση του γάμου της με τον βιομήχανο Giovanni Meneghini το 1959 ακολούθησε μια θυελλώδης σχέση με τον μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση, η οποία έληξε τραυματικά το 1968, όταν εκείνος την άφησε για να παντρευτεί την Jackie Kennedy.
Εξουθενωμένη και θλιμμένη, απομονώθηκε στο Παρίσι. Εκεί έζησε μέχρι τον θάνατό της από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 53 ετών, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977.
«Maria»
Η ταινία του Larraín αποτελεί μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφική προσέγγιση που εστιάζει στις τελευταίες μέρες της Κάλλας στο Παρίσι και στις προσπάθειες να βρει νόημα στη ζωή της καθώς αναλογίζεται το παρελθόν.
Με αφαιρετικό, ποιητικό ύφος, οι σκηνές εναλλάσσονται ανάμεσα σε παραισθήσεις και αναμνήσεις, δημιουργώντας ένα πορτρέτο γεμάτο εσωτερική ένταση. Παράλληλα, το σενάριο του Steven Knight αναδεικνύει την αντιφατική φύση της Κάλλας. Μιας παγκόσμιας καλλιτεχνικής προσωπικότητας αλλά και μιας ευάλωτης γυναίκας που πάλεψε για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Ενός ανθρώπου που έζησε έντονα και προσπάθησε να βρει ισορροπίες ανάμεσα στην επιθυμία για έλεγχο και αναγνώριση και στη βαθιά ανάγκη της για αποδοχή, αγάπη και ανθρώπινη επαφή.
- Στην Ελλάδα, τα αποκλειστικά δικαιώματα της ταινίας ανήκουν στο Cinobo και στη Faliro House. Η ταινία θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες στις 5 Δεκεμβρίου.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ.
Η Μουσική Έχει Δύναμη (και στην Πολιτική!)
Από τη Θεσσαλονίκη του Κυρ-Γιάννη στον Απόηχο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Intimacy Coordinators, οι Maîtres της Συναίνεσης