Η Μάρω Θεοδωράκη, μουσικός, πιανίστα, καθηγήτρια φωνητικής και συγγραφέας, έχει καταφέρει να συνδυάσει δύο μεγάλες αγάπες: τη μουσική και τη συγγραφή. Όταν τη ρωτούν πού θα την οδηγούσε η καρδιά της αν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στη μουσική και τα βιβλία, απαντά πως οι δύο αυτές τέχνες είναι για εκείνη μοναδικές, καθώς και οι δύο υπηρετούν την έκφραση, τη δημιουργία και την επικοινωνία.
Μέσα από τη μουσική διδάσκει συναισθήματα, ενώ μέσα από τα βιβλία της προσφέρει μηνύματα αγάπης και ανθρωπιάς στα παιδιά. «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη μουσική ή τη συγγραφή, γιατί η μία συμπληρώνει την άλλη», λέει χαρακτηριστικά, δείχνοντας πως η τέχνη είναι για εκείνη τρόπος ζωής.
(Επίσης, και η αγάπη της για τα ζώα είναι αδιαμφησβήτητα μεγάλη, καθώς ο σκύλος της δεν την αποχωρίζεται, συνοδεύοντάς μας καθόλη την διάρκεια της συνέντευξης στο σαλόνι του σπιτιού της).
Εκτός από συγγραφέας, είστε και μουσικός. Νιώθετε περισσότερο μουσικός που γράφει βιβλία ή συγγραφέας που εμπνέεται από τη μουσική;
Η μουσική, πιστεύω, υπήρχε στη ζωή μου ήδη από την εμβρυακή μου ηλικία, μέσα από τη μήτρα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που συνδύαζε τη μουσική με τη δημοσιογραφία, οπότε, αν και υπήρχε το «μικρόβιο» της συγγραφής, η μουσική ήταν πάντα παρούσα και ενεργή σε όλες τις πτυχές της πορείας μου.
Ιδιαίτερη σημασία είχε η παρουσία του θείου Μίκη, μιας μυθικής μορφής για την οικογένειά μας, ιδίως στη δύσκολη εποχή της δικτατορίας κατά την οποία γεννήθηκα. Η επιρροή του ήταν καθοριστική, με τη συμβουλή του στους γονείς μου να μου αγοράσουν το δικό μου πιάνο. Από τότε, έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου.
Όταν ήμουν μικρή, το αγαπημένο μου μάθημα στο σχολείο ήταν η έκθεση. Αγαπούσα πολύ τα βιβλία και διάβαζα πολλά λογοτεχνικά έργα, καθώς υπήρχε άφθονος χρόνος και, επιπλέον, δεν υπήρχε τηλεόραση. Ακόμα και τα καλοκαίρια, όταν πηγαίναμε στην Κρήτη, παίρναμε πάντα μαζί μας βιβλία.
Ο πατέρας μας μάς είχε εμφυσήσει τη συνήθεια να πηγαίνουμε στο κέντρο της Αθήνας όπου αγοράζαμε συνεχώς νέα βιβλία. Όλα μου τα δώρα, είτε ήταν Χριστούγεννα είτε γιορτές, ήταν πάντα βιβλία. Επιπλέον, ο πατέρας μου είχε γράψει εξαιρετικά ποιήματα, τα οποία είχε μελοποιήσει ο θείος μου. Έτσι, μεγάλωσα μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο δημιουργικότητα και καλλιτεχνική έκφραση.
Όταν μεγάλωσα και άρχισα να διδάσκω πιάνο σε ωδεία, ηθελα να βοηθήσω τα παιδιά να αγαπήσουν τη μουσική με έναν διαφορετικό, πιο διασκεδαστικό τρόπο, αποφεύγοντας τις στερεοτυπικές και καταπιεστικές μεθόδους διδασκαλίας.
Έτσι, μου γεννήθηκε η ιδέα να γράψω ένα παραμύθι με τις νότες, ώστε τα παιδιά να μάθουν τη μουσική μέσα από την ανάγνωση, πιο ευχάριστα. Δημιούργησα την «Παραμυθάδα με τις Νότες» και την πρότεινα στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και στον Παύλο Παπαθεοφίλου, όπου το αγάπησαν πολύ. Έτσι άρχισε το συγγραφικό μου ταξίδι και έφτασε τους 63 τίτλους χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει.
Πώς νιώθετε για αυτό;
Πολλά χιλιόμετρα δράσης, όχι απαραίτητα με δυσκολίες, αλλά με στιγμές διαφορετικές, που αντανακλούν τον κόσμο μου. Όταν γράφω, αισθάνομαι πως βρίσκομαι σε ένα πολύχρωμο λούνα παρκ, μια κατάσταση που αποπνέει παιδικότητα και καλύπτει μια βαθιά μου ανάγκη, ενώ παράλληλα έχει θεραπευτικό χαρακτήρα. Ξεκινώ πάντα με τον τίτλο, και οι ιδέες έρχονται αυθόρμητα. Όσο περισσότερο γράφω τόσο περισσότερο αυτές οι ιδέες αποκτούν μορφή και ζωντανεύουν.
Το βιβλίο σας «Στάσου Πλάι μου» εξερευνά θέματα που αφορούν την αξία του εθελοντισμού, την προσφορά και την υποστήριξη προς τα προσφυγόπουλα. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα και πώς το προσεγγίζετε ώστε να είναι κατανοητό στα παιδιά;
Κάτι πολύ σοφό που μου είχε πει ο θείος μου ήταν το εξής: «Δεν συμφέρει σε κανέναν η ειρήνη». Ο ήρωας του βιβλίου, ένα παιδί που προσπαθεί να περάσει από τη χώρα μας και να φτάσει σε μιαν άλλη για να βρει τον πατέρα του, μας δίνει την ευκαιρία να αναδείξουμε τη σημασία του εθελοντισμού. Το μήνυμα του βιβλίου εστιάζει στο να μοιραζόμαστε τον χρόνο, τη ζωή μας, τα ρούχα και το φαγητό μας με όσους έχουν ανάγκη, ανεξάρτητα από χρώμα ή εθνικότητα, χωρίς να περιμένουμε κανένα αντάλλαγμα.
Είναι πολύ σημαντικό για τα παιδιά να βλέπουν και να συμμετέχουν ενεργά μαζί μας στην κοινωνική προσφορά. Ειδικά για τα μικρά παιδιά, αυτές οι εμπειρίες είναι ανεκτίμητες. Παρ’ όλα αυτά, συχνά παρατηρείται διστακτικότητα από τους γονείς να θίξουν τέτοια θέματα. Είναι απαραίτητο να ξεπεράσουμε αυτόν τον φόβο και να εκφραζόμαστε ανοιχτά με τα παιδιά μας για ζητήματα που αφορούν την κοινωνία μας.
Αυτό μπορεί να γίνει είτε μέσα από βιβλία είτε μέσα από τις πολλές δράσεις που υπάρχουν σήμερα και ενθαρρύνουν την αλληλεγγύη και τη συμμετοχή. Ένας λόγος που γράφω είναι ίσως και η ανάγκη που υπάρχει να ειπωθούν όλα αυτά τα μηνύματα με κατανοητό τρόπο στα παιδιά.
Στο «Δύο Αγκαλιές σε μια Βαλίτσα» μιλάτε για το διαζύγιο και τον αποχωρισμό. Πόσο σημαντικό πιστεύετε ότι είναι να εκτίθενται τα παιδιά σε τέτοια ζητήματα μέσα από τη λογοτεχνία;
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλά βιβλία από Έλληνες συγγραφείς που να θίγουν τέτοια θέματα και να απευθύνονται σε μικρά παιδιά 4 ετών, όπως το συγκεκριμένο. Το «Δύο Αγκαλιές σε μια Βαλίτσα», για παράδειγμα, είναι πιο εύκολο να αναπτυχθεί για εφήβους παρά να προσαρμοστεί για παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Αυτό, από μόνο του το καθιστά σύνθετο. Το μήνυμά μας, ωστόσο, έχει στο επίκεντρο μια οικογένεια που χωρίζει, αλλά δεν είναι εγωκεντρική. Σέβεται το πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί γύρω της. Το συμφέρον των γονιών είναι να διατηρήσουν μια καλή σχέση, ακόμα και μετά τον χωρισμό. Δεν λογομαχούν, ούτε κατηγορούν ο ένας τον άλλο, αποφεύγοντας να δημιουργήσουν ενοχές στα παιδιά.
Το ουσιαστικό μήνυμα είναι ότι οι γονείς δεν χωρίζουν ποτέ από τα παιδιά τους. Είναι πάντα εκεί, δίπλα τους, ανεξάρτητα από το αν ζουν σε διαφορετικά σπίτια.
Σε τι αναφέρεται το «Παίζω Ποίηση»; Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από αυτό το βιβλίο και πώς επιδιώκετε να φέρετε τα παιδιά πιο κοντά στην ποίηση μέσα από το παιχνίδι;
Η αλήθεια είναι πως η ποίηση είναι παρεξηγημένη. Συχνά δεν προσεγγίζεται ή μένει για αργότερα, μόνο σε μεγαλύτερες ηλικίες. Για να αλλάξει αυτό, σχεδιάζω να δημιουργήσω τρεις θεματικές που θα απευθύνονται σε παιδιά. Η πρώτη θα επικεντρώνεται στα συναισθήματα και σε διάφορες αξίες.
Σε κάθε θεματική θα περιλαμβάνονται δράσεις, στις οποίες γονείς και παιδιά θα μπορούν να συμμετέχουν μαζί, παίζοντας με ποιήματα. Εύχομαι αυτές οι δράσεις να ενταχθούν και στα σχολεία, γιατί προσφέρουν μια εξαιρετική ευκαιρία να προσεγγίσουν τα παιδιά την ποίηση με έναν διαφορετικό, πιο διαδραστικό τρόπο, ξεφεύγοντας από τη συνηθισμένη ανάγνωση ή τη θεωρητική παρουσίαση.
Στόχος είναι τα παιδιά όχι μόνο να αγαπήσουν την ποίηση, αλλά και να καλλιεργήσουν την αγάπη τους για την ελληνική γλώσσα, δουλεύοντας δημιουργικά μέσα από το παιχνίδι.
Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε όταν δημιουργείτε μια ιστορία; Ξεκινάτε από ένα θέμα, ένα συναίσθημα ή έναν χαρακτήρα;
Υπάρχουν πολλές συγκυρίες που με εμπνέουν, αλλά κυρίως όταν κάτι με ενοχλεί έντονα ή μου προκαλεί έντονη περιέργεια και προβληματισμό νιώθω την ανάγκη να έρθω σε επαφή με τα παιδιά και να μιλήσω γι’ αυτό. Μια χαρακτηριστική στιγμή ήταν όταν ταξίδευα στην Πάρο. Μπροστά μου καθόταν μια οικογένεια, της οποίας μέλος ήταν και μια γιαγιά που έπασχε από άνοια. Ενώ τα εγγόνια της την κορόιδευαν, οι γονείς τους δεν έλεγαν τίποτα. Αυτή η εικόνα με ενόχλησε βαθιά! Τότε πήρα την απόφαση να γράψω το «Γιαγιά, σε Αγαπώ».
Η δική μου γιαγιά μάς είχε μεγαλώσει με αγάπη και καλοσύνη, και της είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Με αυτό το βιβλίο ήθελα να εκφράσω τη συμπόνια μου για εκείνη την άγνωστη γιαγιά που δεν είχε τη στήριξη και τον σεβασμό της οικογένειάς της. Η συμπαράσταση με σεβασμό και η καλλιέργεια βασικών αξιών μέσα στην οικογένεια είναι ανεκτίμητα στοιχεία παιδείας και πολιτισμού. Η αναγνώριση όλων των συναισθημάτων μας, θετικών και αρνητικών, αποτελεί μια εξαιρετική βάση για να γίνουν τα παιδιά καλύτεροι άνθρωποι και να μπορούν να συνδέονται αρμονικά με τους άλλους.
Έχετε κάποιο μότο;
Το να είμαι ο εαυτός μου και να γίνομαι κάθε χρόνο καλύτερη.
Κάποια ευχή για το 2025;
Να συνδεόμαστε με τους ανθρώπους ουσιαστικά και αληθινά. Να μεγαλώνουμε μικροί και μεγάλοι με εγκαρδιότητα.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
ΑΙ | «Δημιουργώ, μα δεν Νιώθω το Βάρος του Έρωτα, του Πόνου, του Χρόνου…»