Η απώλεια και η αρνητική τιμωρία έχουν αποτυπωθεί σε διάφορες μορφές της τέχνης. Το βάθος και η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μετουσιώθηκε μέσα από τραγούδια και ταινίες με τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργεί ψυχωφέλιμα για τους θεατές.
Από τον Cohen στον Bergman
Ο Leonard Cohen μελοποίησε με τη χαρισματική του ικανότητα το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» (1911) στο τραγούδι του «Alexandra Leaving» («Ten New Songs», 2001). Και στα δυο έργα ακούγεται η φράση «Say goodbye to Alexandra leaving/Then say goodbye to Alexandra lost – αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει/κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις», υποδεικνύοντας μια αναγκαία και οικουμενική επισήμανση για τη θλίψη που προκαλεί η απώλεια.
Και οι δυο καλλιτέχνες εκφράζουν την υποστηρικτική τους ενδόψυχη (αυτό)συμπαράσταση για τη δυσκολία να αφήνουμε κάποια πράγματα πίσω μας, είτε αυτό σημαίνει ένα άτομο, μια υποκειμενική αλήθεια, μια πραγματικότητα, μια κάποια μορφή ευτυχίας. Τι κάνουμε όταν χάνουμε άραγε κάτι τόσο πολύτιμο; Οι δυο καλλιτέχνες μας συμβουλεύουν να το αποχαιρετήσουμε με θάρρος.
Η απώλεια, λίγο-πολύ, έχει εκφραστεί στο σινεμά σε πολύ μεγάλη συχνότητα. Είτε μιλάμε για τις ερωτικές σχέσεις στις «Σκηνές από έναν Γάμο» («Scenes from a Marriage», 1974) του Ingmar Bergman, την «Τριλογία του Χρώματος» («Three Colours», 1993-1994) του Krzysztof Kieślowski και το «Άγρυπνος στο Σιάτλ» («Sleepless in Seattle», 1993) της Nora Ephron, είτε μιλάμε για απώλεια του νοήματος της ζωής στο «Τραγούδια από τον Δεύτερο Όροφο» («Songs from the Second Floor», 2000) του Roy Anderson, είτε για την απώλεια της ελευθερίας στη «Μεγάλη Απόδραση» («Great Freedom», 2021) του Sebastian Meise, η απώλεια περιγράφεται ως η αφαίρεση ενός θετικού ενισχυτικού (ευχάριστου) γεγονότος από τη ζωή ενός ατόμου (δηλαδή της λεγόμενης αρνητικής τιμωρίας).
Μια Γενικευμένη Αρνητική Τιμωρία
Η απώλεια προκαλεί αντιδράσεις θυμού και θλίψης και προξενεί άρνηση και διαπραγμάτευση σε ό,τι αφορά την αποδοχή της. Στα δικά μας, σύγχρονα και εξωκινηματογραφικά δεδομένα, η περίοδος της πανδημίας και της καραντίνας ήταν μια περίοδος γενικευμένης αρνητικής τιμωρίας, γενικευμένης δηλαδή αφαίρεσης και τερματισμού πολλών ευχάριστων για κάθε άτομο γεγονότων. Αν θυμηθούμε τις περιγραφές του Albert Camus στην «Πανούκλα» (1957), εξιστορείται μια τέτοια ακριβώς συνθήκη, όπου από το άτομο αφαιρείται η υγεία, η συναναστροφή και εν τέλει η ευτυχία.
Σε ένα πρόσφατο και μοντέρνο κινηματογραφικό παράδειγμα, στο δραματικό θρίλερ «Κυνόδοντας» («Dogtooth», 2009) του Γιώργου Λάνθιμου, η οικογένεια που πρωταγωνιστεί εμφανίζεται απομακρυσμένη, σε μια διαχρονική καραντίνα από την κοινωνία, σε μια προσπάθεια να τερματίσει τις απειλές τιμωρίας που αυτή ενέχει για την ίδια, έπειτα από την απώλεια ενός αγαπημένου μέλους της.
Όσο δυσφορικές και θλιβερές επομένως και αν είναι οι απώλειες, βοηθάει να ξέρουμε ότι είναι κοινά και καθολικά βιώματα, όπως καθολική είναι και η προσπάθεια να τις αντιμετωπίζουμε
Ωστόσο, έτσι τερματίζεται και η ευκαιρία για τα μέλη της οικογένειας να βιώσουν και τα ευχάριστα και ενισχυτικά γεγονότα που παράγονται από την κοινωνική συναναστροφή (αρνητική τιμωρία). Εν τέλει, η μια από τις πρωταγωνίστριες διεκδικεί τους ενισχυτές της προξενώντας τον αυτοτραυματισμό της, ακολουθώντας άλλωστε έναν κανόνα που διδάχθηκε, για να καταλήξει –πού τελικά;– επίσης φυλακισμένη, οπουδήποτε αλλού.
Στο νεότερο «Digger» (2021) του Τζώρτζη Γρηγοράκη, ο πρωταγωνιστής Νικήτας αυτοτιμωρείται αρνητικά και ζει στην εξοχή με την απώλεια της οικογένειάς του. Όταν δέχεται την απειλή να βιώσει την απώλεια του σπιτιού και της ανεξαρτησίας του, να τιμωρηθεί δηλαδή ένας τόσο σημαντικός ενισχυτής της συμπεριφοράς του, ο Νικήτας επιμένει να επιλέγει την απομόνωση, θεωρώντας την κοινωνική ζωή επιθετική και δυσφορική.
Είναι άραγε επιτρεπτό να απομονώνουμε τον εαυτό μας τόσο καθηλωτικά; Ο μικρός Antoine Doinel από την εμβληματική δραματική «Τα 400 Χτυπήματα» («Les Quatre Cents Coups», 1959) του François Truffaut διαφωνεί καθέτως, καθώς, έπειτα από μια ζωή συνεχούς τιμωρίας (θετικής και αρνητικής), με αυξανόμενες και εντονότερες στερήσεις και απώλειες, φτάνει στο ζενίθ της υπομονής και αποδρά από το αναμορφωτήριο, βιώνοντας την ευτυχία κοντά στη θάλασσα· μακριά από την τιμωρία του κοινωνικού ελέγχου της συμπεριφοράς. Επιλέγει επομένως και αυτός να αποφύγει και να απορρίψει την κοινωνική ζωή, αφού και γι’ αυτόν δεν έπαψε να είναι μια βίαιη και στενάχωρη συνθήκη.
Φόβος και Απώλεια στην Τέχνη
Και στις τρεις παραπάνω ταινίες η απώλεια και ο φόβος (απειλή) για την επανάληψη του πιθανού τερματισμού ενός ευχάριστου γεγονότος για το άτομο είναι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του εγκλεισμού, της απομόνωσης και της μη συμμόρφωσης.
Ο φόβος για την απώλεια θίγεται και εκθειάζεται στο φαντασιακό δράμα του Ingmar Bergman «Seventh Seal» (1957), όπου πλέον η απειλή του θανάτου, η απειλή δηλαδή του τερματισμού και της απώλειας της ίδιας της ζωής, φέρνει αντιμέτωπο τον ιππότη Antonius Block με τον Θάνατο και την τελευταία του παρτίδα σκάκι. Αντίστοιχα, ο Kanji Watanabe από τη δραματική «Ikiru» (1952) του Akira Kurosawa είναι καταδικασμένος να έρθει αντιμέτωπος με την απειλή του τερματισμού της ζωής του, μιας ζωής ωστόσο καθισμένης και γραφειοκρατικής, μιας ζωής ήδη απομακρυσμένης από θετικούς ενισχυτές.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν την απειλή τερματισμού οι δυο διαφορετικοί, πλην θνητοί, πρωταγωνιστές, οι οποίοι ωστόσο αποτελούν παραδείγματα της εποχής και της κουλτούρας τους που απλά «κάνουν τη δουλειά τους» (ο ένας ως σταυροφόρος και ο άλλος ως δημόσιος υπάλληλος), είναι ίσως μέσω της υστεροφημίας. Ο μεν ιππότης επιμένει στην αθανασία της Τέχνης (τελική σκηνή με τον χορό), ενώ ο κύριος Watanabe στην προσφορά και την αλληλεγγύη.
Συμπεριφορά και Περιβάλλον
Ήδη έχουμε καταλάβει πια οι Ιθάκες, αλλά και οι Αλεξάνδρειες, τι σημαίνουν, με την έννοια ότι κάθε ιστορικό συμπεριφορών έχει διαμορφωθεί από ευχάριστα αλλά και δυσάρεστα γεγονότα που ρύθμισε ο έλεγχος της μακροπρόθεσμης αλληλεπίδρασης της συμπεριφοράς και του περιβάλλοντός της. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο στο ιστορικό ενός ατόμου να μην παράγονται ευχάριστα, όπως και δυσάρεστα βιώματα. Όσο δυσφορικές και θλιβερές επομένως και αν είναι οι απώλειες (δηλαδή, η αρνητική τιμωρία), βοηθάει –ίσως– να ξέρουμε ότι είναι κοινά και καθολικά βιώματα, όπως καθολική είναι και η προσπάθεια να τις αντιμετωπίζουμε.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: