Συγγραφείς! Ποιοι και ποιες είναι τελικά; Τι περνάει από το μυαλό τους και με ποιον τρόπο φτάνουν να αποτυπώσουν στο χαρτί τις ιστορίες που σκαρφίζονται; #ExRay: η νέα στήλη του newsletter μας για το βιβλίο, ο τίτλος της οποίας είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στο Ex Libris και την ακτινογραφία αγγλιστί (x-ray), θα φιλοξενεί κάθε φορά έναν/μία συγγραφέα.
Με χιουμοριστική διάθεση αλλά και αγνή, πραγματική περιέργεια, θα τους καλούμε να καταθέσουν ό,τι προαιρούνται από τα εσώψυχά τους και να αυτοσχεδιάσουν, απαντώντας σε 10 –φαινομενικά απλές– ερωτήσεις. Καλεσμένη αυτού του μήνα, η Μαριαλένα Σεμιτέκολου.
H Μαριαλένα Σεµιτέκολου γεννήθηκε το 1973 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, από όπου απέκτησε και το διδακτορικό της δίπλωμα. Έχει διδάξει μαθήματα Ψυχολογίας και Ποιοτικής Μεθοδολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα έχει δουλέψει ως συντονίστρια ομάδων και ως ψυχολόγος-ερευνήτρια σε προγράμματα που αφορούν την ενδυνάμωση κοινωνικά ευπαθών ομάδων.
Έχει γράψει τη νουβέλα «Οι Κυριακές, το καλοκαίρι» (2018) και το μυθιστόρημα «Ακουαρέλα» (2022), που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που θυμάστε;
Θυμάμαι το «Η Μικρή Ζοζεφίνα» της Maria Gripe, δώρο της μητέρας μου (όταν τελείωσα τη Β′ Δημοτικού), αλλά και το «Χωρίς Οικογένεια» του Hector Malot, δώρο του πατέρα μου (περίπου την ίδια περίοδο). Αν προσθέσω και τα «Μικρά Εικονογραφημένα Κλασικά» μεταφέρομαι αυτόματα στην εποχή που άρχισα να αγαπώ το εξωσχολικό διάβασμα.
Το αγαπημένο σας βιβλιοπωλείο; (Ναι, κάντε του διαφήμιση!)
Ως παιδί και ως φοιτήτρια έχω υπάρξει θαμώνας σε βιβλιοπωλεία που δεν υπάρχουν πια, στον Πειραιά και στο Ρέθυμνο. Τα τελευταία χρόνια όμως πηγαίνω σε κάποιο βιβλιοπωλείο συχνά για να ζητήσω απλώς ένα βιβλίο που έχω από πριν διαλέξει. Εξαίρεση αποτελεί η Πολιτεία, την οποία επισκέπτομαι όταν νιώθω την ανάγκη να «χαθώ», η Κουκίδα στη Νέα Σμύρνη, που είναι στη γειτονιά μου και απολαμβάνω να επισκέπτομαι γιατί μου δίνει πάντα την αίσθηση μιας βόλτας ως αντίδοτο στις άχαρες δουλειές που πρέπει να κάνω, και το Ζάτοπεκ στην Καλλιθέα, γιατί πηγαίνοντας νιώθω ότι επισκέπτομαι το σπίτι καλών μου φίλων.
Συγγραφέας που θα καλούσατε σε δείπνος (Ή μήπως σε δείπνο… κυανίου; Διευκρινίστε όμως μη γίνει κανένα λάθος!)
Δύσκολα μου βάζετε! Όσο το σκέφτομαι καταλήγω ότι δεν θα έπαιρνα το θάρρος να καλέσω κάποιον από τους συγγραφείς που αγαπώ. Θα με έπιανε το άγχος μου: τα πιάτα που θα ετοίμαζα θα ήταν μια αποτυχία και θα πάσχιζα να βρω κάτι έξυπνο να πω για να τους εντυπωσιάσω. Επιπλέον, αναρωτιέμαι, πόση περισσότερη χαρά θα έπαιρνα από ένα τέτοιο δείπνο σε σχέση με την ιδιαίτερη, μοναχική χαρά που απολαμβάνω διαβάζοντάς τους. Η ιδέα, βέβαια, ότι θα μπορούσα σε δεύτερο χρόνο να διαβάσω την αφήγησή τους για το δείπνο είναι εξαιρετικά δελεαστική!
(Μεταξύ μας, θα πέταγα τη σκούφια μου για ένα δείπνο… κυανίου, με την προϋπόθεση βεβαίως να μην είμαι εγώ στον ρόλο του θύματος –για τον ρόλο του θύτη δεν παίρνω και όρκο– και να υπάρχει ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες ένας «Πουαρό» για να μπορέσω να απολαύσω διά ζώσης τη μεθοδική και εξονυχιστική περιγραφή της εξιχνίασης του εγκλήματος, πίνοντας ένα ημίγλυκο κρασί ή ένα λικεράκι αρμπαρόριζας).
Βιβλίο που θα θέλατε να έχετε γράψει;
Κάθε βιβλίο που έχω απολαύσει ως αναγνώστρια το έχω ζηλέψει κιόλας. Άλλες φορές ζηλεύω μεμονωμένες προτάσεις ή παραγράφους. Τις διαβάζω δύο και τρεις φορές και καταπίνω τη γλώσσα μου. Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρη αν θα ήθελα να είμαι εγώ η συγγραφέας τους. Το λέω αυτό από ένα είδος τεμπελιάς ή και φόβου μάλλον παρά από σεμνότητα. Συνειδητοποιώ τον μόχθο που έχουν απαιτήσει τα βιβλία για να γίνουν αυτό που είναι και αμέσως κάνω πίσω. Επιπλέον, θα ήταν σαν να ζητούσα να ανταλλάξω τη χαρά να απολαμβάνω την ανάγνωσή τους με την αγωνία, το βάσανο, την έκθεση που συνεπάγεται η γέννησή τους. Διαλέγω τη χαρά της ανάγνωσής τους και την έμπνευση που μου δημιουργούν.
Το βιβλίο που διαβάζετε τώρα;
Διαβάζω «Το Πάθος Χιλιάδες Φορές» της Ζυράννας Ζατέλη.
Αλήθεια, γιατί γράφετε;
Έχω την αίσθηση ότι όλοι μας «γράφουμε» (και μάλιστα ολόκληρα κατεβατά, όχι απαραίτητα στο χαρτί), απλώς κάποιοι δεν το συναισθάνονται, δεν διαβάζουν ή δεν διαβάζονται. Γράφω επειδή έτσι δίνω σχήμα και μορφή σε μια φλύαρη φωνή εντός μου που κατά καιρούς γίνεται πιεστική, απαιτητική ή και απειλητική. Την ησυχάζω. Είναι σαν να της λέω «Εντάξει! Σ’ ακούω… Για πες!». Της παρέχω ένα «δωμάτιο» για να μιλήσει, έναν χώρο που την περιορίζει εντός των ορίων του και την ίδια στιγμή της χαρίζει μια μορφή αυτονομίας. Οι στιγμές που γράφω είναι ίσως και οι μόνες στις οποίες υπακούω με τόση συγκέντρωση σε έναν τύπο πειθαρχίας που παραδόξως με ανταμείβει με το αίσθημα της ελευθερίας. Είναι σπουδαία αυτή η ανταμοιβή.
Ποια είναι η μεγαλύτερη επιρροή σας; (Όχι απαραίτητα από τον χώρο των γραμμάτων.)
Είναι κάτι που δεν έχω σκεφτεί. Ίσως γιατί δεν θέλω απαραιτήτως να το γνωρίζω. Τι νόημα θα είχε; Σε τι θα (με) βοηθούσε; Φαντάζομαι ότι έχω επηρεαστεί από όλα όσα έχω βιώσει, έχω διαβάσει, έχω ακούσει. Κυρίως από οτιδήποτε με έχει πονέσει και μου έχει ρητά ή άρρητα ζητήσει να το επουλώσω.
Σελιδοδείκτης, τσάκισμα σελίδων ή «λίγο μπρος, λίγο πίσω δεν χάθηκε ο κόσμος»;
Προτιμώ τους σελιδοδείκτες, αν και πολύ συχνά χρησιμοποιώ ως σελιδοδείκτη το αυτί του εξωφύλλου ή του οπισθοφύλλου. Δεν τσακίζω τις σελίδες παρά μόνο αν νιώσω ότι για κάποιον λόγο θα θελήσω στο μέλλον να βρω ένα συγκεκριμένο απόσπασμα. Μικρά τσακίσματα που με τον χρόνο γίνονται ανεπαίσθητα. Όσο για το «λίγο μπρος, λίγο πίσω δεν χάθηκε ο κόσμος» ούτε λόγος, εκτός κι αν επιδιώκω να διαβάσω ξανά τη σελίδα στην οποία σταμάτησα την ανάγνωση προκειμένου να με «κουρδίσω» για τις επόμενες ή για να διαβάσω την τελευταία πρόταση (ναι, πάντα το κάνω αυτό!).
Τι εκτιμάτε σε έναν εκδοτικό οίκο;
Εκτιμώ την καλαισθησία. Σημαίνει περισσότερα από το αισθητικό αποτέλεσμα που επιφέρει. Εκτιμώ επίσης τη συνέπεια στον ιδιαίτερο χαρακτήρα που κάθε εκδοτικός οίκος έχει επιλέξει για την ταυτότητά του.
Με τι κάνει ιδανικό ζευγάρι ένα βιβλίο;
Με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ιδιαίτερα αν πρόκειται για πολύωρη και μοναχική μετακίνηση (αν και το βιβλίο αποτελεί επίσης ένα έξοχο όχημα για να αποφύγει κανείς ενοχλητικούς συνταξιδιώτες). Με τη θάλασσα (όπου ο ήχος του νερού και η βοή των λουόμενων αποτελεί ένα ιδανικό soundtrack για την ανάγνωση). Κυρίως όμως με το κρεβάτι μου (η μεσημεριανή σιέστα είναι πλασμένη για το βιβλίο, όπως και η ευάλωτη εκείνη ώρα προτού παραδοθώ στα σκοτάδια του νυχτερινού ύπνου).
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Παλαιοβιβλιοπωλεία στα Εξάρχεια: Αφήστε Μας Εκεί!
Ιστορίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για Παιδιά και Εφήβους
Δημιουργική Γραφή με την Ειρήνη Δερμιτζάκη στην «Καταπactή»