Η ιστορία πάντα μπορεί να μας διδάξει, καθώς μπορεί να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή. Ασχολήθηκα για χρόνια με την ιστορία της Αθήνας του 19ου αιώνα, η οποία έχει τη δική της γοητεία, σε μια εποχή ιδιαίτερη σκληρή, με το ελληνικό κράτος να είναι μάλλον προτεκτοράτο, παρά ανεξάρτητο και αυτάρκες. Τι συνέβη, όμως, κατά την επιδημία χολέρας στα έτη 1854-55;
Η Αθήνα, μετά από αρκετές σκέψεις, έγινε τελικά πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Μέσα σε λίγα χρόνια, αποτέλεσε πόλο έλξης για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, φτωχών και πλούσιων, ντόπιων και Ελλήνων της διασποράς. Παράλληλα με τον “πυρετό” της ανοικοδόμησης, πολύ νωρίς, συγκεκριμένα το 1835, η Αθήνα επλήγη από τη χολέρα και τον ελώδη πυρετό εξαιτίας των κουνουπιών και του φυτού “φλόμος”, που σε συνδυασμό με τα στάσιμα νερά καθιστούσαν την ατμόσφαιρα της πόλης, αποπνικτική.
Σε καταγεγραμμένο πληθυσμό 12.706 κατοίκων, υπάρχουν 235 βεβαιωμένοι θάνατοι από την ασθένεια, ενώ 3 χρόνια αργότερα καταγράφηκαν 496 θάνατοι, εκ των οποίων τα 291 ήταν βρέφη. Τον Οκτώβριο του 1847 υπήρξε επιδημία ευλογιάς, όπως και τον Ιούνιο του 1849, ενώ η χολέρα εμφανίστηκε τον Ιούνιο του 1854 με 3.000 νεκρούς, και συνεχίστηκε μέχρι το 1855 με ακόμα τουλάχιστον 1.000 νεκρούς. Τα νούμερα αναφέρονται στις πηγές της εποχής και φυσικά είναι αδύνατο να επιβεβαιωθούν με ακρίβεια.
Πώς Έμοιαζε η Αθήνα της Εποχής;
Τη δεκαετία 1845-55 καταγράφονται πλέον στις πηγές ως εμπορικές οδοί η Αιόλου και η Αθηνάς. Η μικτή λειτουργία της αγοράς και η πολλαπλή χρήση του χώρου “όριζε” το γενικό εμπόριο να γίνεται μαζί με τα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία και τα εστιατόρια. Τα καταστήματα εξυπηρετούσαν στο ισόγειο, ενώ στον όροφο υπήρχαν τα εργαστήρια, τα ξενοδοχεία και οι κατοικίες.
Ειδικότερα, η οδός Αιόλου το 1845 ήταν ήδη πυκνοδομημένη για τα δεδομένα της πόλης, με διώροφα κτίρια, αποτελώντας σημείο αναφοράς, καθώς υπήρχαν καταστήματα, ξενοδοχεία, καφενεία και ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με την οδό Ερμού.
Ο νομικός και λογοτέχνης Εμμανουήλ Λυκούδης μας εξιστορεί γλαφυρά το παράδοξο της εποχής στην οδό Ερμού:
“…εις το ανώτερον τμήμα της οδού Ερμού, το από της Καπνικαρέας μέχρι της πλατείας Συντάγματος, εκεί όπου σήμερον δεσπόζει το κράτος της κομψής αμφιέσεως και όπου το αιωνίως φιλάρεσκον θήλυ πορεύεταιεις το καθημερινόν προσκύνημα των ιδιοτροπιών του συρμού, υπήρχον ακόμη μέχρι πεντήκοντα και έλαττον ίσως ετών μεταξύ άλλων εργαστηρίων και πρατηρίων και δυο τρία παντοπωλεία, εις τα πρόθυρα των οποίων το ρυπαρόν μπακαλόπουλον διελάλει -τι βεβήλωσις αλήθεια!- της μοσχομυρωδάτες σαρδέλες“.
Δέκα χρόνια νωρίτερα είχαν ξεκινήσει να λειτουργούν το πολιτικό νοσοκομείο το 1836 και το στρατιωτικό νοσοκομείο, στου Μακρυγιάννη, το 1837. Η μικτή χρήση του περιορισμένου αστικού χώρου υπενθύμιζε τη συνύπαρξη των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, την πενία και τον πλούτο στη νέα πόλη που ορίστηκε να έχει το ρόλο της πρωτεύουσας. Ουσιαστικά, οι φτωχοί περνούσαν απαρατήρητοι στο κέντρο της πόλης, καθώς αυτό αποτελούσε τον καινούργιο, υπό κατασκευή, αστικό χώρο. Στο κέντρο είχαν εγκατασταθεί ορισμένοι αστοί ομογενείς, οι πλούσιοι κτηματίες, οι αυλικοί και οι παλαιοί προύχοντες της πόλης.
Σύμφωνα με τον Άρη Κωνσταντινίδη τα νεοκλασικά κτίρια επιβλήθηκαν σε μια προσπάθεια συμβολικής επίδρασης, ενώ παράλληλα τα στοιχεία του λαϊκού σπιτιού που σχετίζονταν με το κλίμα, την πλαστικότητα του τοπίου και τη χρηστικότητα τοποθετήθηκαν χαμηλά στην κλίμακα αξιών, όπως ουσιαστικά τοποθετήθηκε και η πλατιά λαϊκή μάζα στο νέο σύστημα. Ενδιαφέρουσα είναι και η εύρεση παρόμοιων περιπτώσεων που θα βρούμε στις περιγραφές του Εμμανουήλ Ροΐδη, οι οποίες καταδεικνύουν τη στασιμότητα της πόλης, της αγοράς και της πολιτικής θέλησης για πρόοδο και εξέλιξη.
Το 1851 έγινε το πρώτο λιθοστρώσιμο σε 18 οδούς. Τοποθετήθηκαν 5 γέφυρες στη Σταδίου που παρέμενε ρέμα και 4 κρήνες στην Αδριανού, την Αθηνάς, την Κολοκοτρώνη, και πιθανά στη γωνία Αιόλου και Σταδίου. Με διατάγματα της Αμαλίας κατά τα έτη 1856-1858 έγιναν 30 διευθετήσεις και διαπλατύνσεις από 2,5 μέτρα σε 6 και από 5 μέτρα σε 8. Κατά τη διετία 1855-57 ανοίγεται η οδός Ευρυπίδου, ευθυγραμμίζεται η οδός Περικλέους και η οδός Καλαμίδος, ενώ φτιάχνονται οι πλατείες γύρω από την Καπνικαρέα και την Αγία Ειρήνη. Επί κυβερνήσεως Βούλγαρη και δημαρχίας Σκούφου κατασκευάζονται με δωρεά του Τοσίτσα και μελέτες του Γάλλου μηχανικού Daniel οι οδοί Ωδείου, Σταδίου, Σοφοκλέους, Βουλής, Θησέως, Φωκίωνος, Θρασύβουλου, Λυκούργου, Μιλτιάδου, Νικίου, Αριστοφάνους, Σωκράτους, Πανεπιστημίου, Νομισματοκοπείου, Χρυσοσπηλιωτίσσης, Ευρυπίδου, Σόλωνος , Χαβρίου, Πετράκη, Λεωχάρους, Κίμωνος, Κολοκοτρώνη, Απόλλωνος και Φιλελλήνων. Επίσης, συναντάμε πλέον τις πλατείες Θεάτρου, Εμπορικής Αγοράς και Ναυτικής Σχολής.
Παρά τις προσπάθειες, η αγορά, το παλαιό παζάρι, ήταν εστία ρυπαρότητας και πυρκαγιών. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι ήδη από το 1858 συζητείται η κατασκευή μιας νέας αγοράς. Το 1859 διακόπηκαν τα έργα οδοποιίας από τις αντιδράσεις των ιδιοκτητών εξαιτίας του ότι τα σπίτια τους δεν ήταν στο επίπεδο του δρόμου – άλλα βρίσκονταν πιο κάτω, άλλα πιο πάνω και ορισμένα στο επίπεδο του δρόμου.
Από το Ναυτικό Αποκλεισμό στην Επιδημία Χολέρας
Στο πρώτο τρίμηνο του 1850 η Ελλάδα και κατ’ επέκταση η Αθήνα βρέθηκαν υπό το ναυτικό αποκλεισμό της Αγγλίας, με αφορμή την επίθεση που έγινε 9 μήνες νωρίτερα, το Πάσχα του 1849, στον Πορτογάλο, εβραϊκής καταγωγής, πρέσβη της Αγγλίας, Δον Πατσίφικο. Αφορμή στάθηκε το έθιμο του “καψίματος του Ιούδα”, κάτι που ενόχλησε τον πρέσβη, ο οποίος ζήτησε και πέτυχε την παύση του. Μετά το ναυτικό αποκλεισμό, η χώρα βρέθηκε, το 1854, υπό κατοχή από τα αγγλογαλλικά στρατεύματα, εξαιτίας της στάσης του Βασιλιά Όθωνα στον Κριμαϊκό πόλεμο και την επιθυμία του να οργανώσει εκστρατεία στη Θεσσαλία.
Το πλήγμα για την πόλη και το εμπόριο σε μια περίοδο επτά ετών ανάμεσα στο 1850 και το 1857 ήταν καίριο, με την κατάσχεση των ελληνικών πλοίων, τον αποκλεισμό και την τριετή κατοχή, σε συνδυασμό με την εξάπλωση της χολέρας που ήταν η αιτία να χάσουν τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι από το 1854 ως το 1855 .
Η κατοχή διήρκησε από τις 13 Μαΐου του 1854 μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου του 1857 με τα ξένα στρατεύματα να στρατωνίζονται στον Πειραιά. Ο Όθων αναγκάστηκε να διακηρύξει την επόμενη ημέρα την ουδετερότητα της Ελλάδας να πάυσει την κυβέρνηση Κριεζή και κατ’ απαίτηση των Αγγλογάλλων να διορίσει νέο πρωθυπουργό τον έμπιστό τους Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Για τη στάση των στρατευμάτων κατοχής είναι ενδεικτική η αφήγηση του Στασινόπουλου στην “Ιστορία των Αθηνών” όπου περιγράφει τη συχνή έλευση γαλλικών στρατευμάτων στην πλατεία Ανακτόρων, την οποία βρώμιζαν. Στις διαμαρτυρίες των εφημερίδων “Ελπίς” και “Αιών”, οι Γάλλοι απάντησαν με συλλήψεις και καταστροφές του εξοπλισμού των τυπογραφείων.
Η χολέρα που ξεκίνησε στον Πειραιά και εξαπλώθηκε στην πρωτεύουσα είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν τα καταστήματα μέχρι να κοπάσει η ένταση της, οι πολίτες να μην κυκλοφορούν στους δρόμους και οι εκατοντάδες νεκροί να θάβονται σε ομαδικούς τάφους από “εργολάβους” που είχαν τοποθετήσει οι Γάλλοι. Οι αναφορές που βρήκαμε κάνουν λόγο για μια επιδημία που ξεκίνησε από τα στρατεύματα στον Πειραιά, τα οποία αποδεκατίστηκαν. Ο ίδιος καταγράφει ότι επειδή αυτοί οι εργολάβοι ήταν συνήθως κακοποιά και τυχοδιωκτικά στοιχεία, ανέλαβαν με υψηλή αμοιβή να κάνουν την εργασία της ταφής. Από αυτούς θρυλείται ότι έμεινε και η έκφραση “Μόρτης” εκ του γαλλικού mort που σημαίνει πεθαμένος.
Στον Πειραιά, με εντολή του Όθωνα είχε συσταθεί προσωρινό Λοιμοκαθαρτήριο στη θέση “Τάφος του Θεμιστοκλέους” με σκοπό να αντιμετωπιστεί η χολέρα. Να σημειώσουμε ότι ο Πειραιάς του 1855 ήταν, πέρα από λιμάνι, μια έρημη και άγονη ζώνη. Το Μάιο του 1855 θα γίνει και η περίφημη απαγωγή των Γάλλων αξιωματικών από το λήσταρχο Νταβέλη, ο οποίος θα πάρει τα λύτρα και θα γίνει θρύλος, καθώς ο λαός τον θεώρησε τιμωρό των κατοχικών δυνάμεων. Ένα χρόνο αργότερα θα σκοτωθεί σε συμπλοκή.
Οι Αθηναίοι και οι Πειραιώτες προσπάθησαν να διαφύγουν προς τα σημερινά βόρεια προάστια, προς την Αίγινα, τη Σύρο, που τότε ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο. Με τον τρόπο αυτό διέσπειραν ακόμα περισσότερο την επιδημία. Η αστυνομία απαγόρευσε κάθε δραστηριότητα, η εκκλησία επέμεινε να κάνει λιτανείες και μόνο μέσο αντιμετώπισης φαινόταν ότι ήταν η φωτιά. Οι συμμορίες άρπαζαν ότι έβρισκαν από τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και για 1,5 περίπου χρόνο, μέχρι να κοπάσει η επιδημία, η πόλη, επιεικώς ας πούμε, ότι υπολειτουργούσε.
Μετά το πέρασμα της επιδημίας και τη σταδιακή αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων το 1857, ξεκίνησαν τα έργα βελτίωσης των συνθηκών που επικρατούσαν στην πόλη και προαναφέραμε. Οι κλυδωνισμοί, όμως, σε πολιτικό επίπεδο ήταν μεγάλοι και συχνοί, με αλλαγές κυβερνήσεων, εξεγέρσεις και κινήματα που τελικά οδήγησαν τον Όθωνα και την Αμαλία στη φυγή από την Ελλάδα, στις 23 Οκτωβρίου 1862, με το αγγλικό πολεμικό Σκύλλα.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών: Κλικ στην Ψηφιακή Εποχή για τα 50 χρόνια Λειτουργίας