Γιατί οι Ιρλανδοί Ψήφισαν «Όχι»;

Ιρλανδία

Δύο δημοψηφίσματα στην Ιρλανδία που, εν πρώτοις, έδιναν την εντύπωση ότι θα καταλήξουν σε θετικό αποτέλεσμα, πήραν άλλη τροπή. Η ιρλανδική κυβέρνηση θεώρησε ιδανική ημερομηνία διεξαγωγής τους την Ημέρα της Γυναίκας, στις 8 Μαρτίου, για την ιδιαίτερη συμβολική αξία που θα έδινε στην απόφασή της να τροποποιήσει δύο αναχρονιστικά άρθρα του Συντάγματος. Όπως δήλωνε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός της χώρας Leo Varadkar, σκοπός ήταν «να διαγράψει μια γλώσσα παλαιών αρχών αλλά και σεξιστική για τις γυναίκες», η οποία είχε θεσμοθετηθεί το μακρινό 1937.

Οι πολίτες, τελικά, ψήφισαν «όχι – όχι», το Σύνταγμα παρέμεινε ως είχε και η κυβέρνηση αλλά και οι πολιτικοί αναλυτές ψάχνουν πίσω από τις γραμμές να βρουν τις αιτίες.

Η πρώτη τροπολογία αφορούσε τον ορισμό της οικογένειας, ο οποίος συνταγματικά συνδέεται με τον θεσμό του γάμου. Η τροπολογία εισήγε στον ορισμό του γάμου και τις «μόνιμες σχέσεις», όπως τα ανύπαντρα ζευγάρια ή τις μονογονεϊκές οικογένειες. Με λίγα λόγια, οι πολίτες θα αποφάσιζαν κατά πόσο οι επιπτώσεις που συνεπιφέρει αυτού του είδους η ένωση ανθρώπων ισχύουν και σε άλλες περιπτώσεις κοινής ζωής.

Η δεύτερη τροπολογία διέγραφε δύο εκφράσεις που όριζαν τη γυναίκα ως υπεύθυνη για τη φροντίδα των μελών της οικογένειας στο σπίτι. Στο ισχύον διάταγμα αναφέρεται «ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να αναγκάζονται να πηγαίνουν για δουλειά παραμελώντας τις δουλειές στο σπίτι», ενώ τώρα αναγνωριζόταν η φροντίδα που παρέχεται από όλα τα μέλη της οικογένειας.

Για την πρώτη, την «Οικογενειακή Τροπολογία», οι πολίτες ψήφισαν «όχι» σε ποσοστό 67,69% έναντι 32,31%. Στην «Τροπολογία Μέριμνας» ψήφισαν «όχι» σε ποσοστό 73,93% έναντι 26,07% – η μεγαλύτερη ήττα μιας τροπολογίας στην ιρλανδική συνταγματική ιστορία.

Αλήθεια, πώς συνέβη αυτό στην Ιρλανδία; Αν ανατρέξουμε λίγο στην πρόσφατη ιστορία της, θα δούμε εντυπωσιακές προσπάθειες να λειτουργήσει εκτός της στενής «επιτήρησης» της Καθολικής Εκκλησίας.

Η αρχή έγινε το 1995, όταν οι πολίτες ψήφισαν για την άρση της συνταγματικής απαγόρευσης του διαζυγίου. Το 2015, ο συνταγματικά αναγνωρισμένος θεσμός του γάμου, στον οποίο βασίζεται η οικογένεια, επεκτάθηκε στα ομόφυλα ζευγάρια –η πρώτη χώρα που τον αναγνώρισε–, ενώ την ίδια χρονιά ψηφίστηκε, χωρίς απρόοπτα, ο νόμος για την αναγνώριση του φύλου, επιτρέποντας στα τρανς άτομα να υποβάλουν αίτηση για να αναγνωριστεί νομικά από το κράτος το φύλο που προτιμούν. Και, τέλος, τρία χρόνια αργότερα, η χώρα είχε ανατρέψει πλήρως τη συνταγματική απαγόρευση των αμβλώσεων.

Γιατί, άραγε, οι πολίτες ψήφισαν να παραμείνουν άρθρα που κηρύσσουν τον γάμο ως προϋπόθεση για κάθε οικογένεια και θεωρούν αξιακή υπόσταση των γυναικών εκείνη που απορρέει από την εκτέλεση των «καθηκόντων στο σπίτι»; Αντιλήψεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα της Ιρλανδίας σήμερα, όπου τα δύο πέμπτα των παιδιών γεννιούνται εκτός γάμου και οι περισσότερες γυναίκες εργάζονται εκτός σπιτιού;

Πώς το «Ναι» Έγινε «Όχι»

Ιρλανδία

Και ενώ όλα τα μεγάλα κόμματα της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης υποστήριζαν την ετυμηγορία «ναι – ναι» στις δύο προτεινόμενες τροπολογίες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το #VoteNoNo ήταν ηχηρό.

Η κατάσταση είναι περίπλοκη και οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν όχι σε ένα πισωγύρισμα αντιλήψεων των Ιρλανδών, αλλά σε μια κακή προεκλογική εκστρατεία –που κατάφερε να φέρει μόλις το 44% των πολιτών στις κάλπες–, η οποία δεν έπεισε για τις προθέσεις της και, εκτός των άλλων, δημιούργησε πρόσθετους φόβους.

Αν και έγινε προσπάθεια να αποκρουστούν οι προειδοποιήσεις των ακροδεξιών ότι οι παραδοσιακές καθολικές οικογενειακές αξίες αντικαθίστανται από «woke-ish waffle», η ασάφεια των τροπολογιών ήταν προκλητική για μεγάλο μέρος, όπως αποδείχτηκε, των πολιτών. Η κυβέρνηση παρέλειψε να αποσαφηνίσει, για παράδειγμα, τι θα σήμαινε ο όρος «μόνιμες σχέσεις» σε πιθανές νομικές διαμάχες, ενισχύοντας τους φόβους ότι τα κληρονομικά δικαιώματα θα μπορούσαν να καταστούν πεδίο μάχης με πρώην συζύγους, συντρόφους ή άλλες σχέσεις. Ή τι θα σήμαινε για το μεταναστευτικό δίκαιο όταν θα χρειαζόταν να αποδείξει κάποιος ότι είναι μέλος της οικογένειας κατά τις επανενώσεις, κάτι που πιθανόν να ενίσχυε τις ροές προς τη χώρα.

Από την άλλη, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ευάλωτων ατόμων έκαναν εκστρατεία ενάντια στις τροπολογίες, επειδή το κράτος άφηνε την οικογένεια υπεύθυνη για τη φροντίδα, ενώ το ίδιο κάνει πολιτική στην πλάτη τους, χωρίς να αναλαμβάνει τη δική του ευθύνη. Καταλόγιζαν επίσης στην κυβέρνηση ότι γύρισε την πλάτη στον δημόσιο διάλογο και σε συστάσεις που προέκριναν συνελεύσεις πολιτών και κοινοβουλευτικές επιτροπές.

«Φαινόταν να μην ενδιαφέρεται καθόλου η κυβέρνηση να ακούσει τις ανησυχίες για τη διατύπωση, επιδεικνύοντας ίσως και λίγη αλαζονεία πιστεύοντας ότι οι ψηφοφόροι θα παρασυρθούν σε ένα κύμα φεμινισμού κατά την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας και απλώς θα εγκρίνουν τα δύο δημοψηφίσματα», είπε η Laura Cahillane, αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λίμερικ, και πως «Όταν οι άνθρωποι είναι μπερδεμένοι, πιο πιθανό είναι να απορρίψουν την αλλαγή».

Και στην ερώτηση γιατί να ενδιαφέρουν τα αποτελέσματα δύο δημοψηφισμάτων στην Ιρλανδία που αφορούν τροπολογίες του Συντάγματός της, η απάντηση θα μπορούσε να είναι πως αποτελούν ένα σπουδαίο μάθημα που πιθανόν αφορά κάθε δυτική χώρα.
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

H Δέσποινα Ράμμου διορθώνει και επιμελείται τα κείμενα της αθηΝΕΑς. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως διευθύντρια σύνταξης στην παιδική έκδοση της Καθημερινής, «Οι Ερευνητές Πάνε Παντού», και ως αρχισυντάκτρια στο περιοδικό GEO. Έχει συνεργαστεί ως επιμελήτρια κειμένων με περιοδικά και εκδοτικούς οίκους. Θεωρεί πως οι ωραίες ιστορίες αξίζει να ειπωθούν τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+