Προσφάτως είδα την «Ανθρώπινη Φωνή» του Jean Cocteau σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο θέατρο Μικρό Χορν. Ομολογώ ότι αυτό που κυρίως ηχούσε στα αφτιά μου μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου ήταν η χαρακτηριστική φωνή της Λουκίας Μιχαλοπούλου.
Θεωρώ πως η φωνή κάθε ανθρώπου αφήνει ένα ξεχωριστό αποτύπωμα της προσωπικότητάς του. Στην παράσταση, η φωνή της πρωταγωνίστριας Λουκίας Μιχαλοπούλου αναδεικνύει τον συγκινητικό μονόλογο του Γάλλου δημιουργού, ενώ η σκηνοθετική ματιά του Νικορέστη Χανιωτάκη υποστηρίζει την επιθυμία μιας γυναίκας που παλεύει με πάθος για το άτομο που αγαπά, μιας γυναίκας δειλής και τολμηρής ταυτόχρονα, που αντέχει να γελάει και να κλαίει την ίδια στιγμή.
Ο Jean Cocteau έγραψε την «Ανθρώπινη Φωνή» το 1928, δίνοντας τον λόγο σε μια γυναίκα που βιώνει την απώλεια μέσα από έναν απελπισμένο έρωτα, ο οποίος την οδηγεί σε αδιέξοδο και σε καταιγίδα έντονων συναισθημάτων. Το έργο διαπνέεται από τα συναισθήματα της εγκατάλειψης, της προδοσίας, της λατρείας, του πάθους, της απόρριψης και του αδιέξοδου των σχέσεων.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου είναι απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν. Το 2011 τιμήθηκε με το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» για τις ερμηνείες στα έργα «Τόκος» του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή και «Η Κυρία από τη Θάλασσα» του Henrik Ibsen σε σκηνοθεσία Eirik Stuboe. Δείγμα της δουλειάς της στο θέατρο είναι και οι παραστάσεις «Φεγγίτης» (2018), «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» (2019), «Ο Θεός της Σφαγής» (2016), «Αντιγόνη» (2020). Συμμετείχε επίσης στην ταινία «Hommage».
Οι καλλιτεχνικές επιλογές της συνδέονται άμεσα με την εκτίμηση και τον σεβασμό που τρέφει για σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Μίμης Κουγιουμτζής, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Στάθης Λιβαθινός, η Ρούλα Πατεράκη, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ο Θέμης Μουμουλίδης, η Ελένη Σκότη και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Μέσα από τη συνέντευξή μας αισθάνθηκα πως η Λουκία Μιχαλοπούλου δεν φοβάται να εκτεθεί, εκφράζοντας τις απόψεις και τα συναισθήματά της ακόμη και όταν τη δυσκολεύουν.
Πώς αισθάνεσαι που βρίσκεσαι μόνη επί σκηνής;
Δεν είμαι ακριβώς μόνη. Η βασική ιδέα είναι ότι οι θεατές δεν είναι απέναντί μου αλλά μέρος αυτού του πειράματος. Να εξηγήσω γιατί το ονομάζω πείραμα.
«Με άλλα λόγια, το πείραμα ήταν να μη φοβηθώ να εκτεθώ. […] Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να είμαι αληθινά εκτεθειμένη».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αρκετά απαιτητικό να έχεις τον έλεγχο και την ενέργεια όλης της παράστασης. Εξάλλου, αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα! Η μεγάλη δυσκολία δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι το έργο είναι μονόλογος. Το να καταφέρω να παραμείνω ειλικρινής με τον εαυτό μου ‒σε σχέση με αυτό που κυρίως έχω να αντιμετωπίσω‒ και να μείνω συγκεντρωμένη στον πρωταρχικό στόχο είναι το εξουθενωτικό.
Με άλλα λόγια, το πείραμα ήταν να μη φοβηθώ να εκτεθώ. Οι ηθοποιοί έχουμε τη ματαιοδοξία να ανταποκρινόμαστε όταν βρισκόμαστε στη σκηνή. Αν σε μια ζυγαριά υπερισχύει η ιδέα αυτής της ματαιοδοξίας και δεν κλίνει προς την άλλη πλευρά, που χρειάζεται να ρισκάρεις για να βγει το ποθητό αποτέλεσμα, τότε δεν έχει νόημα.
Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να είμαι αληθινά εκτεθειμένη. Σε αυτήν τη δουλειά με ενδιαφέρει να μπορώ να φεύγω από τις γνωστές μου περιοχές, τις νόρμες μου, τις ευκολίες μου. Στόχος μου δεν ήταν να μπω σε αυτό το μονοπάτι.
Θέλω πραγματικά να βρεθώ εκτός ισορροπίας. Να μη βγαίνει η εμπειρία μιας ηθοποιού, αλλά με την ερμηνεία μου ο θεατής να αναρωτιέται «τώρα αυτό που βλέπουμε είναι αλήθεια;». Η αίσθηση ότι είμαστε μαζί απέναντι σε αυτή την κατάσταση συμπεριλαμβάνεται στο πείραμα.
Όταν σε βλέπει κάποιος επί σκηνής σκέφτεται αυτομάτως πως μπορεί, πράγματι, να έχεις βρεθεί στην κατάσταση που βιώνει η ηρωίδα. Πόσο εύκολο είναι να αποδώσεις έναν ρόλο όταν δεν τυχαίνει να έχεις μια αντίστοιχη στιγμή στη δική σου ζωή;
Δεν μπορώ να σου πω για την προδοσία που βιώνω στο έργο. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την απώλεια και τον αποχαιρετισμό. Για κάτι που αγαπάς πολύ και που τελικά το χάνεις. Το έχω βιώσει με τον φυσικό θάνατο, αλλά και με ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή μου με βίαιο τρόπο ή που αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω συνθηκών.
Οπότε μπορώ να μιλήσω γι’ αυτόν τον αποχαιρετισμό, ο οποίος είναι πολύ δύσκολος και πολύ σκοτεινός, όπως για την ηρωίδα στο μονόπρακτο του Cocteau. Δεν μπορεί να παραλειφθεί επίσης το γεγονός ότι, παρόλο που αυτοί οι άνθρωποι είχαν αγαπηθεί πάρα πολύ, ήξεραν εξαρχής πως έμπαιναν σε μια δύσκολη σχέση που είχε ημερομηνία λήξης. Σε αυτό το σημείο δεν μας δίνει αρκετά στοιχεία ο συγγραφέας, κάτι και είναι πολύ έξυπνο, διότι αφήνει πολλά πεδία ανοιχτά ώστε να φανταστεί καθένας ό,τι θέλει.
Το μόνο ευδιάκριτο στοιχείο είναι ότι αυτή η σχέση έμοιαζε από την αρχή κάπως προβληματική και ότι κάποια στιγμή θα τελείωνε. Συνεπώς, δεν νιώθει ακριβώς προδομένη, καθώς ήξερε και έβλεπε ότι αυτός ο κύκλος κλείνει και τελειώνει.
Οπότε πενθεί, θρηνεί γιατί αυτός ο άνδρας ήταν όλη της η ζωή και μάλλον μοιάζει για εκείνη ‒όταν φεύγει‒ σαν ένα game over. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει μετά, αλλά εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ότι ζούσε κάτι που μοιάζει να έδινε ή να δίνει ακόμα νόημα στη ζωή της και ότι αυτό ξαφνικά διακόπτεται.
Εύκολα λοιπόν μπορούμε να πούμε πόσο σκοτεινός και δύσκολος είναι ο χωρισμός/αποχωρισμός. Μια θετική εικόνα, μέσα από αυτό που βίωνε η περίεργη σχέση τους τη δεδομένη στιγμή, ήταν ότι είχε ποτιστεί με πολλή αγάπη. Αυτό φαίνεται στους διαλόγους. Το παράδοξο είναι ότι, παρόλο που έχει έρθει το τέλος, δεν υπάρχει ίχνος τοξικότητας μεταξύ τους.
Πόσο συχνά το βλέπουμε στη σημερινή εποχή αυτό; Αντέχουν να λένε αλήθειες τα ζευγάρια ή αυτόματα αλλάζουν συντρόφους, ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια μακροχρόνιας συμβίωσης;
Ζούμε σε μια εποχή που μας έχει εκπαιδεύσει στο ότι η τοξικότητα είναι αποδεκτή και ότι είναι φυσικό να αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μας. Στο έργο ο Jean Cocteau λέει ότι ακόμα και σε μια κατάσταση που άνθρωποι οι οποίοι έχουν αγαπηθεί πολύ βιώνουν το τέλος της σχέσης τους μπορεί να μην υπάρχει τίποτε τοξικό.
Η σημερινή εποχή δεν το επιτρέπει καθόλου αυτό. Δεν επιτρέπει και κάτι άλλο, το οποίο με συγκίνησε και με έπεισε να υποδυθώ αυτόν τον ρόλο: τη φοβερή αφοσίωση που έχει αυτή γυναίκα σε αυτόν τον άνδρα. Αυτή θεωρώ είναι και μια από τις αντιξοότητες της εποχής, η οποία δεν μας επιτρέπει να αφοσιωθούμε σε έναν άνθρωπο, να εστιάσουμε σε κάτι ή να έχουμε ένα συγκεκριμένο όραμα.
Οπότε, νομίζω ότι ο μεγαλύτερος ιός της εποχής μας είναι το ότι δεν μπορούμε να συνδεθούμε και να παραμείνουμε αφοσιωμένοι σε κάτι ή κάποιον για πολλά χρόνια. Παράλληλα, έχουμε αποδεχτεί την τοξικότητα ως μέρος της ζωής μας, θεωρώντας το αυτονόητο, δυστυχώς.
«Ακόμη ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ίδιο ερώτημα. Η τεχνολογία τελικά μας φέρνει κοντά ή μας απομακρύνει;»
Προσωπικά, δεν μπορώ να ασχοληθώ με κάποιον ή κάτι χωρίς να επικεντρωθώ αποκλειστικά σε αυτό. Επομένως, αντιλαμβάνομαι πολύ καλά το κοινό σημείο που με συνδέει με αυτή τη γυναίκα και νιώθω οικεία μαζί της. Χωρίς, όμως, να έχω βιώσει ακριβώς αυτό που θεωρείται προδοσία στην παράσταση.
Πόσο εύκολο είναι να είσαι ειλικρινής μέσω τηλεφώνου; Για εκείνη την εποχή αποτέλεσε καινοτομία η τεχνολογία του τηλεφώνου. Πόσο μένουν απόλυτα ειλικρινή τα ζευγάρια πίσω από μια συσκευή, ειδικά σήμερα;
Ο Cocteau ήταν πραγματικά πρωτοπόρος με αυτό το κείμενο. Ακόμη ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ίδιο ερώτημα. Η τεχνολογία τελικά μας φέρνει κοντά ή μας απομακρύνει; Σίγουρα είναι μεγάλο δώρο το να επικοινωνείς με τον άλλο ανά πάσα ώρα ή στην άλλη άκρη της Γης, αλλά συγχρόνως μπορεί να είναι παγίδα.
Παγίδα, γιατί πολύ εύκολα μπορείς να κρυφτείς πίσω από αυτό. Ενώ ένα βλέμμα μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Όπως λέω στην παράσταση, «κάποτε όταν του ενός βλέπανε τα μάτια του άλλου μπορούσες να κάνεις τρέλες και να ξεχάσεις τις υποσχέσεις που έχεις δώσει. Να τολμήσεις δυνατά να πείσεις εκείνον που λατρεύεις με μια σφιχτή αγκαλιά ή με ένα φιλί».
Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η ανθρώπινη επαφή δεν μπορεί να αντικατασταθεί, πόσο μάλλον να κρυφτείς πίσω από αυτή.
Επί σκηνής είναι αρκετές οι στιγμές που δείχνω έναν ψεύτικο χαρακτήρα, νιώθοντας πως μπορώ να το κάνω πίσω από μια συσκευή, παρουσιάζοντας τον εαυτό μου ότι είναι μια χαρά. Όταν ανακαλύπτω ότι και εκείνος μου λέει ψέματα, τότε το τοπίο αρχίζει και θολώνει.
«Οι περισσότεροι νιώθουν ασφαλείς πίσω από την ιδεολογία των πολλαπλών επιλογών».
Αντιλαμβάνομαι ότι οι αλήθειες που κάποτε στήριζαν τη σχέση ξαφνικά ξεθωριάζουν. Τότε είναι που αισθανόμαστε πως χάνουμε αυτή την πολύτιμη ευκαιρία που είχαμε και μεταλλασσόμαστε σε κάτι άλλο. Τότε έρχεται και η ανατροπή μέσα μας.
Μια γυναίκα στη σημερινή εποχή θα έφτανε πιστεύεις σε παρόμοια κατάσταση;
Καθημερινά δίνουμε μια μεγάλη μάχη για να είμαστε ειλικρινείς στις σχέσεις μας. Υπάρχει μεγάλος φόβος να εκτεθούμε και να δείξουμε τα τρωτά μας σημεία. Δεν πιστεύω πως αυτό δεν αντιπροσωπεύει μια εποχή αλλά ένα είδος.
Πολλές γυναίκες, αλλά και άνδρες, μου έχουν πει ότι έχουν βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση. Ενδεχομένως αυτό που επικρατεί είναι ότι οι περισσότεροι δεν θα έμπαιναν σε μια σχέση που θα ήξεραν εκ των προτέρων πως οδηγεί σε αδιέξοδο.
Η τάση είναι να υπάρχουν πολλά ανοιχτά παράθυρα, ώστε αντίστοιχα να υπάρχουν και πολλοί διέξοδοι. Ίσως αυτό να δείχνει πόσο ανασφαλείς είμαστε και πόσο δεν θέλουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια ριψοκίνδυνη κατάσταση.
Το λυπηρό συγκριτικά με παλιότερα είναι ότι όλο και σπανιότερα υπάρχει η διάθεση για το μοναδικό. Για τη θέση που έπαιρνε αυτός ο ένας ή η μία στην καρδιά μας. Οι περισσότεροι νιώθουν ασφαλείς πίσω από την ιδεολογία των πολλαπλών επιλογών.
Τελικά η ηρωίδα είναι αδύναμη ή γενναία; Πόσο εύκολα ξεχνάς την αξία της ζωής όταν είσαι ολοκληρωτικά ερωτευμένος;
Θεωρώ ότι είναι τρομερά γενναία. Να εκτίθεσαι και να εκφράζεις με ειλικρίνεια ότι ο άλλος είναι όλη σου η ζωή μόνο γενναίο μπορεί να είναι.
Σίγουρα, όταν επενδύεις συναισθηματικά, μπορεί να συμβεί να έχεις απώλειες ή και να πληγωθείς. Έχει ρίσκο το να ζεις ολοκληρωτικά έναν έρωτα. Γι’ αυτό είναι γενναίο και αληθινό. Πράγματι, δεν προφυλάσσεσαι. Αυτή είναι και η μαγεία.
Έχεις κάποιο μότο για τη ζωή ή τις σχέσεις;
Δεν νομίζω ότι έχω κάποιο συγκεκριμένο μότο. Η μεγάλη μου αγωνία είναι να μη χάσω την ανάγκη μου να πιστεύω σε κάτι.
Σε ευχαριστώ πολύ, Λουκία…
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Μύθοι, Φύση και Πικρές Αλήθειες | Είδαμε το Axis Mundi στο Bios
Το «Σπιρτόκουτο, The Musical» Άφησε το Αποτύπωμά του
Είδαμε το «Χορεύετε;» στο Θέατρο Τζένη Καρέζη