Ίσως μέχρι τώρα να έχετε ακούσει για τη “νίκη” των διαδηλωτών, ακτιβιστών και τοπικών πολιτικών στη Νέα Υόρκη επί της “επέλασης” της Amazon, που σχεδίαζε να χτίσει μια δεύτερη έδρα στη γειτονιά Long Island City στο Queens της Νέας Υόρκης. Το νέο campus είχε υπολογιστεί ότι θα δημιουργούσε γύρω στις 25.000 νέες θέσεις εργασίας, θα κόστιζε όμως στις αρχές σχεδόν 3 δισ. δολάρια, κυρίως σε φοροαπαλλαγές, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση μέρους της τοπικής κοινωνίας.
Χάνει η Amazon ή η Νέα Υόρκη;
“Έπειτα από σκέψη και διαβούλευση, αποφασίσαμε να μη προχωρήσουμε στην υλοποίηση των σχεδίων μας για γραφεία στο Long Island City στο Queens. Οι δημοσκοπήσεις είχαν δείξει πως 7 στους 10 Νεοϋορκέζους ήθελαν τις επενδύσεις μας. Αλλά ορισμένοι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες έκαναν σαφές πως αντιτίθενται στην παρουσία μας […] και πως δεν θα συνεργάζονταν μαζί μας για να οικοδομήσουμε το είδος εκείνο της σχέσης που χρειαζόταν για να υλοποιήσουμε όσα είχαμε οραματιστεί”, αναφέρει μεταξύ άλλων στην ανακοίνωσή της η Amazon. Γράφονται πολλά για το ποιος έχει την ευθύνη για την κατάρρευση της συμφωνίας, την οποία είχαν στηρίξει τόσο ο κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης Andrew Cuomo, όσο και ο δήμαρχος της πόλης Bill De Blasio – αμφότεροι Δημοκρατικοί, με τον De Blasio μάλιστα να εμφανίζει τον εαυτό του ως φυσικό ηγέτη μιας νέας φουρνιάς προοδευτικών πολιτικών του κόμματος.
Υπάρχουν τρόποι οι αρχές να εξασφαλίσουν, στο βαθμό που αυτό δεν λειτουργεί αποτρεπτικά σε μία επένδυση, δημιουργικούς τρόπους ώστε τα οφέλη να διαχυθούν. Αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα μιας αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης.
Στον απόηχο της απόφασης, κάποιοι απ’ τους πρωτεργάτες των αντιδράσεων, όπως ο ομογενής πολιτειακός γερουσιαστής Michael Gianaris εξηγούν ότι “η Amazon δεν είναι πιο μεγάλη από τη Νέα Υόρκη”, υποστηρίζοντας ότι είναι η εταιρεία εκείνη που βγαίνει χαμένη από το ναυάγιο. Έχει όμως κανείς αμφιβολία ότι η Amazon, η μεγαλύτερη εταιρεία διαδικτυακού λιανεμπορίου παγκοσμίως, θα βρει μια άλλη πόλη να φτιάξει το νέο της campus; “Η σημερινή συμπεριφορά της Amazon δείχνει γιατί θα ήταν κακός συνεργάτης για τη Νέα Υόρκη σε κάθε περίπτωση”, συμπλήρωσε ο Gianaris. Όμως, όπως καλά γνωρίζουμε εδώ στην Ελλάδα, το να επιτίθεται η πολιτεία σε έναν δυνητικό επενδυτή στέλνει μήνυμα και σε άλλους δυνητικούς επενδυτές, ιδιαίτερα σε εποχές μεγάλου ανταγωνισμού.
Αν οι Νεοϋορκέζοι στην πλειοψηφία τους ήθελαν την επένδυση, ήταν γιατί η περιοχή στην οποία θα προχωρούσε έχει ανάγκη από αστική ανάπλαση, οι κάτοικοί της έχουν ανάγκη από θέσεις εργασίας. Τελικά, τη νύφη κινδυνεύουν να την πληρώσουν οι τελευταίοι, όταν τα πλακάτ αποσυρθούν κι ο πυρετός της “νίκης” καταλαγιάσει. Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το φαινόμενο του gentrification είναι πραγματικό. Όταν μια περιοχή αναβαθμίζεται, το κόστος ζωής ανεβαίνει κι αυτό. Επίσης, πολλοί κάτοικοι, ιδιαίτερα οι πιο ανειδίκευτοι εξ αυτών, ούτε μπορούν να διεκδικήσουν τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται, ούτε μπορούν να αντέξουν το κόστος ζωής, έτσι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Η πολιτεία έχει πράγματι υποχρέωση να προστατεύσει τους πιο αδύναμους. Το να θεωρούμε όμως ότι όταν μια περιοχή αναβαθμίζεται, τα οφέλη αναγκαστικά θα τα καρπωθούν μόνο οι μεγάλοι είναι απλοϊκό. Υπάρχουν τρόποι οι αρχές να εξασφαλίσουν, στο βαθμό που αυτό δεν λειτουργεί αποτρεπτικά σε μία επένδυση, δημιουργικούς τρόπους ώστε τα οφέλη να διαχυθούν. Αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα μιας αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης. Το γεγονός ότι η Amazon αποχώρησε αιφνιδιαστικά από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν αποτελεί νίκη για τους κατοίκους της περιοχής. Νίκη θα αποτελούσε να επιτύγχαναν οι εκπρόσωποι των τελευταίων μια καλύτερη συμφωνία. Αντ’ αυτού, αυτό που πέτυχαν είναι μια φτωχή γειτονιά να παραμείνει για την ώρα φτωχή.
Δαβίδ Εναντίον Γολιάθ
“Όλα είναι δυνατά: σήμερα ήταν η ημέρα που μια ομάδα αφοσιωμένων, καθημερινών Νεοϋορκέζων […] νίκησαν την εταιρική απληστία της Amazon, την εκμετάλλευση των εργαζομένων της και τη δύναμη του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο”, έσπευσε να δηλώσει μέσω Twitter η βουλευτής της Νέας Υόρκης Alexandria Ocasio-Cortez, το νεότερο μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, το αστέρι της οποίας λάμπει όλο και πιο φωτεινό τους τελευταίους μήνες. Όταν μάλιστα ερωτήθηκε για τις χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα ερχόταν στην περιοχή, αποκρίθηκε ότι για τις δουλειές αυτές “θα πλήρωνε η ίδια η πόλη”. “Αν ήμασταν πρόθυμοι να δώσουμε στην Amazon 3 δισ. δολάρια γι’ αυτή τη συμφωνία, θα μπορούσαμε να επενδύσουμε αυτά τα 3 δισ. δολάρια στην περιοχή μας.” Είχε δε και ιδέες για το πού να πάνε τα χρήματα. “Θα μπορούσαμε να προσλάβουμε περισσότερους δασκάλους, να διορθώσουμε τον υπόγειο σιδηρόδρομο, να βάλουμε πολλούς ανθρώπους να δουλέψουν”.
Ποιος άραγε δεν θέλει καλύτερες συγκοινωνίες, περισσότερους δασκάλους, παραπάνω δουλειές; Το μόνο πρόβλημα; Τα χρήματα στα οποία αναφέρεται η Ocasio-Cortez δεν υπάρχουν σε κάποιο μαγικό θησαυροφυλάκιο αυτή τη στιγμή. Έχουν να κάνουν με μελλοντικές ροές εσόδων, από τις οποίες συμφωνούσαν να παραιτηθούν οι τοπικές αρχές, ροές που προφανώς, αν δεν προχωρήσει η επένδυση -κι αν δεν αντικατασταθεί από άλλες- δεν θα υφίστανται. Άλλη μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια; Οι περίφημες φοροαπαλλαγές που παρουσιάστηκαν ως δέλεαρ που προσφέρθηκε ειδικά στην Amazon για να έρθει στη Νέα Υόρκη, στην πλειονότητά τους (2,5 από τα 3 δισ.) αφορούν φοροαπαλλαγές που θα ήταν διαθέσιμες από την τοπική νομοθεσία έτσι κι αλλιώς, σε οποιαδήποτε εταιρεία ήταν διατεθειμένη να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να προβεί σε τέτοιας έκτασης οικοδομικές εργασίες στην περιοχή.
Και κάτι ακόμα: το γεγονός ότι οι εταιρείες, προεξέχουσας της Amazon που πλήρωσε το 2018 μηδενικούς(!) ομοσπονδιακούς φόρους, δεν φορολογούνται επαρκώς στην Αμερική του Donald Trump είναι μια πραγματικότητα που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα, προστατεύοντας δυσανάλογα τους μεγάλους εις βάρος των μικρών. Αυτό αποτελεί σοβαρή αποτυχία του συστήματος, αφορά όμως την ομοσπονδιακή φορολογία και δεν αλλάζει είτε η Amazon φτιάξει τη δεύτερη έδρα της στη Νέα Υόρκη είτε όχι.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς την έλξη που ασκούν οι εύκολες υποσχέσεις, οι προφανείς εχθροί, οι ηθικοπλαστικές κριτικές, αν ζει στην Ελλάδα του 2019. Σε αντίθεση με τους φίλους μας στις ΗΠΑ και αλλού, που στη φάση αυτή βλέπουν τη ριζοσπαστική αριστερά να κάνει comeback, εμείς το comeback το βιώσαμε σε όλο του το μεγαλείο την τελευταία τετραετία. Όπως άλλωστε έχουμε βιώσει και τη ζημιά που κάνει η αντιπάθεια προς επενδύσεις και επενδυτές στην πραγματική οικονομία.