Πριν από χρόνια, στο πανεπιστήμιο ακόμα, η συγκάτοικός μου είχε βάλει να δούμε στην τηλεόραση του φοιτητικού μας διαμερίσματος σε DVD το «Raw» του Eddie Murphy. Με θυμάμαι να κλαίω από τα γέλια – και θυμάμαι ακόμη το αστείο που με έκανε να κλαίω από τα γέλια. Νομίζω ήταν το πρώτο standup special που είδα ποτέ.
Κι όμως, δεν έγινα αμέσως φίλη του είδους. Η δική μου κωμική αφύπνιση ήρθε χρόνια αργότερα. Κάπου ανάμεσα στα dream feeds της πρώτης περιόδου αφότου γέννησα τη δεύτερή μου κόρη, ο Jerry Seinfeld και οι φίλοι του με άφηναν να δω τι λένε δύο κωμικοί σε ένα αυτοκίνητο πίνοντας τον καφέ τους…
Μια «χαραμάδα» μέσα από την οποία διασκέδαζα – και σε άλλες στιγμές, έκλαιγα, πάλι, από τα γέλια. Η low stakes διασκέδαση που έχει πολλές φορές ανάγκη η ψυχή μας. Ένα βάλσαμο που δεν ενδιαφέρεται για το αν είναι βάλσαμο ή όχι.
Ως αποτέλεσμα, οι stand-up κωμικοί άρχισαν να με τραβούν περισσότερο. Βοηθούσε και που το Netflix είχε αρχίσει να διανύει τη Netflix-is-a-joke περίοδό του, ενισχύοντας το κωμικό περιεχόμενο στην πλατφόρμα. Βοηθούσε, επίσης, το γεγονός ότι ο αλγόριθμος, κάνοντας τη δουλειά του, με καθοδηγούσε από το ένα στο άλλο.
Είναι γεγονός ότι, πολλά από τα αστεία της σειράς, δεν θα μπορούσαν να σταθούν σήμερα. Όμως, έτσι μεταχρονολογημένα μπορεί κανείς να τα ακούσει –και να γελάσει μαζί τους– πιο απενοχοποιημένα.
Ο Jerry Seinfeld παρέμενε σημείο αναφοράς. Ωστόσο, στη σειρά «Seinfeld», την τεράστια επιτυχία του από τα late 80s και early 90s που τον έκανε τόσο πλούσιο ώστε να μη χρειάζεται, αν το ήθελε, να δουλέψει ποτέ ξανά, αντιστεκόμουν ακόμα.
«Σκέψου το ως εξής: την περίοδο που το “Friends” μεσουρανούσε, το “Seinfeld” ήταν ακόμη πιο επιτυχημένο στην Αμερική, κι ας μην έφτασε ποτέ να κάνει αντίστοιχη επιτυχία στην Ευρώπη», μου εξηγούσαν οι μυημένοι. Η περιγραφή με ιντρίγκαρε, όμως, για κάποιο λόγο δεν είχε κάνει επιτυχία στην Ευρώπη, σκεφτόμουν. «Not for me», έλεγα και το προσπερνούσα.
Μέχρι που το δοκίμασα κάποια άγρυπνη νύχτα στο μωρό-νούμερο-τρία αυτή τη φορά και κατάλαβα τι εννοούσαν. Κι ας μην μπήκα αμέσως στο νόημα. Είναι, ξεκάθαρα, αυτό που λέμε «acquired taste». Και είναι γεγονός ότι, πολλά από τα αστεία της σειράς, δεν θα μπορούσαν να σταθούν σήμερα. Όμως, έτσι μεταχρονολογημένα μπορεί κανείς να τα ακούσει –και να γελάσει μαζί τους– πιο απενοχοποιημένα.
Στο τι μπορεί να πει ένας κωμικός σήμερα και στο τι όχι αναφέρεται ο Jerry Seinfeld στη συνέντευξη που αποτέλεσε αφορμή γι’ αυτό το άρθρο – έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο με τον δημοσιογράφο του New Yorker David Remnick, με αφορμή τη νέα ταινία του Seinfeld «Unfrosted», το σκηνοθετικό του ντεμπούτο.
Το θέμα της ταινίας, επαρκώς Seinfeldian: η κούρσα των εταιρειών πρωινού Kellogg’s και Post τη δεκαετία των 60s για το ποιος θα βγάλει πρώτος στην αγορά τα περίφημα Pop-Tarts. Μοιάζει δε ο ίδιος ο Jerry Seinfeld να μην είχε κάποια υψηλή προσδοκία για το… αποτύπωμα της ταινίας – θέλησε απλώς να την κάνει.
Τελευταία, βρίσκω ότι υπάρχει κάτι εξαιρετικά αναζωογονητικό στους ανθρώπους που δεν παίρνουν τον εαυτό τους και τόσο πολύ στα σοβαρά. Που δεν σκέφτονται εμμονικά την υστεροφημία τους. Όπως ο Μάρκος Αυρήλιος –μας θυμίζει ο Seinfeld στη συνέντευξη– που κατέγραψε τις σκέψεις του στο «Εις Εαυτόν» –το οποίο διαβάζουμε αιώνες αργότερα με δέος– για τον εαυτό του. Δίνοντας στον εαυτό του συμβουλές.
Εδώ είναι το θέμα με τα αστεία. Η επίδρασή τους αλλάζει, καθώς αλλάζουμε κι εμείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν αστεία κάποτε. Ούτε σημαίνει ότι δεν μπορεί ένα αστείο να είναι διαχρονικό, ωριμάζοντας σαν το καλό κρασί.
Πίσω στα θέματα της πολιτικής ορθότητας, τα όρια της οποίας –όπως και τα όρια του χιούμορ– είναι κάτι που με έχει απασχολήσει τελευταία. Eίδα φέτος τον χειμώνα πολλά από τα specials του Dave Chapelle και με προβλημάτισε η ευφυΐα του, ο θυμός του, η ευαισθησία του σε κάποια ζητήματα, σε αντιδιαστολή με τον εμμονικό, καταδιωκτικό, προβληματικό του λόγο σε άλλα.
Είδα επίσης, ξανά, το «Raw» του Eddie Murphy. Και αισθάνθηκα ότι δεν ωρίμασε καλά. Βλέποντάς το τόσα χρόνια αργότερα, δεν μπορούσα ούτε καν να χαμογελάσω με το αστείο με το οποίο έκλαιγα τότε. Δεν καταπιεζόμουν από καμιά πολιτική ορθότητα: απλώς δεν το έβρισκα πια αστείο.
Εδώ είναι το θέμα με τα αστεία. Η επίδρασή τους αλλάζει, καθώς αλλάζουμε κι εμείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήταν αστεία κάποτε. Ούτε σημαίνει ότι δεν μπορεί ένα αστείο να είναι διαχρονικό, ωριμάζοντας σαν το καλό κρασί. Όπως μπορεί κι ένας κωμικός να ωριμάσει, μέσα από αντιξοότητες και δυσκολίες.
Παραμένει καλός όταν εξακολουθεί να «σκοράρει», κι ας κουνάει η κοινωνία το τέρμα – αυτή είναι η δουλειά της και αυτή είναι η δική του δουλειά. Ένα craft που απαιτεί φροντίδα, προσήλωση, δουλειά.
Δεν ξέρω πόσο θα μου αρέσει, αν θα μου αρέσει η νέα ταινία του Jerry Seinfeld. Όμως τη συνέντευξη, thought-provoking χωρίς να θέλει να είναι, φιλοσοφική χωρίς να έχει την παραμικρή τέτοια φιλοδοξία, σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα.
ΥΓ. Την ταινία, έκτοτε, την είδα και την ευχαριστήθηκα γι’ αυτό που είναι. Low stakes διασκέδαση για ένα βροχερό σαββατιάτικο απόγευμα που δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Αξία μη αμελητέα!
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Tips για Ένα Συναυλιακό Καλοκαίρι που δεν θα Σπάσει το Ταμείο
Μίνη Ράδου | «Τα Παιδιά Είναι Πολύ πιο Ανοιχτά στην Τέχνη»
Μια Απολιτίκ, Πολιτική Eurovision