Αρκούν ένας κατακόκκινος ουρανός κι ένα τρύπιο παντελόνι, για να αποτελέσουν εναύσματα δύο, όχι και τόσο διαφορετικών υφολογικά, μονολόγων που εκπέμπουν μηνύματα απεγκλωβισμού από τη δραματικότητα του βίου τους; Επί σκηνής, δεν εμφανίζονται διαδοχικά μόνο “Αυτός” και η “Σοφία Αποστόλου”, αλλά και η Μοναξιά τους. Η οφειλόμενη εκ βαθέων εξομολόγηση που κάνουν αποκτά χαρακτήρα επαναστατικό και είναι ανάλογη του ηλικιακού μεγέθους των δύο χαρακτήρων.
Στο πρώτο μέρος της παράστασης στο Θέατρο Σταθμός, ο ήρωας του Καμπανέλλη, που ενσαρκώνεται εξαιρετικά από τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, επιτυγχάνοντας να μεταδώσει απλόχερα σκέψεις και συναισθήματα στο κοινό, είναι “Αυτός” που συγκατοικεί μόνος με τις φορτισμένες αναμνήσεις και τις φαντασιώσεις που του προκαλεί η αβάσταχτη μοναξιά. Το δυσαναπλήρωτο κενό της μάνας γίνεται ηχηρός μονόλογος, με ακροατές τα έπιπλα του σπιτιού. Η υποσυνείδητη ανάγκη “Αυτού” να έχει έναν άνθρωπο εκφράζεται, άλλοτε με υποδόριο χιούμορ κι ευαισθησία, κι άλλοτε πιο δραματικά, ως επανάσταση μέσης ηλικίας, που θα τον απαλλάξει από τις φοβίες, τον πόνο της απώλειας και το βάρος των προσωπικών επιλογών.
Παρόλο που τα δύο δραματικά πρόσωπα δεν συναντιούνται επί σκηνής, αλληλοσυμπληρώνονται, ακροβατώντας σε μια λεπτή δραματουργική κλωστή που βελονιάζεται για να ράψει τις ανάγκες τους με τέτοιο τρόπο, ώστε ένας γιος και μια μάνα, να έρθουν, έστω και νοητά, πιο κοντά.
Εν συνεχεία, στο δεύτερο μέρος της παράστασης, η ηρωίδα της Λούλας Αναγνωστάκη συστήνεται στο κοινό ως “πρώην καθηγήτρια, απολυθείσα λόγω αλκοολισμού, μητέρα φυλακισμένου”, μοιραζόμενη ένα μεγάλο μέρος της προσωπικής της ιστορίας. Μέσω του λόγου, η εκφραστική Νένα Μεντή, ως Σοφία Αποστόλου, διανύει συνειδητά και με μεγάλες δόσεις αληθοφάνειας μια διαδρομή χρόνου, αντιστρόφως ανάλογου του σκηνικού χρόνου. Θυμίζοντας εμφανισιακά τη συγγραφέα, με το μονόλογό της εξωτερικεύει στοιχεία του εαυτού της, αποδέχεται το παρελθόν κλείνοντας εσωτερικούς λογαριασμούς, ασκεί εμμέσως κοινωνική κριτική και παλεύει για μια ατομική ελευθερία, επιθυμώντας τη διαφοροποίηση από το κοινωνικό σύνολο.
Ο σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης καταφέρνει κι ενώνει επιτυχώς δυο μονόπρακτα με ξεχωριστή πλοκή, σε μια ενιαία παράσταση, αναδεικνύοντας τα σημεία τομής των ηρώων που πηγάζουν από τον ανθρώπινο χαρακτήρα των ιστοριών τους. Παρόλο που τα δύο δραματικά πρόσωπα δεν συναντιούνται επί σκηνής, αλληλοσυμπληρώνονται, ακροβατώντας σε μια λεπτή δραματουργική κλωστή που βελονιάζεται για να ράψει τις ανάγκες τους με τέτοιο τρόπο, ώστε ένας γιος και μια μάνα, να έρθουν, έστω και νοητά, πιο κοντά. Ιδιαίτερα εύστοχη σκηνοθετικά είναι η μεταφορά της ίδιας vintage καρέκλας, που αποτελώντας κομμάτι του λιτού σκηνικού, κάνει πιο εμφανή τη σκηνική μετάβαση από τη μια ιστορία στην άλλη.
Εν κατακλείδι, επώνυμα ή ανώνυμα, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους δράσης, οι δύο χαρακτήρες ενώνουν τη φωνή τους σ’ ένα κοινό παρόν, μαχόμενοι τα κακώς κείμενα της εποχής τους, μιας εποχής που τελικά δεν βρίσκεται και τόσο μακριά από την παρούσα. Πιστεύοντας στο “ισχύς εν τη ενώσει”, Μεντή και Χατζηπαναγιώτης, με το ερμηνευτικό τους ρεσιτάλ, κατορθώνουν να καθηλώσουν το κοινό, σε μια συνάντηση μεγάλης λογοτεχνικής και δραματουργικής εμβέλειας.