Συναντηθήκαμε στο Myrtillo Cafe, την κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση στην οποία εργάζονται άτομα με αναπηρία, έναν χώρο όπου η ευαισθησία και η ενσυναίσθηση είναι οι λόγοι της ύπαρξής του. Βρεθήκαμε στο μέρος που του ταιριάζει γάντι, γιατί κι εκείνος με την ευαισθησία του πορεύεται τόσα χρόνια.
Mιλήσαμε για τους Encardia, το συγκρότημα που δημιούργησε μαζί με τον Βαγγέλη Παπαγεωργίου και την Αναστασία Δουλφή, το 2003, την παραδοσιακή μουσική των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, για τις μαγικές ιστορίες με τις ταραντέλες, τις κοινωνικές ευαισθησίες όπου χωράνε και τα υπό απεξάρτηση μέλη της «Παρέμβασης» του ΚΕΘΕΑ, για την Alcedo Folk Band και τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», που οι Encardia παρουσίασαν προσφάτως.
Ωραίες κουβέντες. Χρήσιμες. Από αυτές που σε πείθουν πως, όποια «μύγα» και αν χαλάει τη μέρα σου, οι «μέλισσες» είναι πάντα μπροστά σου, αρκεί να επιλέγεις κάθε φορά να τις δεις.
Ο Κώστας Κωνσταντάτος είναι ένας πράος άνθρωπος και ένας εξαίρετος μουσικός, αγιογράφος (παλιότερα) και πιστός (για πάντα) σε ό,τι έχει τη μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτόν: στην ομάδα, στην παρέα, στην οικογένεια, στο μοίρασμα.
Αγαπάει –πάντα με τη μουσική του παρέα– να ανακαλύπτει νέες εκδοχές καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όπως τη θεατρικοποιημένη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου, που παρουσίασαν για πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια. Και από αυτήν ξεκίνησε η κουβέντα για τον κόσμο των Encardia.
Ποια είναι τα στοιχεία αυτής της παράστασης;
Πριν από δύο χρόνια οι Encardia είχαν συμμετάσχει στο πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» με τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου, την οποία είχαμε παρουσιάσει στη Μονεμβασιά, στην πλατεία της Χρυσαφίτισσας, εκεί όπου, όπως λένε, γεννήθηκε ο ποιητής.
Πρόκειται για τη μελοποίηση του ποιήματος από τον κιθαρίστα μας, τον Μιχάλη Κονταξάκη, και κάποιων καινούργιων κομματιών, ορχηστρικών ή τραγουδιών, πλαισιωμένων από την αφήγηση της ηθοποιού Άννας Θεοδωρίδου και τον χορό του Παναγιώτη Λαγανά και της Μαρίας Παπαχριστοδούλου.
Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία, με μεγάλη ανταπόκριση. Ανεβάσαμε το έργο και στην Αθήνα, ενώ σκοπεύουμε να το παρουσιάσουμε ξανά τον Φεβρουάριο του 2024.
Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη «Σονάτα»;
Ήταν ένα έργο με το οποίο ήθελε να ασχοληθεί ο Μιχάλης Κονταξάκης, ο κιθαριστής μας, πολλά χρόνια. Τελικά, τα κατάφερε μέσα στην καραντίνα. Ομολογώ ότι είχα διαβάσει τη «Σονάτα» πολύ παλιά και, τότε, δεν με είχε συγκινήσει ιδιαίτερα. Τώρα όμως, δουλεύοντάς τη, την έχω αγαπήσει.
Η επανανάγνωση είναι χαρακτηριστικό των Encardia. Σωστά;
Ναι, φυσικά. Ιδιαίτερα αυτή την εποχή θέλουμε να ξαναδιαβάσουμε παλιότερα δικά μας έργα, αλλά και παραδοσιακά. Έχουμε κάνει απόπειρες να διασκευάσουμε ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, όπως ο τσακώνικος χορός, ο «Ερωτόκριτος», ή μελοποιήσεις ποιημάτων του Βάρναλη και της Δημουλά, που έχει κάνει ο Βαγγέλης Παπαγεωργίου.
Υπάρχει μια πλευρά των Encardia που δεν αφορά την Κάτω Ιταλία. Σίγουρα εμπνεόμαστε από την παράδοση αυτής της περιοχής, πάνω στην οποία έχουμε φτιάξει τον δικό μας ήχο, αλλά έχουμε και ένα κομμάτι με δική μας μουσική και ελληνικό στίχο.
Πάντα είχαμε τέτοιες πινελιές. Απλώς ο κόσμος μας γνωρίζει με τα τραγούδια από την Κάτω Ιταλία. Ίσως και επειδή μας αρέσει η εξωστρέφεια και οι παραστάσεις μας τελειώνουν με χορό και με τη συμμετοχή του κόσμου, αυτό –η εξωστρέφεια και η χαρά– να είναι που, τελικά, μένουν στον κόσμο. Προσωπικά, θα ήθελα να αναδειχθεί και το πιο νοσταλγικό κομμάτι των Encardia.
Πάντως, διασκευάζετε τα παραδοσιακά τραγούδια της Κάτω Ιταλίας. Δεν τα παρουσιάζετε αυτούσια…
Ναι. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Κανένα μέλος των Encardia δεν είναι από εκεί. Επομένως, αποδίδουμε αυτά τα τραγούδια με τον δικό μας τρόπο. Έχουμε διαρκώς επαφή με τους μουσικούς της Κάτω Ιταλίας και συγκεκριμένα με την περιοχή του Σαλέντο της Απουλίας, που είναι το ένα κομμάτι των ελληνόφωνων χωριών – το άλλο είναι η Καλαβρία, που βρίσκεται κοντά στη Σικελία.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως, παρότι έχουμε τόσο στενή επαφή και παίζουμε με σημαντικούς μουσικούς αυτών των περιοχών, διατηρούμε τον δικό μας ήχο.
Πηγαίνετε συχνά στην Απουλία;
Ναι, εδώ και 20 χρόνια πηγαινοερχόμαστε. Προσωπικά, τελευταία φορά πήγα το Πάσχα, και συγκεκριμένα στο χωριό Καλημέρα της Απουλίας, όπου, ως εκπρόσωπο των Encardia, με ανακήρυξαν επίσημο δημότη!
«Ποτέ δεν με ενδιέφερε να κάνω σόλο καριέρα. Για μένα, πάντα, το σημαντικό ήταν και είναι η ομάδα, η παρέα, το ομαδικό πνεύμα, το μοίρασμα, η παρέα που γίνεται οικογένεια και μοιράζεται σημαντικά πράγματα, καλά ή άσχημα».
Πώς είναι η ζωή εκεί;
Όπως είναι στην ελληνική επαρχία. Όπως στην Καλαμάτα, στη Λαμία, όπως, αν πρόκειται για μικρότερα μέρη, σε ένα χωριό έξω από τη Λάρισα. Ταιριάζουμε πολύ ως ιδιοσυγκρασίες. Ίσως στα ελληνόφωνα της Καλαβρίας, που είναι πιο ερημωμένα και υπάρχει αίσθημα εγκατάλειψης, να είναι λίγο πιο βαρείς οι άνθρωποι, αλλά σε γενικές γραμμές είναι ανοιχτοί και εξωστρεφείς.
Πότε πήγες για πρώτη φορά στην Κάτω Ιταλία;
Το 1992, με την ιδιότητα του αγιογράφου. Είχα δουλέψει σε διάφορες τοιχογραφίες. Όμως μετά η ζωή μού έδειξε πως η μουσική μου ταιριάζει περισσότερο. Στην πραγματικότητα συνειδητοποίησα ότι αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η ομαδικότητα.
Ποτέ δεν με ενδιέφερε να κάνω σόλο καριέρα. Για μένα, πάντα, το σημαντικό ήταν και είναι η ομάδα, η παρέα, το ομαδικό πνεύμα, το μοίρασμα, η παρέα που γίνεται οικογένεια και μοιράζεται σημαντικά πράγματα, καλά ή άσχημα.
Ποιο ήταν το βασικό στοιχείο με το οποίο συνδέθηκες τότε, εκεί;
Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεριστή στην Καλαβρία, όπου ζούσε πολύ πριν από εμένα ένας μοναχός από το Άγιο Όρος, ο πατήρ Κοσμάς. Τότε αυτό το μοναστήρι ήταν εγκαταλελειμμένο, ερημωμένο, και σιγά σιγά έγινε βιώσιμος χώρος. Τώρα βέβαια ανήκει στους Ρουμάνους μοναχούς, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Η ταραντέλα έχει διάφορες εκδοχές. Στην περιοχή της Απουλίας, απ’ όπου εμπνεόμαστε, λέγεται taradela pizzica pizzica, από το ιταλικό ρήμα pizzicare, που σημαίνει “τσιμπάω, δαγκώνω”. Η παράδοση μιλάει για το τσίμπημα μιας δηλητηριώδους αράχνης».
Από τους πιο αγαπημένους ήχους με τους οποίους έχουμε συνδέσει τους Encardia είναι οι ταραντέλες. Ποια είναι η ιστορία αυτής της παραδοσιακής μουσικής;
Η ταραντέλα έχει διάφορες εκδοχές. Στην περιοχή της Απουλίας, απ’ όπου εμπνεόμαστε, λέγεται taradela pizzica pizzica, από το ιταλικό ρήμα pizzicare, που σημαίνει «τσιμπάω, δαγκώνω». Η παράδοση μιλάει για το τσίμπημα μιας δηλητηριώδους αράχνης.
Για να απαλλαγούν οι άνθρωποι από το δηλητήριο αυτό έπρεπε να κάνουν μια θεραπεία που ονόμαζαν ταραντισμό και την έκαναν μέσω της μουσικής και του χορού. Η αράχνη προερχόταν από τον Τάραντα –εξού και ταραντισμός– και ο χορός ταραντέλα.
Η θεραπεία αυτή ουσιαστικά ήταν ένας έντονος χορός πάνω από τον άρρωστο –τον άνθρωπο που υποτίθεται πως είχε τσιμπήσει η αράχνη–, ο οποίος ήταν σε κατάσταση υστερίας. Όσοι βρίσκονταν γύρω του τον προκαλούσαν να χορέψει ακατάπαυστα, ακόμη και συνεχόμενα για δύο 24ωρα, ώστε να εξαντληθεί.
Φυσικά, δεν επρόκειτο για τσίμπημα πραγματικής αράχνης, αλλά για το όνομα που έδιναν τότε ο άνθρωποι στο κακό. Το ενδιαφέρον είναι πως, ενώ επρόκειτο για μια διαδικασία με παγανιστική προέλευση, η τοπική Καθολική Εκκλησία όρισε ως προστάτη αυτών που έχουν τσιμπηθεί τον απόστολο Παύλο.
Κι έτσι, στη γιορτή του Αγίου Παύλου, έρχονται στην Απουλία όλοι οι ταραντάτοι, όλοι όσοι δεν αισθάνονται καλά και πηγαίνουν στην εκκλησία.
Τηρείται ακόμη αυτό το έθιμο;
Όχι, ευτυχώς. Όμως τα παλιά χρόνια που η ζωή των ανθρώπων και των γυναικών ειδικότερα ήταν πολύ δύσκολη λόγω πατριαρχίας, που οι γυναίκες ήταν αντικείμενα εκμετάλλευσης, έψαχναν έναν τρόπο εκτόνωσης από το βάρος που κουβαλούσαν, ήταν ένα… χρήσιμο έθιμο.
Η taradela pizzica pizzica, με αυτόν τον εκτονωτικό σκοπό, είναι η μόνη του είδους;
Όχι. Υπάρχει και η ταραντέλα του φλερτ και η ταραντέλα-πολεμικός χορός που χορεύεται από δύο άνδρες. Και φυσικά, σε άλλα μέρη τη Καλαβρίας, έχει καθαρά διασκεδαστικό χαρακτήρα.
Πλέον, πέρα από το γεγονός ότι έχουμε κρατήσει κάποιες κινήσεις από την taradela pizzica pizzica, δεν υπάρχει κάποιος λόγος εκστασιασμού στην εποχή μας. Η λειτουργία του χορού έχει να κάνει με την εξωστρέφεια, τη χαρά, τη διασκέδαση.
Η ταραντέλα, βέβαια, είναι μόνο ένα τμήμα της παραδοσιακής μουσικής των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας. Υπάρχουν πολυφωνικά τραγούδια, της εργασίας, της τάβλας, μοιρολόγια, με τα οποία επίσης ασχολούμαστε.
«Για να προχωρήσεις μπροστά πρέπει να κοιτάξεις το παρελθόν. Βέβαια, η παράδοση έχει αξία όταν την αντιμετωπίζεις με προοπτική για το μέλλον, ως εργαλείο για να δεις με δημιουργικό τρόπο το μέλλον».
Η διασκευή είναι υποδεέστερη από την αυθεντική σύνθεση;
Η διασκευή επιβάλλεται σε κάποιες περιπτώσεις όπως η δική μας, επειδή εμείς δεν είμαστε ντόπιοι, οπότε δεν θα είχε νόημα να αποδίδουμε αυτούσια τη μουσική. Μπορεί η πρωτότυπη σύνθεση να έχει κάποτε μεγαλύτερη αξία, μπορεί όμως και η διασκευή να είναι ακόμη μια καλύτερη πρόταση. Εξαρτάται από το κάθε κομμάτι.
Η παράδοση χωράει στις μέρες μας;
Αφενός, βλέπω πολλά νέα παιδιά να ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική, αφετέρου, η παράδοση έχει πάντα κάτι να μας διδάξει. Για να προχωρήσεις μπροστά πρέπει να κοιτάξεις το παρελθόν. Βέβαια, η παράδοση έχει αξία όταν την αντιμετωπίζεις με προοπτική για το μέλλον, ως εργαλείο για να δεις με δημιουργικό τρόπο το μέλλον.
Και η ύπαρξη της Alcedo Folk Band πού οφείλεται;
Οι Alcedo είναι το καινούργιο «παιδί» μου. Γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη ύπαρξης μιας ομάδας που να μπορεί να αγγίξει όλα τα είδη της μουσικής. Αφορμή ήταν η συνάντησή μου με τον Στέφανο Χατζηαναγνώστου, σπουδαίο μουσικό και ενορχηστρωτή, αλλά και δεξιοτέχνη στο φλάουτο.
Βασιστήκαμε σε πνευστά, προστέθηκαν έγχορδα και κρουστά. Έχουμε ένα ρεπερτόριο από Bach έως Βαμβακάρη. Έχουμε βγάλει και καινούργιο δίσκο, το «Αμίλητο Κουτί».
Πόσα όργανα παίζεις;
Κυρίως κρουστά, νταούλι, ντέφι παραδοσιακό, νταπουρέλο, μπεντίρ. Μπορεί να παίξω και μαντολίνο, βιολί ή κιθάρα. Τελευταία μελετάω και ούτι. Αυτό είναι μια προσωπική ανησυχία, ή οποία έχει και το κόστος της. Δεν εμβαθύνω πάρα πολύ σε κανένα όργανο.
Κάνεις μαθήματα και σε μια ομάδα που λειτουργεί εντός της θεραπευτικής κοινότητας του ΚΕΘΕΑ, την Παρέμβαση, στη Ραφήνα. Πώς είναι αυτή η εμπειρία;
Έχουμε κάνει μια ομάδα που λέγεται Κρουστωδία. Προέκυψε και από την ομάδα κατασκευής κρουστών που λειτουργεί στην κοινότητα. Πλέον έχουμε βάλει και φωνή στην Κρουστωδία και μπορούμε να υποστηρίξουμε με άνεση πρόγραμμα μιας ώρας, με τραγούδια της έντεχνης μουσικής, αλλά και τραγούδια της Κάτω Ιταλίας.
Η εμπειρία είναι πάρα πολύ ωραία, γιατί βλέπω πόσο βοηθάει η μουσική τα παιδιά που κάνουν αυτήν την τεράστια προσπάθεια απεξάρτησης. Έχουν υπάρξει φορές που μου έχουν πει ότι σε δύσκολες στιγμές τους, σε στιγμές που ήθελαν να παρατήσουν την προσπάθειά τους, σκέφτηκαν την Κρουστωδία και έμειναν.
Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε εμπερίστατοι. Και όταν συμπαραστεκόμαστε σε κάποιους άλλους που το έχουν ανάγκη, βγαίνουμε κερδισμένοι περισσότερο και από εκείνους.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Συνέντευξη για μια Ανήλικη Influencer Ενόψει Εκπαιδευτικού KinderDocs