O Παναγιώτης Kαλαντζόπουλος έχει καταφέρει να μετατρέψει τα «Φτηνά Τσιγάρα» στην πιο ακριβή κασετίνα. Έχει κάνει επίσης πολλούς να ανυπομονούν για το άνοιγμα των θερινών σινεμά στην πόλη, όπου θα βλέπουν την πιο αυθεντική φιλμ νουάρ ελληνική ταινία του 21ου αιώνα. Εκεί που μυρίζει γιασεμί και με τα μάτια κλειστά οι δρόμοι της Αθήνας προβάλλουν άδειοι, για να περπατάς ανάποδα στην Ακαδημίας τα μεσάνυχτα.
Ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος αποφάσισε πως δεν θέλει να ξαναπατήσει στους προθάλαμους των δισκογραφικών εταιρειών και δημιούργησε με την Ευανθία Ρεμπούτσικα ένα ριψοκίνδυνο για την εποχή εγχείρημα, τη δισκογραφική εταιρεία Cantini, το σπίτι τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από εκεί έχουν βγει τα ωραιότερα τραγούδια για το γυαλί και το πανί.
Στη συνέντευξη που μου παραχώρησε, ένα μεσημέρι λίγο πριν από την καθημερινή πρόβα στην Εθνική Λυρική Σκηνή, εκεί όπου προετοιμάζονται για το μιούζικαλ «Φτηνά Τσιγάρα» –ναι, καλά καταλάβατε, ακόμη να κλείσετε εισιτήρια;– μιλήσαμε για όλα αυτά που βρίσκει κάποιος στα τραγούδια του. Τα παραδείγματα και οι παραβολές που παρεμβάλλονταν στη συζήτησή μας με διασκεδαστικό τρόπο με βοήθησαν αρκετά ώστε να διαχειριστώ την ευθύτητα που τον χαρακτηρίζει.
Οι Σπουδές στην Αγγλία και η Ευρώπη
«Αυτό που απέκτησα από τα τέσσερα χρόνια που έζησα στην Αγγλία είναι ανεξαρτησία και ελευθερία. Εναλλακτικά, έναν απέραντο ορίζοντα, με όλα αυτά που εισπράττει κανείς όταν σπουδάζει. Είχα απέραντη υποστήριξη από το σπίτι μου, ακόμη κι αν εκείνη την εποχή δεν τους ήταν εύκολο. Οι σπουδές στην Αγγλία μου επέβαλαν μια πειθαρχία που μέχρι τότε δεν είχα.
Τον πρώτο χρόνο, μάλιστα, με φώναξε ο διευθυντής –γεγονός που με έκανε να υποθέσω πως με κάλεσε για να μου δώσει υποτροφία, αφού πίστευα πως είμαι πολύ καλός– και μου είπε πως, αν δεν «μαζέψω τα μυαλά μου» και δεν συγκεντρωθώ στις κλασικές σπουδές, θα με διώξει. Αυτό με οδήγησε σε πειθαρχία ίδια με αυτή που ακολουθούν οι αθλητές, και άρχισα να απολαμβάνω το να μελετάω οχτώ με δέκα ώρες την ημέρα.
Και ενώ στην Αγγλία έμαθα όλη την κλασική μουσική, εκεί ήταν που ένιωσα και την ανάγκη να κατανοήσω την ελληνική μουσική, να καταλάβω ποια είναι η διαφορά της ελληνικής μουσικής με όλες τις κλασικές που γνωρίζουμε σήμερα. Εκεί ήταν που ξεκίνησα να μαθαίνω μπουζούκι. Πήγα στο δικό μας μπλουζ, στην πηγή, με σκοπό δείξω τον κόσμο που κουβαλώ και στους συμφοιτητές μου.
Οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, ήταν βαθιά αμόρφωτοι. Ενώ ήταν πολύ καλύτεροι από μένα στη μουσική, αξιοθαύμαστοι για τον τρόπο με τον οποίο μελετούσαν, όταν μιλούσαμε για θέματα που είχαν σχέση με ιστορία ή γεωγραφία δεν είχαν ιδέα. Ήταν σαν ειδικευμένοι εργάτες, έσκυβαν σε αυτό που έκαναν με έναν ακραίο τρόπο, και φοβάμαι πως αυτός ο τρόπος χαρακτηρίζει και τη δική μας, σημερινή παιδεία.
Κάποια στιγμή στην Αγγλία, 19 χρονών τότε, είχα πονόδοντο και επισκέφθηκα έναν γιατρό για να με εξετάσει. Μία εβδομάδα αργότερα με κάλεσαν από ένα ιατρείο που βρισκόταν σε απόσταση μιας ώρας από εκεί που έμενα για να επισκεφθώ έναν άλλο οδοντίατρο, ώστε να αξιολογηθεί η δουλειά του πρώτου γιατρού. Αφού πήγα, με ρώτησαν πού μένω και μου έδωσαν χρήματα για τα εισιτήρια του συρμού που χρησιμοποίησα. Και κάπου εκεί εντυπωσιάστηκα. Αν αυτό είναι η Ευρώπη, τότε θέλω και εγώ από αυτό, είπα.
Έπειτα βρήκα πάρα πολλούς λόγους για να μην αγαπάω την Ευρώπη. Γιατί, πλέον, η Ευρώπη για μένα είναι η Γερμανία. Γιατί δεν πιστεύω, πλέον, αυτό το εγχείρημα. Είναι σαν να έγινε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος τον οποίο κέρδισε η Γερμανία χωρίς να χρησιμοποιήσει τανκ, αλλά τις τράπεζες. Κατανοώ την ανάγκη να είμαστε στην Ευρώπη. Είναι, ίσως, αυτό το αίσθημα του «ανήκειν» κάπου σε αυτό τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, αλλά εξίσου υπαρκτό είναι και αυτό που κατόρθωσαν οι εχθροί μας: να μας κάνουν να θέλουμε να γυρίσουμε σπίτι μας, όπως η Αγγλία. Τη θαυμάζω την Αγγλία που έφυγε».
Αναρωτήθηκα αν και το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα οδηγεί τους φοιτητές σε έναν επίσης άγονο τρόπο μελέτης:
«Σήμερα βλέπω πως τα παιδιά είναι ανορθόγραφα. Κεντράρουν σε μια ακραία εξειδίκευση για να επιτύχουν στις πανελλήνιες εξετάσεις, αλλά δεν αποκτούν σφαιρική μόρφωση. Δεν κατανοούν, για παράδειγμα, τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη ή δεν καταλαβαίνουν τα αρχαία της Εκκλησίας.
Επίσης, στις μέρες μας, γίνεται μια μετάλλαξη του ελληνικού γραπτού λόγου, που αισθάνομαι ότι στοχεύει στην υπεραπλοποίησή του. Έχει γίνει μια φωνητικοποίηση των λατινογενών λέξεων (το τρένο ή το σεξπηρικό με “ε”), ενώ αντίθετα οι Άγγλοι γράφουν τον Αισχύλο, για παράδειγμα, με “Ae” και “y”, για να αποτυπώσουν στη λέξη το “Αι” και το “υ”». Η ελληνική γλώσσα, αυτό το εργαλείο που μας παραδόθηκε, αποτελεί εργαλείο κατανόησης του κόσμου, το οποίο δεν πρέπει να παραδώσουμε υποδεέστερο στις επόμενες γενιές».
Τα «Φτηνά Τσιγάρα» σε Μιούζικαλ
«Το πιο αγαπημένο στοιχείο της παράστασης είναι το “όλον”, το “εμείς”. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο της που να μην είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να έχει γίνει. Από την ορχήστρα, τη δουλειά του Κωνσταντίνου Ρήγου, τα σκηνικά μέχρι και τους ηχολήπτες. Η συνεργασία με το Ίδρυμα Νιάρχος είναι απόλαυση. Αποτελεί μια προσεγμένη παραγωγή, στην οποία νιώθω ευγνώμων και τυχερός που συμμετέχω. Θερμή παράκληση για όλους όσοι πάτε στην πρεμιέρα να έχετε στο πίσω μέρος του μυαλού σας πως έγινε κάτι καλό επειδή το κάναμε όλοι μαζί».
Πολυπρόσωπος και πολυσχιδής, ο Παναγιώτης Kαλαντζόπουλος έρχεται ακόμη μια φορά να ξεχωρίσει στο πλήθος των μουσικών. Με αυτή την παράσταση δίνοντας μια εναλλακτική, μοντέρνα πνοή σε μια παταγώδη κινηματογραφική αποτυχία που, 20 χρόνια μετά, μετατράπηκε σε μια… παταγώδη επιτυχία του διαδικτύου, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Συντελεστές
«Φτηνά Τσιγάρα»: Ρομαντική οπερέτα σε 34 σκηνές και 19 τραγούδια, βασισμένη στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος. Στίχοι τραγουδιών: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Πέτρος Βουνισέας, Μιχάλης Γκανάς, Ελένη Ζιώγα
Πληροφορίες
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος | Παραστάσεις: 16-20 / 23-27 Φεβρουαρίου έως 2-6 / 9-13 Μαρτίου
Διαβάστε ακόμη στην αθηΝΕΑ:
«Ηρακλείδαι» του Ευριπίδη στο Θέατρο Olvio
«Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής»: Γιορτή Χαράς, Μουσικής και Θεάτρου
«Η Μηχανή του Τούρινγκ»: για μια Enigmaτική Επιστημονική Προσωπικότητα