Μια από τις θεμελιώδεις διαπιστώσεις όσων παρακολουθούν τις διαδικασίες και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα στην Ευρώπη είναι η πλήρης αποτυχία του συστήματος δημόσιων προμηθειών (της αγοράς δηλαδή κάθε είδους αγαθών και υπηρεσιών από το δημόσιο) να επιτύχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα σε σχέση με την αξία των σχετικών υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα. Το φαινόμενο γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν, όπως αποδεικνύεται στην πράξη από τα αποτελέσματα των διαγωνισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μεγάλο μέρος αυτών των διαγωνισμών χαρακτηρίζεται από την πρακτική της μίας προσφοράς. Συγκεκριμένα, με βάση έρευνα του European Court of Auditors, «κατά την περίοδο 2011-2021 το ποσοστό των [δημόσιων] διαγωνιστικών διαδικασιών στην ενιαία αγορά της ΕΕ που κατέληξαν σε μία μόνο προσφορά αυξήθηκε σημαντικά, από 23,5% (το 2011) σε 41,8% (το 2021)».
Με δεδομένο ότι οι δαπάνες δημόσιων προμηθειών ξεπερνούν σε κάθε περίπτωση τα 2 τρισεκατομμύρια ευρώ και επηρεάζουν με τρόπο αποφασιστικό και την αποτελεσματικότητα της ιδιωτικής οικονομίας, είναι προφανές ότι το φαινόμενο αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για το μέλλον της Ευρώπης.
Το πόσο κοστίζει αυτό στους Ευρωπαίους φορολογουμένους είναι αντικείμενο ειδικής έρευνας, αφού περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά μεταξύ τους φαινόμενα που είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. Υπάρχει το άμεσο οικονομικό κόστος λόγω των ακριβότερων τιμών σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, υπάρχει το κόστος της καθυστέρησης, που είναι πάρα πολύ μεγάλο ως προς τις έμμεσες συνέπειές του, υπάρχει το κόστος του υπερσχεδιασμού, υπάρχει το κόστος της κακής ποιότητας των παραδοτέων και των οικονομικών υπερβάσεων κ.λπ. Το κόστος αυτό συνολικά δεν έχει υπολογιστεί σε επίπεδο ΕΕ ή έστω κάποιου κράτους-μέλους, αλλά μπορεί κανείς με ασφάλεια να εκτιμήσει ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση λιγότερο από το 20% των σχετικών δαπανών.
Με δεδομένο ότι οι δαπάνες δημόσιων προμηθειών ξεπερνούν σε κάθε περίπτωση τα 2 τρισεκατομμύρια ευρώ και επηρεάζουν με τρόπο αποφασιστικό και την αποτελεσματικότητα της ιδιωτικής οικονομίας, είναι προφανές ότι το φαινόμενο αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για το μέλλον της Ευρώπης και τη δυνατότητά της να ανταγωνιστεί διεθνώς. Ιδίως σε μια περίοδο κατά την οποία, λόγω των πολλαπλών πιέσεων (αύξηση αμυντικών δαπανών, στόχοι πράσινης μετάβασης, υστέρηση σε ανταγωνιστικότητα εν όψει της επιταχυνόμενης τεχνολογικής επανάστασης –τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, βιοτεχνολογία– και αυξημένο κόστος προσαρμογής στην κλιματική κρίση), ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός αλλά και τα δημοσιονομικά των κρατών-μελών βρίσκονται σε πορεία αδιεξόδου.
Μπορεί να παρέχει ανεξάρτητη –σε σχέση με ιδιωτικά ή πολιτικά μικρά και μεγάλα συμφέροντα– γνώμη για τη σκοπιμότητα και την κοινωνική απόδοση του αρχικού σχεδιασμού, για το ύψος των προϋπολογισμών, για την αναγκαιότητα και την αμεροληψία των τεχνικών προδιαγραφών, για το πόσο συμφέρει μια προσφορά σε σχέση με τις τιμές που υπάρχουν στον ιδιωτικό τομέα, για τη σχέση μεταξύ κόστους και κοινωνικού οφέλους κ.λπ.
Η τεχνητή νοημοσύνη προσφέρει στην περίπτωση αυτή μια εξαιρετική δυνατότητα πλήρους ανατροπής των κακώς κειμένων στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη και πολύ σημαντικής αύξησης της αποτελεσματικότητας, τόσο του προϋπολογισμού της ΕΕ όσο και των προϋπολογισμών των κρατών-μελών. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει με αδιανόητα μικρότερο κόστος και σε αδιανόητα μεγαλύτερη ταχύτητα σε σχέση με τους ανθρώπους τιμές και προδιαγραφές. Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, δεν έχει αντίστροφα κίνητρα όταν υλοποιεί πολιτικές. Δεν ενδιαφέρεται για προσωπικό όφελος, αυξημένη εξουσία και κύρος, πολιτικά μικροσυμφέροντα κ.λπ. Συνεπώς μπορεί, εφόσον χρησιμοποιηθεί σωστά, σε συνδυασμό με ικανοποιητική πρόσβαση σε στοιχεία και δεδομένα, να εξαφανίζει εν τη γενέσει τους τα περισσότερα από τα αρνητικά φαινόμενα που περιγράψαμε. Και προπαντός να παρέχει ανεξάρτητη –σε σχέση με ιδιωτικά ή πολιτικά μικρά και μεγάλα συμφέροντα– γνώμη για τη σκοπιμότητα και την κοινωνική απόδοση του αρχικού σχεδιασμού, για το ύψος των προϋπολογισμών, για την αναγκαιότητα και την αμεροληψία των τεχνικών προδιαγραφών, για το πόσο συμφέρει μια προσφορά σε σχέση με τις τιμές που υπάρχουν στον ιδιωτικό τομέα, για τη σχέση μεταξύ κόστους και κοινωνικού οφέλους κ.λπ.
Όλα αυτά όχι υποκαθιστώντας τους ανθρώπους και τους θεσμούς, αλλά υποχρεώνοντάς τους να πείθουν τις εκάστοτε κοινωνίες και ελεγκτικές αρχές ότι διαχειρίζονται με ικανοποιητικό τρόπο τους πόρους και έχουν πειστικές απαντήσεις για τις επιλογές τους.
Το πώς μπορεί να στηθεί εξαρχής το σύστημα των δημόσιων προμηθειών αξιοποιώντας αυτά τα εργαλεία, καθώς και το πώς μπορεί να λειτουργήσει με τρόπο που να μην παγιδεύεται από τις αδυναμίες της τεχνητής νοημοσύνης και να πολλαπλασιάζει τη διαφάνεια και την ταχύτητα των διαδικασιών, είναι μια άλλη, πολύ περισσότερο λεπτομερής συζήτηση πολιτικής που έπεται. Η ουσία, στην παρούσα φάση, είναι να αναγνωρίσουμε τα τεράστια πλεονεκτήματα που θα είχε μια τέτοια μεταρρύθμιση. Πλεονεκτήματα όχι μόνο από οικονομικής πλευράς ή από πλευράς αύξησης της δημόσιας και κοινωνικής ωφέλειας των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και από πλευράς εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών. Και βέβαια να την προτεραιοποιήσουμε άμεσα ως δημόσια πολιτική.
Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος μιας σειράς άρθρων στην αθηΝΕΑ για τα «low-hanging fruits» της Τεχνητής Νοημοσύνης – πρακτικές εφαρμογές που μπορούν να υιοθετηθούν άμεσα, με πραγματικό αντίκτυπο για το δημόσιο, την οικονομία και την κοινωνία.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Τεχνητή Νοημοσύνη: Όσα Δεν Λέμε