Πέρσι το «Goodbye, Lindita» του Mario Banushi, φέτος «Το Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Παραστάσεις στις οποίες οι ηθοποιοί εκφέρουν ελάχιστο ή και καθόλου λόγο, θέατρο χωρίς λόγια. Και που, πέρα από την ειδική θεματική τους, κομίζουν κι ένα γενικότερο μήνυμα: πως η σιωπή είναι ανέφικτη. Πως οι ήχοι των απλών, καθημερινών κινήσεων, το ευλαβικό δίπλωμα των ρούχων, ένα κουτάλι που χτυπά στα τοιχώματα του πιάτου, η τακτοποίηση των παπουτσιών, κάποιες φορές μπορούν να εκφράσουν τη μοναξιά, τη θλίψη, ακόμη και το πένθος με τον πιο εύγλωττο τρόπο.
Αν αφήσουμε τα αντικείμενα να μιλήσουν, οι ταπεινοί τους θόρυβοι θα συνθέσουν μια μουσική της καθημερινότητας που, ενώ υπό κανονικές συνθήκες περνά απαρατήρητη, εκεί, στη σκηνή, με τον κατάλληλο φωτισμό και την ενέργεια που εκπέμπουν οι κινήσεις των ηθοποιών, διεκδικεί το ενδιαφέρον μας.
…δεν απουσιάζει η αφηγηματική δομή, οι έννοιες της κλιμάκωσης, της αρχής, της μέσης και του τέλους, της εξέλιξης των χαρακτήρων. Μοιάζει μάλλον σαν ένα θέατρο αισθήσεων…
Εικαστική Ερμηνεία των Συναισθημάτων
Αν συνυπολογίσουμε στις δύο παραπάνω παραστάσεις και τα εξαιρετικά «Φώτα της Πόλης» του Εθνικού Θεάτρου (που ανοίγουν ξανά φέτος στο Θέατρον του Ελληνικού Κόσμου για να αφηγηθούν την ιστορία της εμβληματικής ταινίας του Charlie Chaplin), ίσως μπορούμε να μιλάμε για νέα τάση στην ελληνική παραστασιολογία. Υποχώρηση της πρωτοκαθεδρίας του λόγου, κείμενα τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούνται από τις σκηνικές οδηγίες που αποτυπώνουν όλα όσα κάνει ο ήρωας.
Δεν πρόκειται όμως ακριβώς για σωματικό θέατρο, εφόσον η κίνηση και, πολύ περισσότερο, ο χορός (αν εξαιρέσουμε τα «Φώτα της Πόλης») είναι μάλλον περιορισμένα. Περισσότερο, αυτή η αλυσίδα σκηνικών οδηγιών μετατρέπει τελικά τη σκηνική πράξη σε μια τελετουργία, που παραδόξως δεν φαντάζει βαρετή. Ίσως γιατί μας είναι εξαιρετικά οικεία.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρόκειται ούτε για «Θέατρο των Εικόνων», δεν εντάσσεται δηλαδή στην πρωτοποριακή παράδοση που έχει ως γνωστότερο σε εμάς εκπρόσωπο τον Βob Wilson. Κι αυτό γιατί δεν απουσιάζει η αφηγηματική δομή, οι έννοιες της κλιμάκωσης, της αρχής, της μέσης και του τέλους, της εξέλιξης των χαρακτήρων. Μοιάζει μάλλον σαν ένα θέατρο αισθήσεων: προτάσσει την εικαστική ερμηνεία των συναισθημάτων, την οποία ο θεατής καλείται να βιώσει ως άμεση εμπειρία, χωρίς να αποσπάται από διαλόγους.
Σιωπηλή Ισορροπία
Οι ηθοποιοί είναι εξίσου σημαντικοί με τον φωτισμό, τα κοστούμια, τη μουσική. Η σύνθεσή τους είναι το πιο σημαντικό – η σύνθεση, ο ρυθμός, η ατμόσφαιρα: περίπου σαν ένα σκηνοθετημένο όνειρο χωρίς λέξεις. Τα όνειρα έχουν ιστορία, η ιστορία βρίσκεται εκεί ούτως ή άλλως. Μόνο που δεν είναι επενδεδυμένη με λόγο.
Και όλη αυτή η σιωπή; Αντέχονται οι δύο ή δυόμιση ώρες μιας παράστασης χωρίς εκφορά κειμένου; Όπως είχε γράψει ήδη από το 1955 ο μεγάλος οραματιστής της μουσικής John Cage: «Δεν υπάρχει άδειος χώρος ή άδειος χρόνος. Υπάρχει πάντοτε κάτι να δεις, κάτι να ακούσεις.
Πράγματι, όσο και αν προσπαθήσουμε να κάνουμε ησυχία, είναι αδύνατο». Πολύ περισσότερο στο θέατρο, όταν όλες οι αισθήσεις του θεατή είναι σε εγρήγορση, όταν οι ζωές άλλων ανθρώπων ζωντανεύουν σε απόσταση αναπνοής, τότε ακόμη και ο πιο ασήμαντος ήχος γίνεται φορέας μηνύματος.
Στην παράσταση του Banushi παρακολουθούμε ταφικά έθιμα του βαλκανικού χώρου. Στην παράσταση του Καραντζά η αίσθηση της κλειδαρότρυπας υποχωρεί και αντικαθίσταται από αυτήν του καθρέφτη. Η τελετουργία που διεξάγεται στο διαμέρισμα το οποίο έχει στηθεί απέναντί μας ως σκηνικό είναι η ίδια τελετουργία που απαράλλακτα διεξάγουμε κι εμείς καθημερινά. Εικόνες από το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον του εαυτού μας, Η ζωή των άλλων ως δική μας ζωή.
Ασφαλώς, για να μπορέσει ένα τέτοιο είδος θεάτρου να διατηρήσει αδιάσπαστη την προσοχή του θεατή, οι σκηνοθετικές απαιτήσεις είναι αυξημένες. Απαιτείται ρυθμός και μέτρο, ευρηματικότητα, ακρίβεια, συντονισμός όλων των επιπέδων: φωτισμού, όψης, υποκριτικής, κινησιολογίας.
Ο Mario Banushi, ο Δημήτρης Καραντζάς, η Αμαλία Μπένετ απέδειξαν ότι μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία. Το κοινό ανταποκρίθηκε. Το θέατρο στην Αθήνα του 2023 πιάνει το νήμα από εκείνη την εποχή που η σκηνική πράξη ήταν «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας» και δημιουργεί κάτι νέο και φρέσκο.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Anna Politkovskaya | Ένα Θεατρικό Υπόμνημα Αλήθειας