Ήταν βράδυ της 23ης Φεβρουαρίου 2022 όταν ο Βλαντ προσπαθούσε να γράψει τη διπλωματική του στο σπίτι του στο Κίεβο. Είχε ακούσει την ομιλία του Putin προς τον ρωσικό λαό λίγες μέρες πριν, το περιεχόμενο της οποίας, αν και μονοπωλούσε τις συζητήσεις με τους φίλους του, δεν τον ανησυχούσε ιδιαίτερα.
Είχε περάσει όλη του τη ζωή με την απειλή της Ρωσίας να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του και πίστευε ότι το Κίεβο ήταν σχετικά ασφαλές. Κοιμήθηκε με τη σκέψη ότι την επόμενη μέρα έπρεπε να θυμηθεί να τηλεφωνήσει στον παππού του, ο οποίος θα γινόταν στις 24 του μήνα 75 χρονών. Δεν το έκανε, γιατί εκείνο το πρωί ξύπνησε ακούγοντας εκρήξεις από βόμβες.
Επικοινώνησα με τον Βλαντ μέσω Telegram, μια διαδικτυακή εφαρμογή διαδεδομένη στην Ουκρανία και τη Ρωσία, που παραμένει αξιόπιστη παρά τις συνεχείς προσπάθειες των Ρώσων να εμποδίσουν την επικοινωνία των Ουκρανών με το εξωτερικό.
Αυτή τη στιγμή κρύβεται σε ένα υπόγειο, σε ένα χωριό κοντά στη Βίνιτσα, μαζί με τη γιαγιά του. Η μαμά και η μικρή αδερφή του κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα με τη Σλοβακία και να μεταφερθούν με ασφάλεια στη Γερμανία, εκείνος όμως είχε αποφασίσει ότι θα έμενε πίσω ακόμα και πριν από την απαγόρευση της ουκρανικής κυβέρνησης για εγκατάλειψη της χώρας από τους άνδρες ηλικίας 18-60.
Όλοι βοηθούν με όποιον τρόπο μπορούν, σε μια Ουκρανία που σχεδόν δύο εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου έχει γίνει ρουτίνα η κατασκευή κοκτέιλ μολότοφ από τους πολίτες.
Βλαντ, πώς ήταν οι μέρες πριν από την εισβολή;
Πριν από μια εβδομάδα προσπαθούσαμε να συνεχίσουμε μια «κανονική» ζωή. Τουλάχιστον, θέλαμε να προσποιούμαστε ότι το κάνουμε. Την περασμένη Κυριακή η μαμά, η αδερφή μου και εγώ παρακολουθούσαμε στον κινηματογράφο την ταινία του Oleg Sentsov, του μέχρι πρόσφατα πολιτικού κρατούμενου στη Ρωσία.
«Στην πραγματικότητα δεν είχαμε καμία ευκαιρία να δραπετεύσουμε άμεσα».
Αγοράσαμε τρία εισιτήρια με επιχορήγηση που είχε λάβει η μαμά μου ως κρατική βοήθεια λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού. Η ταινία ήταν αφόρητα ειλικρινής, ωμή και γεμάτη βία, και νομίζω πολύ συμβολική όσον αφορά το τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια. Εν τω μεταξύ, ο κορωνοϊός φαίνεται πλέον να μην υπάρχει για εμάς. Τα στάνταρντ επιβίωσης έχουν πέσει στο ελάχιστο, επομένως δεν μπορούμε να νοιαζόμαστε πια για την πανδημία.
Ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν κατάλαβες ότι γίνεται πόλεμος;
Δεν θυμάμαι ακριβώς τι ένιωθα εκείνη τη στιγμή, θυμάμαι μόνο ότι έκανε πολύ κρύο. Θυμάμαι πολύ καθαρά ότι δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Είχα μόλις κόψει το κάπνισμα, αλλά από εκείνη την ημέρα άρχισα να καπνίζω ξανά. Είναι το μόνο πράγμα που με ηρεμεί.
Ξύπνησα τη μητέρα μου και μετά την αδερφή μου. Πήγα σε ένα κοινόχρηστο μπαλκόνι στην πολυκατοικία μας και αμέσως, ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, άκουσα μια μεγάλη έκρηξη. Μετά μάθαμε ότι ο βομβαρδισμός ήταν στο Μπρόβαρι, μια αρκετά μεγάλη πόλη στα ανατολικά της πρωτεύουσας.
«Δεν θυμάμαι καν τι βάλαμε στη βαλίτσα. Τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν βάλαμε ούτε τα απαραίτητα. Όλα έχουν μείνει στο διαμέρισμα».
Δεν ξεκινήσαμε αμέσως να πακετάρουμε τα πράγματα, δεν έχουμε δικό μας αυτοκίνητο κι έτσι δεν θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε τα υπάρχοντά μας. Στην πραγματικότητα, δεν είχαμε καμία ευκαιρία να δραπετεύσουμε άμεσα. Οι γείτονές μου είπαν ότι έχουμε ένα καταφύγιο στο σπίτι. Δεν ήμασταν σίγουροι για το αν θα φύγουμε από το Κίεβο.
Πότε ξεκίνησατε να ετοιμάζεστε μαζί με τη μητέρα σου;
Η μητέρα μου δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον πανικό της. Πολλές φορές την κυριεύει το άγχος. Στην αρχή, μετά τις πρώτες ώρες της εισβολής, δεν κατάλαβε καν τι είχε συμβεί, οπότε αμέσως μετά πήγα εγώ στο κατάστημα και αγόρασα τα πιο απαραίτητα πράγματα, όπως σνακ και κάποια φάρμακα (δεν μπορούσα να πάρω μετρητά από την κάρτα μου, οι ουρές στα ATM ήταν ατελείωτες) και στη συνέχεια άρχισα να μαζεύω τα απαραίτητα μαζί της.
Δεν θυμάμαι καν τι βάλαμε στη βαλίτσα. Τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν βάλαμε ούτε τα απαραίτητα. Όλα έχουν μείνει στο διαμέρισμα.
Μια ανάμνηση που μου έχει μείνει από εκείνες τις γεμάτες αγωνία ώρες που πέρασα στο σπίτι ενόσω η Ρωσία βομβάρδιζε πολλές ουκρανικές πόλεις ήταν το ερώτημα του πώς να μεταφέρω τη γάτα μας στη γιαγιά μου. Δεν είχαμε φορητή ειδική τσάντα. Στην πρώτη προσπάθεια να τη βάλω σε μια αθλητική τσάντα, γρατζούνισε τα χέρια μου μέχρι που μάτωσαν και κρύφτηκε πίσω από μια τρύπα στο μπάνιο. Τότε ήταν που άρχισα πραγματικά να πανικοβάλλομαι και να πιστεύω ότι δεν θα καταφέρουμε να φύγουμε ποτέ.
Πώς καταφέρατε να φύγετε τελικά;
Στις 10 το πρωί συμφωνήσαμε με τον νονό μου να μας πάει στη γιαγιά μου, στην περιοχή της Βίννιτσα. Θα μας έπαιρνε από έναν σταθμό λεωφορείων έξω από το Κίεβο. Κανονικά το ταξίδι μέχρι τη δυτική έξοδο του Κιέβου διαρκεί 40-50 λεπτά, αλλά εκείνη την ημέρα, λόγω του τεράστιου αριθμού ανθρώπων που αναζητούσαν οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς για να φύγουν, όλοι οι αυτοκινητόδρομοι μπλόκαραν. Χρειάστηκαν περίπου 3 ώρες για μια απόσταση 5 χιλιομέτρων.
Κουβαλούσαμε όλα τα σακίδια στην πλάτη, την τσάντα με τη γάτα και μια βαλίτσα με ροδάκια. Καθώς διασχίζαμε τον αυτοκινητόδρομο, πολλοί άνθρωποι έβγαιναν από τα αυτοκίνητα και περπατούσαν ανάμεσα από αυτά. Όλοι ήταν τρομαγμένοι, αλλά όλοι έμεναν σιωπηλοί, λες και αν ένα άτομο άρχιζε να φωνάζει και να ουρλιάζει, θα άρχιζαν να φωνάζουν και να ουρλιάζουν όλοι.
Ποια ήταν η κατάσταση στον σταθμό των λεωφορείων;
Όταν φτάσαμε στον σταθμό, που είναι κοντά στην έξοδο της πόλης προς τον δυτικό αυτοκινητόδρομο που πηγαίνει στο Ζιτόμιρ, ήταν πολύς κόσμος, στρατιώτες, ζώα, παιδιά, άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι στρατιώτες κάπνιζαν και δεν ανησυχούσαν, άλλωστε είχαν μεγάλη εμπειρία σε τέτοιου είδους καταστάσεις.
«Στην ερώτηση αν είμαι ασφαλής τώρα, δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Πώς να νιώσεις ασφαλής όταν η χώρα σου καταρρέει μπροστά στα μάτια σου και ο υπόλοιπος κόσμος απλώς παρακολουθεί;»
Οι άνθρωποι έπιναν καφέ, κάπνιζαν καθισμένοι σε τσάντες και βαλίτσες και προσπαθούσαν να φύγουν από άλλους δρόμους, καθώς οι περισσότεροι ήταν κλειστοί λόγω των τανκς που κινούνταν προς το κέντρο της πόλης. Δεν ακούγονταν εκρήξεις, αλλά ο ρωσικός στρατός κινούνταν ήδη προς το Κίεβο. Η πρώτη φάση ήταν ένας μαζικός βομβαρδισμός σημαντικού μέρους της στρατιωτικής υποδομής, όμως δεν ήταν αξιόλογη σε αυτό το τμήμα της πόλης.
Έχοντας πλέον ξεφύγει από το άμεσο πεδίο μάχης, πώς αισθάνεσαι;
Στην ερώτηση αν είμαι ασφαλής τώρα, δεν ξέρω πως να απαντήσω. Πώς να νιώσεις ασφαλής όταν η χώρα σου καταρρέει μπροστά στα μάτια σου και ο υπόλοιπος κόσμος απλώς παρακολουθεί; Πιστεύω ακράδαντα στη δύναμη του ουκρανικού λαού και με έχει συγκινήσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι εδώ δεν έχουν χάσει την ελπίδα τους. Είμαι όμως απογοητευμένος. Πίστευα ότι στον 21ο αιώνα θα είχαμε ξεπεράσει τον πόλεμο ως λύση στα προβλήματά μας.
Δεν ήμουν ποτέ επιθετικός άνθρωπος και βρέθηκα σε μια κατάσταση όπου είναι πολύ πιθανόν να χρειαστεί να πιάσω και εγώ όπλο για να προστατεύσω ό,τι αγαπώ. Πριν από τις 24 Φεβρουαρίου ήμουν σίγουρος ότι ποτέ δεν θα χρειαστεί να αγγίξω όπλο. Τώρα δεν είμαι τόσο σίγουρος.
- Η οικογένεια του Βλαντ κατάφερε να περάσει τα σύνορα με τη βοήθεια του Φρέντι και του Έντι, δύο φίλων του Βλαντ, τους οποίους γνώρισε πέρσι το καλοκαίρι στην πόλη Giessen της Γερμανίας, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στο πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus. Ο Φρέντι και ο Έντι διέσχισαν τρεις χώρες για να φτάσουν με αυτοκίνητο στη Σλοβακία και να μεταφέρουν στην ασφάλεια της Γερμανίας την Ίνα και τη Σοφία (τη μαμά και την αδερφή του Βλαντ). Για τον σκοπό της μεταφοράς, ύστερα από έκκληση για βοήθεια, μαζεύτηκαν συνολικά 1.500 ευρώ, τόσο από παιδιά που γνώρισαν τον Βλαντ τότε όσο και από άτομα που δεν ξανακούσει γι’ αυτόν και ήθελαν απλώς να βοηθήσουν. Ούσα και εγώ η ίδια μια από τις φίλες του Βλαντ στη Γερμανία, μπορώ να πω ότι ποτέ δεν ένιωσα πιο περήφανη για τους φίλους μου από εκείνη τη στιγμή που μπορέσαμε όλοι να βοηθήσουμε, έστω και αν μας χώριζαν χιλιόμετρα απόστασης.
Διαβάστε ακόμη στην αθηΝΕΑ:
Πόλεμος στην Ουκρανία: Μαρτυρία Δύο Γυναικών