Το γυμνό σώμα αποτελεί παράδοση της δυτικής τέχνης και χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει τα ιδανικά τόσο της ανδρικής όσο και της γυναικείας ομορφιάς. Η απεικόνισή του κατείχε κεντρική θέση στην αρχαία ελληνική τέχνη, όπως και κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, περίοδο επανεμφάνισής του.
Η «Αφροδίτη» του Tiziano
Το γυμνό σώμα δεν αντιγράφεται αλλά μετασχηματίζεται από τον καλλιτέχνη ως αισθητικό αντικείμενο, συνήθως για χρηστικούς ή διακοσμητικούς σκοπούς. Το γυναικείο σώμα, ιδιαίτερα, έχει αποκτήσει ιστορικά διαφορετικούς ρόλους, είτε ως σύμβολο της κλασικής ομορφιάς, είτε ως εξύμνηση της φύσης και του αισθησιασμού, είτε ως αντικείμενο ηδονής για το ανδρικό κοινό.
Παρόλο που πληθώρα καλλιτεχνών εμπνεύστηκε από την κλασική αρχαιότητα και τη μυθολογία, οι γυναικείες μορφές στις απεικονίσεις τους δεν έμειναν πιστές στις αρχαίες πηγές. Αντίθετα, τις αξιοποίησαν ώστε να εξερευνήσουν τη σεξουαλικότητα στην τέχνη, προβάλλοντας ταυτόχρονα ως μοναδικές γυναικείες αρετές τη γονιμότητα, τον αισθησιασμό και την ομορφιά.
Οι εικόνες αυτές δημιουργήθηκαν από το ανδρικό βλέμμα για ανδρική κατανάλωση. Η «Αφροδίτη του Ουρμπίνο» του Tiziano αναφέρεται συχνά ως χαρακτηριστικό παράδειγμα απεικόνισης του γυναικείου γυμνού κατά τον 16ο αιώνα.
Η μόνη ιδιότητα των γυναικών που υπερείχε των ανδρών ήταν η ομορφιά, η οποία ήταν ταυτόχρονα και το χαρακτηριστικό που τις καθόριζε ως υπάρξεις.
Στο κέντρο της σύνθεσης, μια γυμνή νεαρή γυναίκα (που συσχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη) απεικονίζεται ξαπλωμένη σε ένα ανάκλιντρο να κοιττάζει ευθεία μπροστά τον θεατή, άνετη με τη γύμνια της. Κρατάει μια ανθοδέσμη στο δεξί της χέρι και καλύπτει το εφηβαίο της με το αριστερό.
Η προσθήκη κοσμημάτων στα χέρια της τονίζει ακόμη περισσότερο το γυμνό της σώμα, ενώ η ανάπτυξη πλούσιας χρωματικής τεχνικής επεξεργασίας αντανακλά τη διάθεση της προβολής του αισθησιασμού στην επεξεργασία του θέματος. Το βλέμμα της περιγράφεται ως προκλητικό, μια ερωτική πρόσκληση που καλωσορίζει τον θεατή, αφού κοιτάζει μπροστά χωρίς να στρέφει ολόκληρο το σώμα της.
Το γυμνό του Tiziano διακρίνεται για την έλλειψη «ευπρέπειας». Αν και ο ζωγράφος εμπνέεται από ένα μυθολογικό θέμα για να δικαιολογήσει τη γύμνια της γυναίκας, κανένα άλλο εικαστικό στοιχείο δεν υποδηλώνει τη θεϊκή της ταυτότητα.
Εδώ το σύμβολο της Αφροδίτης είναι η γύμνια της. Η εξιδανικευμένη ομορφιά της, το «προκλητικό» βλέμμα της και η πόζα της ακολουθούν μια τυποποιημένη πρόσληψη του γυναικείου αισθησιασμού. Η μόνη ιδιότητα των γυναικών που υπερείχε των ανδρών ήταν η ομορφιά, η οποία ήταν ταυτόχρονα και το χαρακτηριστικό που τις καθόριζε ως υπάρξεις.
Η «Σουζάνα» της Gentileschi
Το έργο της Artemisia Gentileschi «Η Σουζάνα και οι Γέροντες», δημιουργημένο περίπου μισό αιώνα μετά, παρουσιάζει τελείως διαφορετικά το γυμνό. Το θέμα προέρχεται από μια θρησκευτική αφήγηση, αλλά εκφράζεται καλλιτεχνικά μέσα από τη ρεαλιστική οπτική της ζωγράφου.
Μια ευσεβής «Σουζάνα» φαίνεται να κάθεται γυμνόστηθη στην άκρη μιας πέτρινης στέρνας ενόσω δύο ηλικιωμένοι άνδρες κρέμονται από τον φράχτη κοιτώντας την ηδονοβλεπτικά. Ο πίνακας αναδεικνύει το γυναικείο γυμνό, εστιάζοντας στην ερωτική του πτυχή, η οποία τονίζεται από την παρουσία των ανδρών.
Ωστόσο εδώ το γυμνό δεν υπάρχει για να ευχαριστήσει τον θεατή, καθώς αποτελεί τη μαρτυρία ενός βιβλικού θέματος από την οπτική γωνία του θύματος.
Ένας από τους κύριους στόχους της απεικόνισης του γυναικείου γυμνού είναι ο έλεγχος του γυναικείου σώματος, καθώς η αναπαράστασή του αντικειμενοποιείται. Η εικόνα του διαμορφώνεται στο πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτισμικών ιδεών που υπαγορεύονται κυρίως από τους άνδρες.
Μια γυμνή γυναικεία μορφή εξυμνείται για τη γύμνια της λόγω της συσχέτισής της με τον αισθησιασμό και τη γονιμότητα. Αντιθέτως, μετά τον 19ο αιώνα, περιφρονείται λόγω της συνειδητής επιλογής της να γδυθεί.
Ωστόσο, η Gentileschi σπάει αυτή την αντίληψη και πρακτική. Το σώμα της «Σουζάνας» δεν ορίζεται από τον ερωτισμό, αλλά συμμορφώνεται σε ρεαλιστικές αναπαραστάσεις. Σε αντίθεση με την προσεκτική απόδοση του σώματος του Tiziano, η Gentileschi απεικονίζει το γυναικείο γυμνό με φυσικά χαρακτηριστικά, προκαλώντας έτσι το ανδρικό βλέμμα όχι για τη γυναικεία μορφή αλλά για τη λάγνα συμπεριφορά των γερόντων που περιτριγυρίζουν τη «Σουζάνα».
Η γυναίκα σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζεται σε ένα κλειστοφοβικό πλαίσιο, εκδηλώνοντας το γενικότερο αίσθημα της εποχής: τόσο την ύπαρξη της Σουζάνας παγιδευμένης στο φύλο της όσο και το γυναικείο φύλο παγιδευμένο στον ορισμό της σεξουαλικότητάς του.
Από το Nude στο Naked
Περνώντας στον 19ο αιώνα, εντοπίζουμε μια αλλαγή στην αναπαράσταση του γυμνού: η έννοιά του αλλάζει από nude (συμβατικά ελκυστικό, παθητικό, παρών με σκοπό να θεαθεί) σε naked (αυθεντικό, αληθινό, ευάλωτο, συνειδητό).
Αυτό σήμαινε απομάκρυνση από τη μυθολογία ως πηγή έμπνευσης για τα θέματα της τέχνης και προσέγγιση προς τον σύγχρονο ρεαλισμό. Μια γυμνή γυναικεία μορφή εξυμνείται για τη γύμνια της λόγω της συσχέτισής της με τον αισθησιασμό και τη γονιμότητα. Αντιθέτως, μετά τον 19ο αιώνα, περιφρονείται λόγω της συνειδητής επιλογής της να φανερώσει τη γύμνια της.
Ένα πρώτο παράδειγμα αυτής της μοντέρνας οπτικής στην τέχνη εκφράζει ο Francisco Goya με το έργο του «Γυμνή Μάχα». Εδώ, μια νεαρή, χλωμή, γυμνή γυναίκα ξαπλώνει σ’ ένα κρεβάτι. Η γυμνή Μάχα έχει τέλεια χτενισμένα μαλλιά, καρφώνει με το βλέμμα της τον θεατή, ενώ στο πρόσωπο με τα ρόδινα μάγουλά της απλώνεται ένα ελαφρύ μειδίαμα.
Τα χέρια της είναι διπλωμένα πίσω από το κεφάλι της τονίζοντας το στήθος της και η ήβη της, τοποθετημένη ακριβώς στο κέντρο του σύνθεσης, εκτίθεται χωρίς να υποδηλώνεται η διάθεση να καλυφθεί από κάτι.
Η προκλητική εικόνα του Goya απευθυνόταν στους άνδρες της ανώτερης τάξης της Ισπανίας, τροφοδοτώντας τη φαντασίωσή τους, αφήνοντάς την να αποπλανηθεί από μια γυναικεία φιγούρα που προκαλεί αίσθηση ερωτισμού και ηδονής. Μόνο που αυτή η γυναίκα είναι κυρίαρχος του εαυτού της, εκπέμποντας μια διάθεση σεξουαλικής αυτοϊκανοποίησης. Χαμογελά στον θεατή επειδή τον ποθεί η ίδια, όχι εκείνος.
Υπήρξαν διάφορες εικασίες ότι η «Γυμνή Μάχα» αναπαριστά τη δούκισσα της Άλμπα, María Cayetana de Silva, την οποία ο Goya είχε ζωγραφίσει αρκετές φορές. Αυτό είναι ένα ακόμη στοιχείο που σηματοδοτεί την απόκλιση του γυμνού από τον κλασικισμό.
Ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε από μια πραγματική ύπαρξη, ένα άτομο υψηλού κύρους, που εκτίθεται όπως κάθε άλλη γυναίκα. Δεν χρησιμοποιεί το γυμνό για να υπαινιχθεί κάτι άλλο.
Η διάθεση που υποδηλώνει η γυναικεία φιγούρα είναι ανοιχτά σεξουαλική και η απεικόνιση του σώματος ρεαλιστική. Η «Γυμνή Mάχα» σηματοδοτεί, για την ιστορία του γυμνού, μια τολμηρή εξόρμηση σε μια καθαρά κοσμική απόδοση του γυμνού.
Η «Olympia» του Manet
Ένας ακόμη πίνακας που αποτυπώνει αυτή τη ριζική στροφή στην καλλιτεχνική αναπαράσταση είναι η «Olympia» του Édouard Manet. Παρόλο που η πόζα της «Ολυμπίας» ανακαλεί την «Αφροδίτη του Ουρμπίνο», πρόκειται για το πορτρέτο μιας υπαρκτής γυναίκας και συγκεκριμένα μιας πόρνης.
Ο Manet έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα για να κάνει το γυμνό του ελκυστικό, με αποτέλεσμα οι θεατές να αποκτούν πρόσβαση στην ιδιωτικότητα της γυναίκας, εισβάλλοντας στον προστατευμένο κόσμο της. Το ερωτικά φιλόξενο βλέμμα της «Αφροδίτης» έχει αντικατασταθεί από το αυστηρό προκλητικό βλέμμα της «Ολυμπίας», υπονοώντας ότι τα βλέμματα των θεατών προς εκείνη δεν είναι ευπρόσδεκτα.
Επιπλέον, η σκούρα χρωματική παλέτα του φόντου έρχεται σε αντίθεση με το λευκό δέρμα της, τονίζοντας τη γύμνια της και καταρρίπτοντας παραδοσιακούς συσχετισμούς μεταξύ λευκού χρώματος και αγνότητας.
Επίσης, το σώμα της δεν είναι προκλητικό, δεν είναι ξαπλωμένη στο ανάκλιντρο, βρίσκεται σε εγρήγορση, μισοανασηκωμένη, καλύπτοντας το εφηβαίο της. Εδώ το γυμνό δεν προσφέρει διέξοδο για ηδονοβλεψία, αλλά μια κάθαρση με την αναπαράσταση αληθινών καταστάσεων.
Το έργο αντιμετωπίστηκε αρνητικά στην εποχή του επειδή απεικόνιζε τη γυναικεία σεξουαλικότητα σύμφωνα με τη γυναικεία αυτοδιάθεση. Ο Manet σηματοδότησε μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το γυμνό γινόταν αντιληπτό στην τέχνη. Ο ανδρικός πληθυσμός μπορεί να εξακολουθεί να ατενίζει το γυναικείο γυμνό, αλλά τώρα το κάνει απρόθυμα, χωρίς τη λάγνα ελευθερία που επέτρεπε στον εαυτό του.
Το Γυμνό στον 20ό Αιώνα
Τον 20ό αιώνα η αναπαράσταση του γυναικείου γυμνού αποκτά τον έλεγχο του εαυτού της και αμφισβητεί το πρότυπα ομορφιάς.
Το έργο της Hannah Wilke αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς εντάσσεται στο πλαίσιο της φεμινιστικής τέχνης που προσπάθησε να αποκαλύψει τις παραλείψεις στην αναπαράσταση του γυναικείου σώματος και να το παρουσιάσει σε όλες τις μορφές και υποκειμενικότητές του.
Η επανεκτίμηση του γυναικείου γυμνού προέρχεται από μια γυναίκα καλλιτέχνιδα που μιλάει για τον εαυτό της, για το σώμα της, από μια γυναικεία οπτική γωνία. Αυτή η προοπτική απουσίαζε για χρόνια από τις αναπαραστάσεις των γυναικών στη δυτική κουλτούρα.
Αμφισβήτησε τις παραδοσιακές έννοιες της σεξουαλικότητας, ενώ δημιούργησε μια νέα οπτική γλώσσα μέσω της οποίας μπορεί να προβληθεί το γυναικείο γυμνό.
Το 1974 ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις φωτογραφικές απεικονίσεις του σώματός της. Σε αυτές πόζαρε τόπλες, παρουσιάζοντας μια νέα πτυχή του γυμνού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι «ριζοσπαστικές» δημιουργίες της Wilke συνέπεσαν με την κορύφωση του φεμινιστικού κινήματος.
Αναδυόμενο τη δεκαετία του 1960, επιδίωξε να αμφισβητήσει τις προϋπάρχουσες απόψεις για τις γυναίκες, αναζητώντας ίση μεταχείριση μεταξύ των δύο φύλων σε κάθε τομέα.
Στο project «S.O.S» (Stratification Object Series), η Wilke δημιουργεί μια παράσταση στην οποία αλληλεπιδρά με το κοινό της γυμνόστηθη, ενώ εκείνο μασάει τσίχλα. Στη συνέχεια, μετατρέπει την τσίχλα σε σχηματισμό που συμβολίζει το αιδοίο, τη μήτρα και μικρές πληγές, σημαδεύοντας με αυτές το πρόσωπο, την πλάτη και το στήθος της.
Το έργο της παραπέμπει στις γυναίκες οι οποίες υπομένουν εκατοντάδες κλειτοριδεκτομές και μάλιστα χωρίς αναισθησία. Η Wilke υπαινίσσεται τη σχέση αυτής της μεταχείρισης με την υποτιθέμενη ταλαιπωρία που υφίστανται οι γυναίκες στον δυτικό κόσμο σε διαδικασίες καλλωπισμού.
Οι ταξινομημένες πόζες και τα εξιδανικευμένα πρότυπα ομορφιάς της Αναγέννησης έχουν εξελιχθεί σε μια αναπαράσταση-απόδειξη της βιωμένης εμπειρίας της γυναίκας. Μέσα από το έργο της απαιτεί από τον θεατή βαθιά συγκέντρωση, τόσο οπτική όσο και συναισθηματική – ο θεατής αισθάνεται άβολα μπροστά στις φωτογραφίες.
Δεν βρίσκεται εκεί για να θαυμάσει ή να κοιτάξει ηδονοβλεπτικά, αντικρίζει περισσότερο μια επίδειξη της γύμνιας παρά μια αναπαράσταση. Η αναπαράσταση του γυναικείου σώματος έχει αλλάξει εν μέρει επειδή ο δημιουργός είναι του ίδιου φύλου με το μοντέλο και εν μέρει επειδή το ζήτημα της ρύθμισης της γυναικείας ταυτότητας μέσω του ελέγχου της εικόνας έρχεται στο προσκήνιο της συζήτησης με το φεμινιστικό κίνημα.
Οι εικόνες της είναι διφορούμενες· χρησιμοποιεί τεχνικές ανδρών καλλιτεχνών για να απεικονίσει το γυναικείο γυμνό επαναπροσδιορίζοντας έτσι τον σκοπό του. Κάνει επίσης μια δήλωση σχετικά με την ιστορία του γυναικείου γυμνού, δημιουργώντας και ανακατασκευάζοντας τις οικείες προκαταλήψεις για τη θηλυκότητα και τη σεξουαλικότητα.
Η επανεκτίμηση του γυναικείου γυμνού προέρχεται από μια γυναίκα καλλιτέχνιδα που μιλάει για τον εαυτό της, για το σώμα της, από μια γυναικεία οπτική γωνία. Αυτή η προοπτική απουσίαζε για χρόνια από τις αναπαραστάσεις των γυναικών στη δυτική κουλτούρα.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:
Κάτω στον Πειραιά, στα Πορνεία (με Ξεναγό την Έρευνα του Βασίλη Πισιμίση)
Γιατί οι Άνδρες Σνομπάρουν τη Γυναικεία Λογοτεχνία;
Artemisia Gentileschi: Η Πρώτη Αναγνωρισμένη Γυναίκα Ζωγράφος;