Υπερβαίνοντας το Έμφυλο Όριο στη Ρομαντική Περίοδο του Παπαδιαμάντη

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντη

Tο παπαδιαμαντικό έργο αποτελεί, κατά τη διατυπωμένη άποψή μου, την έναρξη μιας φιλογυναικείας λογοτεχνίας στη χώρα μας. Παρότι οι σχέσεις του συγγραφέα με τις γυναίκες είναι ιδιότυπες, περίπλοκες και συχνά αντιφατικές: σχέσεις αγάπης, φόβου, συμπόνιας, αποστροφής και κατανόησης, ανομολόγητου έρωτα και ομολογούμενης απόρριψης, οι οποίες εντοπίζονται νωρίς από την πρώτη, τη ρομαντική του περίοδο.

Άλλωστε, όπως επιβεβαιώνεται, τόσο στα σκιαθίτικα όσο και στα αθηναϊκά του διηγήματα που θα ακολουθήσουν, οι κοινωνίες και οι χώροι που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, οι κοινωνίες, δηλαδή, που γνωρίζει και στις οποίες ουσιαστικά ζει –είτε στο νησί του είτε στις αθηναϊκές λαϊκές αυλές– είναι κοινωνίες των γυναικών, οι οποίες διαχειρίζονται τελικά, άμεσα ή έμμεσα, τις περισσότερες και πιο ενδιαφέρουσες από τις κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται.

Ο κόσμος αυτός είναι οικείος και κοντινός στον συγγραφέα και, παρά την πολυπλοκότητα, τις αντιφάσεις του ή τη σύγχυση που του προκαλεί, τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής και πρόθυμα συνδιαλέγεται μαζί του. Η απόδοση αυτού του κόσμου στα γραπτά του είναι η αναμενόμενη κατάληξη, καθώς έχει ουσιαστικά στρέψει την πλάτη στον κόσμο των ανδρών, ιδιαίτερα των ανδρών της πόλης, των οποίων πολλές ενασχολήσεις και αντιλήψεις αποδοκιμάζει ως επικίνδυνες. Ασχολείται μαζί τους κυρίως για να τις χλευάσει.

Ο Ασυνήθιστος Χαρακτήρας της Αυγούστας

Ήδη από τη ρομαντική του περίοδο, η σύλληψη της Αυγούστας, της ηρωίδας του μυθιστορήματος «Οι Έμποροι των Εθνών» (1882), οι προβληματισμοί και οι πράξεις της διαμορφώνουν έναν γυναικείο χαρακτήρα όχι συνηθισμένο, ταυτόχρονα με την επιβεβαίωση του γεγονότος πως η γυναικεία υποταγή δεν ήταν πάντοτε δεδομένη ολοκληρωτικά, πως οι στάσεις και οι αντιστάσεις με οποιαδήποτε μορφή ήταν τόσο υπαρκτές όσο και αποσιωπημένες.

Η Αυγούστα, η οποία ως σύζυγος του Μούχρα στο μεγάλο, ευπρεπές και οχυρωμένο με τρεις πύργους και με ψηλό τοίχο σπίτι του ήταν «αθώα ως περιστερά», γρήγορα μεταβλήθηκε σε γυναίκα που ήπιε «το ποτήριον της πόρνης ως λέγει η αποκάλυψις», αμέσως μόλις συγκρούστηκε με την κυρίαρχη ιδεολογία του φύλου της εποχής της. Η καθοριστική παρουσία του Βενετού μετέτρεψε το «σέμνωμα» σε εξεγερμένη γυναίκα, που μέσα από μια πορεία οδύνης –κοινωνικές συγκρούσεις, ενοχές, τύψεις, από την αυτοαπόρριψη και την αυτοανάταση– καταλήγει να προτιμήσει το πάθος της και τις ανάγκες του κορμιού της από τη σωτηρία της ψυχής της, σε μια σπάνια στη νεοελληνική λογοτεχνία αναζήτηση της υποκειμενικότητάς της.

Η Αυγούστα και τα ανθρώπινα/γυναικεία δικαιώματα που διεκδικεί αποτελούν την πρώτη συνεισφορά του Παπαδιαμάντη στη φιλογυναικεία λογοτεχνία και ταυτόχρονα την πρώτη υπέρβαση της καθημερινής του συνείδησης και θρησκευτικότητας, και μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Την περίοδο αυτή θα τελειώσει και η προσπάθειά του για τη δημιουργία σημαντικών και ενδιαφέροντων ηρώων.

Οι Αντικρουόμενες Απόψεις του Παπαδιαμάντη για τις Γυναίκες

Η ανάγνωση των τεσσάρων μυθιστορημάτων της ρομαντικής του περιόδου αναδεικνύει τις βασικές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις του Παπαδιαμάντη όσον αφορά τις γυναίκες και τις ιδιότητές τους, την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων του απέναντί τους και, σε έναν βαθμό, την ιδεολογική σύγχυση που του δημιουργούν με την ύπαρξη και τη δράση τους στους διάφορους κοινωνικούς ρόλους που τους έχουν ανατεθεί.

Για παράδειγμα, για τον Παπαδιαμάντη οι γυναίκες είναι φορείς του καλού αλλά και του κακού. Δεν είναι τυχαίο που στη δεύτερη περίπτωση προτιμάει πολλές από αυτές να μην είναι Ελληνίδες και, κυρίως, να μην είναι ορθόδοξες. Το ίδιο συμβαίνει αργότερα και με τη Μαρούσα, τη βεβαρημένη ηθικά συμπαραστάτιδα της Φραγκογιαννούς. Για τον συγγραφέα, οι γυναίκες διέπονται από μυστηριώδεις, σχεδόν υπερκόσμιες δυνάμεις, άποψη που επαναλαμβάνεται σε ολόκληρο το έργο του και στην οποία διαφαίνεται ο υποβόσκων φόβος του, αλλά και η γοητεία που δοκιμάζει από αυτό το στοιχείο.

Ακόμα, οι γυναίκες είναι η προσωποποίηση αρχαίων πνευμάτων και νυμφών. Διατηρούν όχι μόνο τη μεταφυσική τους προέλευση, αλλά και μέρος των χθόνιων δυνάμεών τους. Πιο αραιά, αλλά καθαρά πάντοτε, διαφαίνεται και η πεποίθησή του για την ύπαρξη ενός ολόκληρου, γυναικείου στη βάση του, μεταφυσικού κόσμου: θεές, σειρήνες, νεράιδες, και ο ίδιος ο σατανάς κάποτε είναι γένους θηλυκού και μάλιστα ανεξάρτητα από τις χρονικές περιόδους στις οποίες αναφέρονται ιστορίες του.

Οι Γυναίκες, κύριος Άξονας του Παπαδιαμαντικού Έργου

Ο Παπαδιαμάντης, αποδεχόμενος την ύπαρξη αυτών των μορφών και δυνάμεων, τις αναδεικνύει  σε κύριο άξονα του έργου του. Τέλος, είναι ευνόητο ότι μέσα από αυτή τη βεβαιότητά του πηγάζει και μια άλλη που επαναλαμβάνεται συχνά στο μέλλον: η βεβαιότητα πως, αφού οι γυναίκες είναι φορείς του καλού και του κακού, γίνονται έτσι και οι ηθικοί αυτουργοί, αυτές που υποκινούν και παρακινούν τις πράξεις των ανδρών.

Για τον συγγραφέα, όπως και για άλλους, ο άνδρας-Αδάμ είναι ανίσχυρος στο βάθος να αντιμετωπίσει τη γυναίκα-Εύα, αλλά και πρόθυμος να αποδεχθεί τις γυναικείες επιθυμίες και προτροπές. Με τον τρόπο αυτό, και ανεξάρτητα από τις προθέσεις του δημιουργού, τίθεται το ζήτημα της ενοχής των γυναικών για πράξεις για τις οποίες δεν ευθύνονται, αντίληψη διαχρονική, άμεσα συνδεδεμένη με την απώλεια του παραδείσου, που τις καταδιώκει εφ’ όρου ζωής.

Αρκετές από τις ηρωίδες του Παπαδιαμάντη διακατέχονται από βαθιά και περίπλοκα αισθήματα, αγωνίες και εσωτερικές συγκρούσεις, εξάρσεις και απογοητεύσεις, οι οποίες δεν εκδηλώνονται μόνο με τις δράσεις τους αλλά και με τις σιωπές και τις αδράνειές τους. Ακόμα και οι θετικές ηρωίδες του, που εκφράζουν με τη στάση και τις αποφάσεις τους τις κοινωνικά αποδεκτές για τις γυναίκες αξίες, όχι σπάνια, αποκαλύπτουν έναν ψυχισμό αναστατωμένο, ο οποίος συνήθως μένει κρυφός, εξαιτίας της δεδομένης αγωγής του φύλου και της τάξης.

Η Αυγούστα είναι η πιο σημαντική παπαδιαμαντική ηρωίδα μετά τη Φραγκογιαννού. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός πως γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι με τη φωνή και τα πάθη της μας μιλάει σε έναν βαθμό ο ίδιος ο συγγραφέας, αφήνοντας να φανερωθεί η δική του ερωτική, αισθησιακή ιδιοσυγκρασία. Η Αυγούστα αποτελεί την πρώτη, και κάθε άλλο παρά ασήμαντη, προσπάθεια του Παπαδιαμάντη να παρουσιάσει μια εξεγερμένη γυναίκα, η οποία προτάσσει τα πάθη της και αυτοκαταστρέφεται, προσπάθεια που θα ολοκληρωθεί με τη δημιουργία της Φραγκογιαννούς.

Είναι πολλά και ουσιαστικά τα κοινά χαρακτηριστικά της Αυγούστας και της Χαδούλας. Η Αυγούστα αποτελεί ένα πρόπλασμα της φόνισσας, παρά τα διαφορετικά σημεία αφετηρίας τους, τους διαφορετικούς κόσμους στους οποίους ζουν και τα διαφορετικά, επιφανειακά έστω, προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Κοινά τους στοιχεία είναι το ίδιο στις αναλογίες του αυταρχικό περιβάλλον, η ίδια χρησιμοποίησή τους από τρίτους (σύζυγος και εραστής για την Αυγούστα, γονείς, σύζυγος και παιδιά για τη Χαδούλα).

Η ίδια τραυματισμένη ψυχοσύνθεση. Η ίδια άρνηση προσφυγής στην εκκλησία. Η εξέγερση και η ρήξη με το κοινωνικό περιβάλλον. Η πτώση και, τέλος, η κάθαρση, με την ενεργητική συμμετοχή της φύσης: φωτιά στη μία, νερό στην άλλη περίπτωση.

Η Θρησκευτική Ιδιαιτερότητα στου Συγγραφέα

Σκιαγραφώντας την Αυγούστα, ο Παπαδιαμάντης παραδέχεται για πρώτη φορά καθαρά πως η εκκλησία και οι κανόνες της, οι ιερείς και οι παρεμβάσεις τους στην προσωπική ζωή των πιστών, ανεξάρτητα από δόγμα, δεν είναι πάντοτε τρόποι αποτελεσματικοί, δεν αποτελούν στηρίγματα και καταφύγιο των ανθρώπων και ιδιαίτερα των γυναικών, των οποίων η σχέση με την εκκλησία, τους εκπροσώπους της και τον τρόπο ζωής της είναι παρ’ όλα αυτά στενότατα συνδεδεμένη.

Πρόκειται για μια τολμηρή θέση του Παπαδιαμάντη, συνεπή όμως με τη θρησκευτική του ιδιαιτερότητα. Στη διάρκεια της εξομολόγησης της καθολικής Αυγούστας στον ιερέα, αποκαλύπτονται η αγωνία, οι ενοχές, οι συγκρούσεις της ανάμεσα σε ό,τι θεωρεί καθήκον της και στα συναισθήματα και στις επιθυμίες της, οι μεταφυσικοί της φόβοι, όλη η επώδυνη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, για να καταλήξει, όμως, σε νίκη όλων των κοινωνικά και εκκλησιαστικά απαγορευμένων.

Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά στον θρίαμβο της ανθρώπινης φύσης απέναντι στον τρόμο που επιβάλλουν οι διάφορες κοινωνικές συμβάσεις, στις οποίες έχει υπαχθεί και η σύμβαση της αμαρτωλότητας ανάλογα με την ερωτική συμπεριφορά των γυναικών. Ο ιερέας, που εδώ συμβολίζει την ανδρική θεολογική λογική και ηθική, δεν είναι σε θέση να αποδεχθεί ή να εξηγήσει το γυναικείο μεγαλείο της Αυγούστας.

Δεν μπορεί να δεχθεί πώς είναι δυνατόν να ανήκουν σε γυναίκα λόγια όπως αυτά: «Συχνάκις καταβαίνει εις τα  χείλη μου ασεβής λογισμός κι αναβαίνει εναγής επιθυμία. Οι στεναγμοί μου τα δύο ταύτα μεταφράζουσιν εις την πυρίνην γλώσσαν του έρωτος και της απελπισίας… ουδέποτε μετενόησα διά το έγκλημά μου τούτο, πάτερ, ουδέ πιστεύω ότι είναι δυνατόν να μετανοήσω… η σαρξ δεν δύναται να καταβληθεί, ο έρως δεν δύναται να υποχωρήσει».

Η διακήρυξη των γυναικείων της δικαιωμάτων –κι ας το αγνοεί η ίδια– από την Αυγούστα εκλαμβάνονται από τον ιερέα φοβερές και απίστευτες ομολογίες. Παρ’ όλα αυτά, η ασυνήθιστη για την εποχή της γυναίκα επηρεάζει τον άνδρα ιερέα. Ο διεγερτικός της λόγος τον οδηγεί σε κρίσιμες για το φύλο και την ιεροσύνη του σκέψεις. Αντιλαμβάνεται την κοινωνική υποκρισία και για λίγο δέχεται ως απόδειξη μέγιστου θάρρους την εξομολόγηση της Αυγούστας, φτάνοντας και στην αμφισβήτηση της χρησιμότητας και αυτής ακόμα της εξομολόγησης: «…εις τι χρησιμεύει η εξομολόγησις και διατί ούτος ο θεσμός;».

Για μία στιγμή όμως. Το άγνωστο τον τρομάζει. Οτιδήποτε απειλεί τις βεβαιότητές του, τις παραδοχές και την ασφάλειά του εκδιώκεται και ο άνδρας-ιερέας περιχαρακώνεται στον παραδοσιακό έμφυλο ιδεολογικό του κόσμο: μια γυναίκα με τέτοιες σκέψεις και αποφάσεις δεν μπορεί παρά να είναι όργανο του διαβόλου που μιλάει για λογαριασμό του: «Δαιμόνιον, δαιμόνιον έχεις, δυστυχής,… Καλά το είπες και μόνη σου, ή μάλλον το δαιμόνιον είπε αφ’ εαυτού το όνομά του».

Η Παραδοχή των Γυναικείων Δυνάμεων

Η επίκληση του δαιμόνιου δεν επιδρά στη γυναίκα, η οποία έχει υπερβεί πλέον το έμφυλο όριο, η κόλαση είναι ανίσχυρη να την τρομοκρατήσει. Ακριβώς τότε συντελείται και η ολοκλήρωση της γυναικείας εξέγερσης. Η Αυγούστα, χωρίς δισταγμό, διακόπτει την εξομολόγηση –πράξη βίαιη και «αμαρτωλή»– για να έρθει σε επαφή με εκπροσώπους του έξω από το μοναστήρι κόσμου, με την ελπίδα να λάβει από κει τα μηνύματα που το κορμί και η καρδιά της περιμένουν.

Από τα προαναφερόμενα γίνεται προφανές πως ήδη από την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του ο Παπαδιαμάντης, διαθέτοντας την εσωτερική παραδοχή για τις γυναικείες δυνάμεις, ακούσια/εκούσια συχνά παρουσιάζει και καθοδηγεί μια πορεία μεταβολής ορισμένων ηρωίδων του από τυπικά γυναικεία πρότυπα της εποχής τους σε κοινωνικοποιημένα άτομα, τα οποία προχωρούν, υπό την πίεση των γεγονότων, σε υπερβάσεις των καθορισμένων έμφυλων συμπεριφορών.

Με σημείο εκκίνησης τα κυρίαρχα κοινωνικά χαρακτηριστικά του φύλου και τη συγκεκριμένη γυναικεία συμμόρφωση προς τα ήθη και τις συνήθειες του κοινωνικού περιβάλλοντος, ο συγγραφέας δημιουργεί τις συνθήκες της μεταβολής, της εξέλιξης των ηρωίδων του, και τις οδηγεί, όπως φαίνεται στην περίπτωση της Αυγούστας, σε υπερβάσεις μικρότερες ή μεγαλύτερες, μέσα από μια ενεργητική διαδικασία συγκεκριμένων πράξεων αυτογνωσίας και αυτοαναγνώρισης.

Περισσότερα για τα έμφυλα στερεότυπα και τη βία κατά των γυναικών στην αθηΝΕΑ:

Οι Πολλαπλές Μορφές Βίας Κατά των Προσφυγισσών

“Επικίνδυνες”: Ο Φεμινισμός στα Καλύτερά του

Γυναικοκτονίες. Μια Μακραίωνη Διαπολιτισμική Συνήθεια

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Η Μαρία Γκασούκα είναι ομότιμη καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Έχει γράψει δεκαοκτώ βιβλία στο πεδίο του φύλου και του πολιτισμού, της εκπαίδευσης και της απασχόλησης. Έχει δημοσιεύσει πλήθος σχετικών επιστημονικών άρθρων στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα, ενώ κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα τουρκικά και στα ισπανικά. Ακόμη, είναι η συντάκτρια του “Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Ισότητα των Φύλων 2007-2013” της Κυπριακής Δημοκρατίας και συγγραφέας των “Οδηγών Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας στα Δημόσια Έγγραφα” της Ελλάδας και της Κύπρου.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+