Στο πρόσφατο και παρθενικό post-Covid ταξίδι μου στη Στοκχόλμη, το εστιατόριο Punk Royale ήταν στο to-do-list μου.
Είναι ένα από αυτά τα αντισυμβατικά εστιατόρια για τα οποία μπορεί να έχεις ακούσει πολλά, χάρη στο dining experience που προσφέρουν. Δεν ξέρεις αν θέλεις να πας τελικά, όμως θέλεις κάποιος που ξέρεις να έχει πάει και να σου πει πώς ήταν. Γι’ αυτό το κείμενο λοιπόν, αυτός ο κάποιος θα είμαι εγώ.
Όταν τα Φαινόμενα Απατούν
Με κράτηση στις 20:30 φτάσαμε στο Punk Royale της Στοκχόλμης που από την πρόσοψή του δεν θύμιζε με τίποτα εστιατόριο, πόσο μάλλον luxury dining. Μπροστά από τη μισάνοιχτη μαύρη πόρτα μας περίμενε ένας από τους σερβιτόρους μας, ο Axel, loaded με ενέργεια και φιλική αυθάδεια.
Μας έδωσε αντισηπτικό για τα χέρια και μας ρώτησε αν ήταν η πρώτη μας φορά στο εστιατόριο. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα σε αυτόν ήταν ότι φορούσε ξώφτερνα σανδάλια και κάλτσες και, ακολουθώντας αυτά, μπήκα μέσα στο εστιατόριο.
Ο χώρος ήταν μικρός, γύρω στα 55 τετραγωνικά μέτρα, είχε τέσσερα τραπέζια, ήταν πολύ σκοτεινός, φωτισμένος μόνο από πολύ λεπτά χρωματιστά laser beams και από ένα μονό κερί σε κάθε τραπέζι. Η μουσική (house) ακουγόταν δυνατά και η ατμόσφαιρα μύριζε ξηρό καπνό και φαγητό. Ο Axel ρώτησε αν είμαστε αλλεργικοί σε κάτι και είπε ότι ελπίζει να πεινάμε πολύ γιατί θα μας ταΐσει “loads of food”.
Στη συνέχεια, μας εξήγησε ότι δεν επιτρέπονται φωτογραφίες και ότι θα χρειαστεί να μπουν τα κινητά μας σ’ ένα μεταλλικό κουτί με κλειδαριά. Σε περίπτωση που κάποιος τραβούσε φωτογραφίες, θα χρειαζόταν να φύγει αμέσως. Ορθά κοφτά εξήγησε πως ό,τι μας είχε πει είναι στη πολιτική του μαγαζιού. Τον ρώτησα αν μπορώ να κρατάω σημειώσεις και μου έφερε χαρτί από την ταμειακή μηχανή και το αγαπημένο του -όπως μου είπε- στυλό.
Το Σερβίρισμα
Το πρώτο πράγμα που ήρθε στο τραπέζι ήταν ένα ποτήρι σαμπάνια. Πίνοντάς την, παρατηρούσα το χώρο. Τοίχοι από πεπιεσμένο χαρτί με γκράφιτι, λευκό συνθετικό τραπεζομάντηλο, ρίγες από νέον στις άκρες των τραπεζιών και στις κολόνες, και μια κεντρική κολόνα καταμεσής του μαγαζιού, με μια όχι αρτιμελή κούκλα βιτρίνας δεμένη εκεί.
Οι Γεύσεις
Δεν υπήρχε τυπωμένο μενού και ο Axel μας ξεναγούσε σε κάθε πιάτο που έφτανε μπροστά μας. Ξεκινήσαμε με δέκα ορεκτικά. Πρώτο ήταν ένα πολύ νόστιμο μίνι καραμελωμένο παντζάρι μέσα σε μους τυριού. Ακολούθησαν δύο βάφλες σε σχήμα καρδούλας που συνδυάζονταν με μπρικ, crème fraiche και πούλπα κρεμμυδιού.
Στη συνέχεια, ο Axel μας σέρβιρε στο επάνω μέρος του χεριού μας μαύρο χαβιάρι και ένα σφηνάκι βότκα. Καταλαβαίνετε ότι το να φάω με το χέρι σε δημόσιο μέρος στην Covid εποχή ήταν κάτι που δύσκολα μπορούσα να καταπιώ. Παρόλα αυτά, και χωρίς να το πολυσκεφτώ, το χαβιάρι βρέθηκε στο στόμα μου και η βότκα το “απολύμανε”.
Τα amuse bouche συνεχίστηκαν πίνοντας μπίρα και τρώγοντας με το χέρι: Μίνι βάφλα με καπνιστό χέλι, μους και μπρικ, αγγούρι βάρκα με τραγανή κρούστα κοτόπουλου και matcha mix σεταρισμένο με πουρέ πατάτας, αλλά και τραγανή πατάτα, τάρτα αβοκάντο με κόλιαντρο, πιπεριά και τριμμένο τυρί, τηγανητό μαγικό μανιτάρι, ταρτάρ μοσχαριού με sauce aioli και, τέλος, ένα αναπάντεχα απίθανο στρείδι με μους καρύδας και λάιμ .
Τα Κυρίως Πιάτα
Εκεί που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι πώς θα ανταποκριθεί το στομάχι μου σε όλους αυτούς τους ασυνήθιστους συνδυασμούς, το αλκοόλ άλλαξε σε κρασί Riesling. Ο Axel μας εισήγαγε στα κυρίως πιάτα και είχαμε τη χαρά να φάμε με κουτάλια. Πρώτη κουταλιά, ψάρι καλκάνι με sauce σκουμπρί επάνω σε σπαράγγι και χαβιάρι. Δεύτερη κουταλιά, καβούρι με αβοκάντο, πράσινο κάρι και λάιμ. Τρίτη κουταλιά, σορμπέ βασιλικού και κόλιαντρου με τραγανά κεράσια μαρασκίνο. Τέταρτη κουταλιά, αστακός με sauce béarnaise. Πέμπτη κουταλιά, κρέμα μανιταριού, καραβίδα με άφθονη τριμμένη τρούφα.
Η Ατμόσφαιρα
Το κρασί άλλαξε σε Pinot Noir, οι σημειώσεις μου έγιναν όλο και πιο θολές. Δεν έβλεπα που δεν έβλεπα μέσα στο ημίφως, με το αλκοόλ στο αίμα μου το αγαπημένο στυλό του Axel κάθε τρεις και λίγο γλιστρούσε απ’ το χέρι μου. Με έναν έξτρα κόπο συνέχισα να καταγράφω, ενώ στο απέναντι τραπέζι έξι θαμώνες από την Κολομβία είχαν έρθει σε τρελό κέφι και πείραζαν, με αστεία προφανώς (όχι ότι ξεχώριζα τις κουβέντες με τόσο δυνατή μουσική), τη δική τους σερβιτόρα.
Ένας από αυτούς, εντελώς αυθόρμητα, μας κάλεσε στο σπίτι του μετά και πριν προλάβω ευγενικά να αρνηθώ (κάτι που θεωρώ πολύ φυσιολογικό), ο διπλανός του τού είπε δυνατά πως τα ζευγάρια είναι βαρετά!
Έτσι, όλοι το ίδιο ευχαριστημένοι τελικά, συνεχίσαμε με τραγανή πέτσα κοτόπουλο, κρέμα μανιταριών, κρεμμύδι και καλαμπόκι στο grill. Τα επιδόρπια άρχισαν με πρώτο να είναι μια συγκλονιστική σφαίρα fois gras με επικάλυψη σοκολάτας που το κατέβαζες μεμιάς μαζί μια σύριγγα σέρι. Αλλαγή σε γλυκό κρασί τύπου μοσχάτο μαζί με ένα blueberry σορμπέ με λεβάντα και μαρέγκα και επικό φινάλε με τραγανό cinnamon bun και παγωτό ανθόγαλα.
Ο Απολογισμός
Έξι σερβιρίσματα αλκοόλ και δεκαεννιά πιάτα, άλλα πολύ δυνατά, άλλα λιγότερο, όλα μαζί σ’ ένα προκαθορισμένο και διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Αφού πληρώσαμε, μας επεστράφησαν τα κινητά μας και φεύγοντας τράβηξα μια φωτογραφία του χώρου με τη συγκατάθεση του Axel. Βγαίνοντας έξω, προσπάθησα να αποκρυπτογραφήσω την αντίθεση του ονόματος Punk Royale, και στο μυαλό μου ήρθε η Vivienne Westwood και ο συνδυασμός του luxury brand με την απομυθοποίησή του.
Ο Axel, αν μη τι άλλο, είχε δίκιο. Μας τάισε loads of food.
Δείτε επίσης στην αθηΝΕΑ: