Η φιλία είναι δώρο για τους ανθρώπους. Είναι χαρά, είναι ανάγκη, είναι βοήθημα για την πορεία της ζωής. Ποτέ δεν ξέρει κανείς αν θα βρεθεί στην γκρίζα περιοχή της μοναξιάς.
Η φιλία άλλοτε έρχεται μοιραία και μένει φωτεινή και ανέπαφη από μικρότητες. Άλλοτε, πάλι, έρχεται κατ’ ανάγκην και σου χτυπάει την πόρτα. Εκεί δοκιμάζεται ό,τι από πριν έχει εξαιρεθεί: και ο εχθρός γίνεται φίλος.
Η Πορεία της Μίνα | Yoko Ogawa | Εκδόσεις Πατάκη
Το 1972 η Τομόκο είναι δώδεκα ετών και έχει χάσει τον πατέρα της. Η μητέρα της πρέπει να μάθει μια τέχνη για να ζήσουν, αλλά θα πρέπει να μετακομίσει σε άλλη πόλη. Αποφασίζει και στέλνει την Τομόκο στο σπίτι των θείων της στην Ασίγια, για να τη φιλοξενήσουν.
Φτάνοντας, η Τομόκο έκπληκτη αντικρίζει μια έπαυλη, την οποία είχε χτίσει ο παππούς της, ο οποίος είχε φτιάξει επίσης έναν μικρό ζωολογικό κήπο. Το μόνο ζώο που είχε μείνει ήταν ένας νάνος ιπποπόταμος. Η Ποτσίκο.
Στην έπαυλη ζουν οι θείοι της, η γιαγιά Ρόζα με καταγωγή από τη Γερμανία και οι βοηθοί του σπιτιού. Όλοι κάτι έχουν να κάνουν και να πουν. Εκεί ζει επίσης και η συνομήλικη ξαδέρφη της, η φιλάσθενη Μίνα, η οποία αγαπά τα βιβλία και κυκλοφορεί με την Ποτσίκο.
Τα κορίτσια κάνουν παρέα και γίνονται φίλες. Μεγαλώνουν μαζί εξερευνώντας τον εαυτό τους αλλά και τον κόσμο, που ενίοτε γίνεται πολύ σκληρός. Η συγκατοίκηση, οι εφηβικοί έρωτες, οι ιστορίες που ακούν, το διάβασμα και οι βόλτες με την Ποτσίκο τις εντάσσουν σιγά σιγά στη διαδικασία της γνώσης της ζωής.
Η Τομόκο, καθώς παρατηρεί τα πάντα, αρχίζει να ανακαλύπτει τον μυστικό κόσμο των μεγάλων: πού και πόσο καλά κρύβουν πολλές φορές τα μυστικά τους…
Πάντα όμως υπάρχει ένας πυρήνας ανεξερεύνητος ή ανείπωτος που πρέπει να ανακαλύψεις. Πάντα υπάρχει κάτι που υπονοεί και που δεν είσαι σίγουρος αν είναι αυτό που νομίζεις.
Η μαγεία της γραφής και της σκέψης αφήνουν ένα ερωτηματικό για το αν συνέβη κάτι που δεν ειπώθηκε με λέξεις. Το σίγουρο είναι πως η αγάπη των δύο κοριτσιών για τα βιβλία θα είναι παντοτινή και η φιλία των παιδικών χρόνων θα μείνει ανεξίτηλη στα χρόνια που θα περάσουν και αυτό είναι πολύ σπουδαίο!
«…Και μάλιστα αναρωτιόμουν καχύποπτα αν μια τέτοια ποσότητα βιβλίων ήταν απαραίτητη για μια οικογένεια. Όμως γρήγορα άλλαξα γνώμη. Στους τοίχους των δωματίων τα βιβλία ήταν παραταγμένα σχεδόν ως το ταβάνι. Έμεναν εκεί, ήσυχα, χωρίς να δηλώνουν κραυγαλέα την παρουσία τους, χωρίς να προβάλλουν φανταχτερά σχέδια.
Ακόμα κι απέξω δεν έμοιαζαν παρά με τετράγωνα κουτιά, ανέδιδαν μια ομορφιά ίδια με εκείνη που ακτινοβολούσαν τα γλυπτά ή τα κεραμικά. Παρότι το νόημα των λέξεων σε κάθε σελίδα ήταν πολύ βαθύ και δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να χωρέσει μέσα σε τούτο το κουτί χωρίς να αφήνει τίποτα να φανεί προς τα έξω, περίμεναν υπομονετικά αυτόν που θα τα άνοιγε. Κατέληξα να νιώθω σεβασμό για την επιμονή τους…»
• Τη μετάφραση υπογράφει η Άννα Παπασταύρου.
Γκρίζες Mέλισσες | Andrei Kurkov | Εκδόσεις Καστανιώτη
Χωριό Μάλαγια Σταρογκράντοφκα. Γκρίζα ζώνη της Ανατολικής Ουκρανίας. Ο πόλεμος ακούγεται από μακριά. Ο τόπος έχει ερημώσει. Στο χωριό μένουν μόνο δυο άντρες: ο σαρανταεννιάχρονος Σεργκέι και ένας συμμαθητής του, ο Πάσκα.
Οι απόψεις τους πάντα διέφεραν και ποτέ δεν έκαναν παρέα. Ήρθαν οι δύσκολοι καιροί, όμως, και έπρεπε να συμβιώσουν. Ακόμα και οι επισκέπτες τους που έρχονταν στο σπίτι ήταν διαφορετικοί.
Το έναν επισκέπτονταν στρατιωτικοί του επίσημου κράτους που έρχονταν για να κάνουν θεραπεία στα μελίσσια, ενώ τον άλλον ρωσόφωνοι αυτονομιστές. Ο Σεργκέι είχε μια κόρη που ζούσε με την πρώην γυναίκα του σε άλλη πόλη.
Η έγνοια του ήταν οι μέλισσες. Ήταν η «οικογένειά» του. Και ήταν υπεύθυνος γι’ αυτές. Όταν ήρθε η άνοιξη και θα τις έπαιρνε μαζί του για να φύγουν, οι μέλισσες έπρεπε να συνεχίσουν το έργο τους, να τρυγήσουν τα άνθη, αλλά «ο Σεργκέι δεν ήθελε το μέλι του να έχει τη γεύση του πολέμου». Τις αγαπούσε τις μέλισσές του. Αποφάσισε να φύγει. Προορισμός του η Κριμαία.
Ο φόβος και ο ήχος του πολέμου ηχούσαν στα αυτιά του και φώλιαζαν στην καρδιά του. Ο Σεργκέι όμως ήθελε να ακούει μόνο τον βόμβο των μελισσών του. Γι’ αυτό φόρτωσε τα μελίσσια του στο αυτοκίνητο, μάζεψε λίγα πράγματα και, με όσο κουράγιο του είχε απομείνει, ξεκίνησε.
Τον περίμεναν πολλά βάσανα. Και κυρίως αυτό της επιβίωσης, του ίδιου αλλά και των μελισσών του. Ονειρευόταν τον κόσμο αλλιώς. Μια ήρεμη ζωή στο χωριό μετά τη σύνταξη, παρέα με τη γυναίκα του, έχοντας μια καλή σχέση με την κόρη του, αλλά κυρίως με το να είναι ο εαυτός του!
Άλλοι όμως αποφασίζουν για τη μοίρα των ανθρώπων, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Άλλοι βάζουν γραμμές και όρια. Άλλοι βάζουν ένα όπλο στο χέρι σου ή φυτεύουν μια σφαίρα στην καρδιά σου.
Η κατάσταση ήταν τραγική – αλλά, κάποιες φορές, και ιλαροτραγική, θα μπορούσε να πει κανείς. Παντού έπρεπε να δικαιολογεί την παρουσία του. Και στους μεν και στους δε. Έπρεπε να αποδεικνύει σε ποιο στρατόπεδο ανήκε. Παντού έπρεπε να δείχνει τα χαρτιά του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει πουθενά. Ακόμα και στον ύπνο του έβλεπε εφιάλτες πως οι μέλισσες γίνονταν γιγάντιες και τον εγκατέλειπαν.
Η ζωή του μια γκρίζα ζώνη. Προσπάθησε να κόψει τα νήματα με τον τόπο του, εκεί ήταν όμως ο Πάσκα. Δεν ήταν φίλος του, αλλά βίωναν την ίδια κατάσταση, τον νοιαζόταν και ας ήταν αντίπαλοι (τι είχαν να χωρίσουν, άραγε;), και ας τον παρεξηγούσε συνέχεια. Ήταν ένας άνθρωπος που έμεινε μόνος σε έναν μουντό τόπο να φυλάει τα έρημα και να ακούει μόνο τα κοράκια και τους ήχους του πολέμου…
«…Πίσω του έμεινε το βροντολόγημα των κανονιών. Πίσω του έμεινε ο πόλεμος, στον οποίο δεν συμμετείχε μα βρέθηκε κάτοικός του. Κάτοικος του πολέμου. Τύχη κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτη, αλλά για τον άνθρωπο πολύ πιο υποφερτή απ’ ό,τι για τις μέλισσες. Αν δεν ήταν οι μέλισσες, δεν θα πήγαινε πουθενά, θα λυπόταν τον Πάσκα, δεν θα τον άφηνε μόνο του. Οι μέλισσες όμως δεν καταλαβαίνουν τι θα πει πόλεμος!»
• Τη μετάφραση υπογράφει ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Βιβλιοπροτάσεις με Θέμα τη Μνήμη
13+1 Βιβλία για Παιδιά και Εφήβους
Δέκα Ερωτήσεις Αναζητούν Συγγραφέα | Θεόδωρος Γρηγοριάδης