“Στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος”: ένας διαχρονικός στίχος από ένα τραγούδι γραμμένο στην Ποντιακή διάλεκτο, που υπήρξε σήμα κατατεθέν των απανταχού προσφύγων, χρησιμοποιείται ως τίτλος θεατρικού έργου, εστιάζοντας σε δύο όρους: “ξενηλασία” και “ελληνικότητα”.
Χωρίς να εκλείπουν τα flashbacks στη μεσοπολεμική περίοδο, όπου Μικρασιάτες και Πόντιοι γνωρίζουν τον ξεριζωμό και αποκαλούνται “Τουρκόσποροι”, το χωροχρονικό πλαίσιο της ιστορίας τοποθετείται ανάμεσα στις πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα, όπου ο απόηχος του ελληνικού εμφυλίου δεν είναι εξασθενημένος και η στρατιωτική δικτατορία έχει εδραιωθεί.
Οι σκληρές πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες εκτοπίζουν τον πρωταγωνιστή Στάμο και άλλους συμπατριώτες του στη Γερμανία. Στην προσπάθειά του να επιβιώσει, η ανάγκη για επικοινωνία με την πατρίδα είναι επιτακτική, και επιτυγχάνεται μέσω των φωτογραφιών, του ραδιοφώνου και των δίσκων βινυλίου που περιλαμβάνουν τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη.
Η φωτογραφία του Καζαντζίδη πρωταγωνιστεί σε όλες τις στιγμές του Στάμου, αποτελώντας, σχήμα οξύμωρο, τον “ακροατή” του δράματός. Ο Καζαντζίδης είναι ο Στέλιος, ο πατέρας, ο αδερφός, ο θείος, ο φίλος του Στάμου και του κάθε ξενιτεμένου ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας και γλώσσας. Με τα τραγούδια του, ο Στέλιος -ως ένα άτυπο σύμβολο ελληνικότητας- γίνεται το κλειδί που θα ξεκλειδώσει τους αμυντικούς μηχανισμούς του Στάμου και των διαφορετικών Άλλων, που νιώθουν να απειλείται η ταυτότητά τους, ενισχύοντας έτσι τις ομοιότητες και μειώνοντας τις διαφορές τους.
Με τα τραγούδια του, ο Στέλιος -ως ένα άτυπο σύμβολο ελληνικότητας- γίνεται το κλειδί που θα ξεκλειδώσει τους αμυντικούς μηχανισμούς του Στάμου και των διαφορετικών Άλλων, που νιώθουν να απειλείται η ταυτότητά τους, ενισχύοντας έτσι τις ομοιότητες και μειώνοντας τις διαφορές τους.
Ο Γιώργος Σουξές, κρατώντας τον θεατή σε εγρήγορση, σκηνοθετεί τον δυνατό, κατά βάση μονόλογο του Θανάση Σκρουμπέλου, που αφορμάται από γεγονότα του 20ού αιώνα, αναδεικνύοντας αφενός την κυκλική πορεία της Ιστορίας και των σχέσεων που οικοδομούνται στο πλαίσιό της, και αφετέρου την έννοια της ατομικής και εθνικής ταυτότητας.
Ο Σουξές, συμμετέχοντας με ένα ρόλο συμπληρωματικό στο έργο, επενδύει στο ρόλο του Στάμου, όπου ο Λευτέρης Ελευθερίου εναλλάσσει με ταχείς ρυθμούς την ερμηνεία του από την κωμωδία στο δράμα, επιδεικνύοντας ωριμότητα και σεβασμό απέναντι στην ιστορία. Ο Ελευθερίου, με την ερμηνευτική εκφραστικότητα που τον χαρακτηρίζει, σε συνδυασμό με τη σκηνική λιτότητα, δίνει έμφαση στη δραματική χροιά της πλοκής, υπερτονίζοντας ορισμένα σημεία, παρά την υπάρχουσα δυναμική που ενέχει ο λόγος.
Εν κατακλείδι, η ιστορία του Στάμου είναι η ιστορία κάθε οικογένειας που είχε κάποιο πολιτικό κρατούμενο, εξόριστο ή πρόσφυγα και δεν είχε περιθώρια κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης, γι’ αυτό και δεν καθίσταται εν συνόλω μυθοπλαστική, αλλά κατά βάση αληθινή, βγαλμένη από την ίδια την πραγματικότητα. Αυτό είναι που έλκει τελικά τον θεατή.