Μα τι Εζησαν Αυτές οι Γυναίκες;

«Οι Γριές που Μαζεύουν την Τσουκνίδα»

Ησυχία δεν έχουν. Όλη την ώρα στροβιλίζονται, μετακινούνται, πέφτουν, σηκώνονται, κοντοστέκονται και φτου κι απ’ την αρχή. Κι ύστερα… Μιλάνε, όλο μιλάνε. Ή μονολογούν, πετάνε μισόλογα από δω κι από κει, κλαίνε, οδύρονται, μοιρολογούν, πασχίζουν να εξηγήσουν, αγωνιούν να ακουστούν. Κι ύστερα, ψιθυρίζουν λέξεις ακατανόητες και κωδικούς για λίγους, μοιράζονται συνταγές μαγειρικές και ανομολόγητους πόνους. Κι ύστερα τραβολογάνε αμήχανα τα φουστάνια τους, ισιώνουν τις μαντίλες τους, χτενίζουν τα μαλλιά με τα δάχτυλά τους. Και μετά… Μετά, σωπαίνουν. Με μια σιωπή βροντερή, εκκωφαντική, ανελέητη, που όποιος την ακούει σκύβει μέσα του κι αναρωτιέται «Μα τι έζησαν αυτές οι γυναίκες;…».

Δούλευαν μέρα νύχτα στα χωράφια, καλλιεργούσαν τη γη άφαγες οι ίδιες μπας και χορτάσει πρώτα η φαμίλια, χωρίς δικαίωμα να πουν «κουράστηκα», δίχως κάποιον να τις συντρέχει. Μάζευαν και βότανα για να φτιάξουνε πίτες και μαντζούνια, για να ζήσουν μια ζωή καλύτερη ή για να ξορκίσουν το κακό της ατεκνίας –ανάμεσα στα άλλα–, που μόνο εκείνες βάραινε. Κι όταν γύρναγαν στο σπίτι, να πλύνουν, να σκουπίσουν, να κάνουν το καθήκον χωρίς μια στάλα απόλαυση, ούτε δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν, ακόμη και στη βία. «Μα τι έζησαν αυτές οι γυναίκες;…».

Ίσως να φταίει πως έτσι να γινόταν τα χρόνια τα παλιά. Μπορεί, πάλι, να φταίει ο τόπος, η ύπαιθρος, η οπισθοδρομική επαρχία. Μπορεί. Ίσως όμως και όχι. Για πείτε…

Σας φαίνονται άγνωστες ή μακρινές αυτές οι εικόνες; Τη Γη την καλλιεργούν τα μηχανήματα πια κι όχι τόσο τα ανθρώπινα χέρια. Θα συμφωνήσω. Τα μαντζούνια γίναν φάρμακα κι η ατεκνία πιθανότητα, μπορεί και επιλογή. Το δέχομαι, αν και με αστερίσκους. Η συμπαράσταση – «με βοηθάει ο άντρας μου, δεν έχω παράπονο», το λέμε στις μέρες μας– δείχνει πρόοδο, μετακίνηση, κι ας είναι και μικρή. Ισχύει. Το «καθήκον» δεν είναι μονόδρομος και η βία, αν και συχνή, εξαίρεση του κανόνα. Αλήθεια είναι.

Όμως…

Κι ύστερα… Μιλάνε, όλο μιλάνε. Ή μονολογούν, πετάνε μισόλογα από δω κι από κει, κλαίνε, οδύρονται, μοιρολογούν, πασχίζουν να εξηγήσουν, αγωνιούν να ακουστούν.

Ησυχία δεν έχουν. Όλη την ώρα στροβιλίζονται, μετακινούνται, πέφτουν, σηκώνονται, κοντοστέκονται και φτου κι απ’ την αρχή. Κι ύστερα… Μιλάνε, όλο μιλάνε. Ή μονολογούν, πετάνε μισόλογα από δω κι από κει, κλαίνε, οδύρονται, μοιρολογούν, πασχίζουν να εξηγήσουν, αγωνιούν να ακουστούν. Κι ύστερα, ψιθυρίζουν με λέξεις ακατανόητες και κωδικούς για λίγους, μοιράζονται συνταγές μαγειρικές και ανομολόγητους πόνους. Κι ύστερα τραβολογάνε αμήχανα τα φουστάνια τους, ισιώνουν τις μαντίλες τους, χτενίζουν τα μαλλιά με τα δάχτυλά τους. Και μετά… Μετά, σωπαίνουν. Με μια σιωπή βροντερή, εκκωφαντική, ανελέητη, που όποιος την ακούει σκύβει μέσα του κι αναρωτιέται «Μα τι ζουν αυτές οι γυναίκες;».

Τηρουμένων των αναλογιών, τότε και τώρα, λίγο πολύ τα ίδια. Όχι όλες, αλλά πολλές. Όχι μόνο από την επαρχία, από παντού. Όχι αποκλειστικά οι μη προνομιούχες, αλλά και κάποιες από εκείνες που η ζωή τους τα ’φερε πολύ  ευνοϊκά.

Τι λέτε;

ΥΓ. Οι σκέψεις προέκυψαν από την εξαιρετική θεατρική παράσταση «Οι Γριές που Μαζεύουν την Τσουκνίδα», που, καθόλου τυχαία, είναι sold out, τουλάχιστον μέχρι τις 20/5 που είναι προγραμματισμένο να παίζεται στο θέατρο Σταθμός (το θεατρικό κείμενο κυκλοφορεί ως βιβλίο, εμπλουτισμένο με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το θηλυκό στοιχείο, την τρίτη ηλικία και τη λαϊκή μαγεία στον ελλαδικό χώρο, από την Κάπα Εκδοτική).

Το έργο, σε δραματουργία και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ντέλλα, αποτελεί μια σκηνική προσέγγιση της σύνδεσης της μαγείας με τη μαγειρική ως γυναικείο μυστικό κώδικα της περιοχής της Θεσσαλίας.

Τότε που οι γυναίκες ζούσαν στη σκιά της ανδρικής εξουσίας, παρέμειναν στο περιθώριο χωρίς να μπορούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις, καθώς ήταν αποκλειστικό δικαίωμα των ανδρών. Τους ρόλους των τριών γριών, της Βαΐτσας, της Κατερίνας και της Αγόρως, ερμηνεύουν εντυπωσιακά ο Μανούσος Γεωργόπουλος, ο Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος και ο Μιχάλης Αναγνώστου. Τρεις νεαροί ηθοποιοί, που έκαναν τον κόπο να μπουν στα παπούτσια των γιαγιάδων –των γυναικών– του τόπου.

Μήπως η λύση είναι και εκεί τελικά;

«Οι Γριές που Μαζεύουν την Τσουκνίδα»

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ.

Οι Μοδίστρες «Ξαναράβουν» την Ιστορία τους

Οι «Μαύρες Γεωγραφίες» της Koyo Kouoh

Οι Αμαρτίες που δεν Ξέπλυναν τα Πλυντήρια της Μαγδαληνής

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Δημοσιογράφος | NO MAN'S LAND
Δημοσιογράφος | NO MAN'S LAND

Η Κυβέλη Χατζηζήση σπούδασε δημοσιογραφία και εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας (Έθνος, Βήμα, Marie Claire), στο Mega και το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό, το κοινωνικό και το διεθνές ρεπορτάζ, καθώς και την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Μετά από τριάντα χρόνια στον χώρο, ξαναρχίζει να σπουδάζει (Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο) και να ενδιαφέρεται, όπως πάντα, να εντοπίζει ιστορίες άξιες να ειπωθούν.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+