Ίσως όταν ξεκινούσε τα πρώτα του μαθήματα πιάνου στην Καρδίτσα να μη φανταζόταν ότι αργότερα θα ανέβαινε στις σκηνές της Philharmonie του Βερολίνου, του Konzerthaus της Βιέννης και του Carnegie Hall της Νέας Υόρκης.
Ο Απόστολος Παληός, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Έλληνες πιανίστες, είναι διπλωματούχος πιάνου και θεωρητικών από το ΔΩ Λάρισας, απόφοιτος των Πανεπιστημίων Βερολίνου και Λειψίας με το ανώτατο σολιστικό δίπλωμα, καθώς και διδάκτωρ μουσικολογίας του ΕΚΠΑ. Βραβευμένος σε διεθνείς διαγωνισμούς και τιμημένος από την Ακαδημία Αθηνών και την Ένωση Ελλήνων Κριτικών, έχει συνεργαστεί με μεγάλες ορχήστρες και μαέστρους, έχει ηχογραφήσει για τη Naxos παρουσιάζοντας παγκόσμιες πρώτες εκτελέσεις και έχει διδάξει στα πανεπιστήμια ΠΑΜΑΚ και ΕΚΠΑ, ενώ το ερευνητικό του έργο έχει παρουσιαστεί σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια.
Καθώς τον παρακολουθώ, αναρωτιέμαι: τι είναι αυτό που κάνει έναν μουσικό τόσο επιτυχημένο; Πώς νιώθει τη στιγμή της εκτέλεσης και πώς τον επηρεάζουν οι μεγάλοι δημιουργοί και οι μαέστροι με τους οποίους συνεργάζεται; Πόσες ώρες έχει αφιερώσει για να αγγίξει την ώρα της αυτοπραγμάτωσης;
Είναι αυτά τα ερωτήματα που με κάνουν να θέλω να ακούσω την ιστορία του από πρώτο χέρι.
Κύριε Παληέ, θεωρήστε ένας από τους πιο ξεχωριστούς πιανίστες της γενιάς σας. Πώς νιώθετε για αυτό;
Η εκτίμηση από σημαντικές προσωπικότητες του μουσικού χώρου –μουσικοκριτικούς, συνάδελφους μουσικούς, αλλά κυρίως από το μουσικόφιλο κοινό– προσφέρει τεράστια ηθική ικανοποίηση και αποτελεί αναγνώριση του μεγάλου κόπου και των ωρών εργασίας που απαιτεί το μονοπάτι της μουσικής.
Η πορεία αυτή είναι πραγματικά δύσβατη και απαιτητική. Και γίνεται ακόμα πιο απαιτητική στην Ελλάδα, καθώς δεν υπάρχει παράδοση στην κλασική μουσική. Ωστόσο, ο καλλιτεχνικός χώρος είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικός και διεθνώς. Δεν εξασφαλίζει καμία εγγύηση επιτυχίας, ανεξαρτήτως των ικανοτήτων του καλλιτέχνη.
Έχετε σπουδάσει και διακριθεί σε κορυφαία μουσικά ιδρύματα της Ευρώπης και της Ελλάδας. Τι πιστεύετε ότι σας διαμόρφωσε περισσότερο ως καλλιτέχνη;
Θα ξεχώριζα δύο σημαντικά στοιχεία στην πορεία μου. Από τη μία, η γνωριμία μου και η μαθητεία δίπλα σε κάποιες πολύ σημαντικές προσωπικότητες, οι οποίες με ενέπνευσαν. Ανάμεσά τους θα ξεχωρίσω τον αείμνηστο Γιώργο Χατζηνίκο, ένας αιώνιος έφηβος που με έπεισε να ακολουθήσω τη μουσική πορεία.
Από την άλλη, οι σπουδές μου στο Βερολίνο, σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια, υπήρξαν καθοριστικές. Ήταν σημαντικές όχι μόνο λόγω της προσωπικότητας των καθηγητών, όπως ο Aldo Ciccolini και ο Yonty Solomon, αλλά και των ταλαντούχων σπουδαστών, με τους οποίους η αλληλεπίδραση δημιουργούσε ένα περιβάλλον που έσπρωχνε τον καθένα μας προς τα πάνω.
Επιπλέον, το πολιτιστικό περιβάλλον ήταν πλούσιο, προσφέροντας αμέτρητες ευκαιρίες και ερεθίσματα, κάτι που τότε στην Ελλάδα δεν μπορούσαμε να βρούμε στον ίδιο βαθμό, αν και τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έχουν βελτιωθεί σημαντικά.
Στη μεγάλη αίθουσα της Berliner Philharmoniker στις 5 Οκτωβρίου θα ερμηνεύσετε το «Rhapsody in Blue» του George Gershwin. Πώς συνυπάρχει ο συνδυασμός του κλασικού με τον τζαζ χαρακτήρα αυτού του έργου;
Συμπληρώνουμε έναν αιώνα από την πρώτη εκτέλεση αυτού του έργου στη Νέα Υόρκη, το 1924. Ο Gershwin είναι ένας πολύ δημοφιλής συνθέτης αλλά και τζαζίστας. Κατόρθωσε να ενσωματώσει τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα της τζαζ μέσα στη λόγια παράδοση, δημιουργώντας ένα έργο δεξιοτεχνικό και λυρικό, που δεν χάνει καθόλου τον πρωτογενή αυτοσχεδιαστικό του χαρακτήρα.
Το έργο γράφτηκε αρχικά για πιάνο και τζαζ –και έχω παίξει αυτή την εκδοχή– αλλά στη συνέχεια υπήρξε και η ενορχήστρωση για πιάνο και συμφωνική ορχήστρα. Αυτή την ενορχηστρωμένη εκδοχή είχα εκτελέσει στις Ημέρες Κινηματογράφου με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης.
Και τώρα μου δίνεται η μεγάλη χαρά να ξαναπαίξω το έργο με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου. Η αλήθεια είναι ότι όσες φορές κι αν έχεις παίξει ένα έργο, κάθε φορά, ανεξαρτήτως χώρου, αποτελεί μια νέα εμπειρία – και κάθε καλλιτέχνης οφείλει να το αντιμετωπίζει έτσι.
Η παρουσία σας στην αίθουσα της Berliner Philharmoniker αποτελεί σημαντική στιγμή στην καριέρα σας. Τι διαφορές παρατηρείτε στις ερμηνείες σας στην ίδια αίθουσα και σε άλλες αντίστοιχες σε σχέση με προηγούμενες εμφανίσεις σας, όπως στο Carnegie Hall;
Κατ’ αρχάς, στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του, είτε εμφανίζεται σε έναν πολύ σημαντικό χώρο, όπως είναι αυτοί οι μεγάλοι συναυλιακοί ναοί –στους οποίους έχω την ευλογία να συνεχίσω να εμφανίζομαι– είτε σε κάποιον μικρότερο χώρο ή σε ένα πιο μυημένο ή μη κοινό, οφείλει πάντοτε να στοχεύει στην καλλιτεχνική του εξέλιξη.
Η εξέλιξη αυτή είναι μια διαδικασία αέναη, κατά την οποία ο καλλιτέχνης οφείλει να επιδιώκει με συνέχεια και συνέπεια να εμβαθύνει στον κόσμο της ερμηνείας και στην προσέγγιση των έργων που εκτελεί.
Φυσικά, μεγαλώνοντας επέρχεται και η φυσική ωριμότητα στη μουσική μας αντίληψη, όπως συμβαίνει σε όλα τα πράγματα στη ζωή. Είμαι πλέον σε θέση να παρατηρώ τον εαυτό μου και να διακρίνω τις διαφορές στην ερμηνευτική μου προσέγγιση στο πέρασμα του χρόνου, όπως άλλωστε μπορεί να παρακολουθήσει και να παρατηρήσει την εξέλιξή μου και το ακροατήριο που με ακολουθεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Στις 22 Οκτωβρίου θα συμμετάσχετε στην παρουσίαση του δίσκου «Opus Alexandrinum» στη Μεγάλη Αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, στο πλαίσιο του AlexMed Cultural Forum, ερμηνεύοντας έργα Αλεξανδρινών συνθετών για φλάουτο-πιάνο και φωνή-πιάνο μαζί με τη Ναταλία Γεράκη και την Ειρήνη Καράγιαννη. Τι σας γοητεύει ιδιαίτερα σε αυτή τη μουσική και πώς προσεγγίζετε την ερμηνεία αυτών των έργων;
Είναι επίσης μεγάλη χαρά για μένα να εμφανιστώ στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η οποία αποτελεί ένα διαχρονικό σύμβολο του ελληνισμού. Ιδιαίτερα παρουσιάζοντας έργα Ελλήνων συνθετών που έχουν ρίζες στην Αλεξάνδρεια και τα οποία έχουν γράψει με μεγάλη ποικιλία συνθετικών υφών.
Θέλω να δώσω τα συγχαρητήριά μου στη συνεργάτιδά μου, τη φλαουτίστα και ερευνήτρια Ναταλία Γεράκη, η οποία έκανε σπουδαία δουλειά και ανέδειξε αυτά τα έργα. Με μεγάλη χαρά ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα να συμμετάσχω σε αυτό το project, γιατί πιστεύω ότι είναι ιερή αποστολή των καλλιτεχνών να αναδεικνύουν τη μουσική δημιουργία του τόπου τους, ιδίως στον χώρο καταγωγής τους. Να σημειώσω ότι αυτός ο δίσκος έχει ήδη παρουσιαστεί στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού.
«Να ακολουθήσει τη μουσική τέχνη μόνο όποιος νιώθει ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτή. Αν ο στόχος είναι κυρίως η αναγνωρισιμότητα, η δόξα ή ο πλουτισμός, η αφετηρία είναι εντελώς εσφαλμένη και πιθανότατα θα οδηγήσει σε απογοητεύσεις και ματαιώσεις».
Στη συναυλία με το Collegium Musicum Athens στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 30 Οκτωβρίου θα ερμηνεύσετε το «Concertino για Πιάνο και Έγχορδα» του Γιάννη Παπαϊωάννου. Η συναυλία στο Μέγαρο εντάσσεται στον κύκλο «Μουσική του Σήμερα». Ποια είναι η σημασία του έργου του Παπαϊωάννου στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής μουσικής δημιουργίας;
Η συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής, με μια σχετικά νέα ορχήστρα υπό τη διεύθυνση του σημαντικού Έλληνα μαέστρου Νίκου Αθηναίου, θα περιλαμβάνει έργα Ελλήνων συνθετών. Το συγκεκριμένο έργο του Γιάννη Παπαϊωάννου για πιάνο και έγχορδα θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά, σε πρώτη εκτέλεση. Αυτό δημιουργεί ένα ακόμα μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης, καθώς είμαι εγώ που θα φέρω το κοινό σε πρώτη επαφή με αυτό το έργο.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες και εκπρόσωπος της αβανγκάρντ γενιάς, η οποία εισήγαγε τη διεθνή συνθετική πρωτοπορία στην Ελλάδα. Η συναυλία αυτή εντάσσεται σε μια προσπάθεια που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια για την ανάδειξη του λόγιου συνθετικού έργου Ελλήνων συνθετών, το οποίο είναι πλούσιο και αξίζει να καταλάβει τη θέση που του αρμόζει δίπλα στα ήδη καθιερωμένα έργα των μεγάλων συνθετών.
Έχετε συμμετάσχει σε σύνολα όπως το Aurora Piano Quartet και το Ergon Ensemble. Ποιες διαφορές παρατηρείτε στην προετοιμασία και στην ερμηνεία έργων μουσικής δωματίου ως σολίστ;
Θα έλεγα πως γενικά ο δρόμος του σολίστ-πιανίστα είναι αρκετά μοναχικός, καθώς μελετά μόνος και βρίσκεται μόνος πάνω στη σκηνή. Γι’ αυτό πάντα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν καλείται να συμπράξει μουσικά και να συνυπάρξει με άλλους μουσικούς.
Ωστόσο, για να το πετύχει αυτό χρειάζεται να βρει τη «χρυσή τομή». Να υποτάξει το καλλιτεχνικό του «εγώ» στην υπηρεσία του μουσικού συνόλου, χωρίς ωστόσο να απωλέσει την ταυτότητα και το προσωπικό του στίγμα, και ταυτόχρονα να αναζητήσει την καλλιτεχνική χημεία με τους άλλους μουσικούς, κάτι που δεν είναι ούτε εύκολο ούτε αυτονόητο.
Στην πορεία σας έχετε πραγματοποιήσει ηχογραφήσεις με διεθνείς δισκογραφικές εταιρείες σε πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις. Τι σας ελκύει περισσότερο; Η ανάδειξη νέων έργων ή η εμβάθυνση στο κλασικό ρεπερτόριο;
Οπωσδήποτε έχω μια ιδιαίτερη αγάπη για το κλασικό ρεπερτόριο, ειδικά για την εποχή του κλασικισμού και του ρομαντισμού από την πρώιμη έως την ύστερη έκφανσή του. Επιπλέον, αρέσκομαι να πραγματοποιώ συχνά και θεματικές συναυλίες ή αφιερώματα. Θεωρώ, όπως είπα και προηγουμένως, ότι είναι ιερή αποστολή του καλλιτέχνη να προβάλλει και τα έργα που γράφονται στη σύγχρονη εποχή.
Ο ερμηνευτής είναι ουσιαστικά ο μοναδικός αγγελιαφόρος που μεταδίδει το έργο του συνθέτη, της πηγής, στο κοινό, στον δέκτη. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι υποχρέωση και ευθύνη μας να φέρνουμε αυτά τα έργα σε επαφή με τον ακροατή.
Ως δάσκαλος πιάνου και μουσικής ερμηνείας σε πανεπιστήμια πώς βλέπετε τη νέα γενιά πιανιστών στην Ελλάδα; Ποιες προκλήσεις και ποιες δυνατότητες έχουν οι νέοι μελλοντικοί μουσικοί;
Προσωπικά, ανέκαθεν πίστευα και συνεχίζω να υποστηρίζω ότι η χώρα μας δεν στερείται ταλέντου, κάθε άλλο. Το πρόβλημα ήταν διαχρονικά οι δομές και η οργάνωση, οι γνωστές παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας, που δεν αφορούν μόνο τη μουσική. Σίγουρα έχουν γίνει βήματα προόδου, ωστόσο οραματίζομαι δύο βασικά πράγματα.
Πρώτον, τη μη εξαγωγή των ταλαντούχων μουσικών μας σε ξένα πανεπιστήμια, αλλά αντιστρόφως, την εισαγωγή φοιτητών από άλλες χώρες στα ελληνικά πανεπιστήμια. Δεύτερον, τη δημιουργία συμφωνικών ορχηστρών σε κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα, μέσα από συνδυασμό κρατικών και ιδιωτικών πρωτοβουλιών, ώστε να υπάρξουν θέσεις εργασίας και να βρει το ταλαντούχο μουσικό δυναμικό επαγγελματικό πεδίο αξιοποίησης και απορρόφησης, δημιουργώντας παράλληλα μια ευρύτερη δεξαμενή μουσικόφιλου κοινού.
Έχετε κάποιο μότο;
«Να ακολουθήσει τη μουσική τέχνη μόνο όποιος νιώθει ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτή». Αν ο στόχος είναι κυρίως η αναγνωρισιμότητα, η δόξα ή ο πλουτισμός, η αφετηρία είναι εντελώς εσφαλμένη και πιθανότατα θα οδηγήσει σε απογοητεύσεις και ματαιώσεις. Η μουσική είναι ένας εξαιρετικά δύσκολος δρόμος, που απαιτεί συνειδητή απόφαση και αφοσίωση. Όμως, στο τέλος της ημέρας θα έλεγα πως πραγματικά αξίζει τον κόπο!
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Κώστας Γκιάστας | 99 Ιστορίες για μια «Άλλη» Λάρισα
Κώστας Πατσιώτης: Ένας Δραστήριος Μουσικός στον Ρυθμό της Εποχής